του Χρήστου Μπίσδα
10 Δεκεμβρίου 2019
 
Στις 27-11-2019 η Τουρκία και η Λιβύη υπέγραψαν στην Κωνσταντινούπολη διμερή συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται η ελληνική ΑΟΖ. Για άλλη μία φορά η Τουρκία έφερε προ τετελεσμένων την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να διαχειριστεί επικοινωνιακά - αλλά όχι πραγματικά - το θέμα που προέκυψε. Για να μειώσει την αξία της συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης η ελληνική κυβέρνηση έκανε λόγο για συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και της μεταβατικής κυβέρνησης της Τρίπολης αφήνοντας υπονοούμενα ότι η συμφωνία είναι ένα «απλό χαρτί» και ότι η παρούσα κυβέρνηση της Λιβύης μπορεί σύντομα να μην υπάρχει, επομένως και η συμφωνία να μην ισχύει. «Ξέχασε» όμως η ελληνική κυβέρνηση ότι ίδια αναγνωρίζει την κυβέρνηση του Φαγέζ αλ Σαράζ ως νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης και ότι η υπογραφή της δεσμεύει διεθνώς την Λιβύη, όπως ακριβώς η συμφωνία των Πρεσπών δεσμεύει τη Ελλάδα, ασχέτως του ποιά ελληνική κυβέρνηση την υπέγραψε, τουλάχιστον μέχρι να καταγγελθεί.
 
Ακολούθως, σε μία κίνηση εντυπωσιασμού, η ελληνική κυβέρνηση απέλασε τον πρέσβυ της Λιβύης στην Αθήνα «ξέχασε» όμως να απελάσει τον πρέσβυ της Τουρκίας στην Αθήνα για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Από αυτή την στάση προκύπτει ότι η ελληνική κυβέρνηση ενοχλήθηκε από την πράξη της Λιβύης να υπογράψει την συμφωνία με την Τουρκία αλλά δεν ενοχλήθηκε από την πράξη της Τουρκίας να υπογράψει την ίδια συμφωνία με την Λιβύη. Μιλάμε για τον απόλυτο παραλογισμό και ταυτόχρονα την απόλυτη απόδειξη αδυναμίας, αφού η ελληνική κυβέρνηση έκανε λεονταρισμούς στην Λιβύη αλλά την πάπια μπροστά στην Τουρκία.
 
Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε ή να απελάσει και τους δύο πρέσβεις ή κανέναν. Επίσης, αντί να τρέχει στα διεθνή fora και να ζητά τον οίκτο και την συμπαράσταση των «συμμάχων» μας για το κακό που μας βρήκε, θα έπρεπε να άρει άμεσα και μέχρι νεωτέρας την αναγνώριση της παρούσας κυβέρνησης της Λιβύης και να κλείσει ολόκληρη την πρεσβεία της Λιβύης στην Αθήνα. Το επόμενο βήμα θα ήταν να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα από 6 σε 12 ναυτικά μίλια και τον εθνικό εναέριο χώρο από 10 σε 12 ναυτικά μίλια, ώστε πλέον το εύρος των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναερίου χώρου να συμπίπτουν. Με τον τρόπο αυτόν θα αποδείκνυε ότι δεν φοβάται το οποιοδήποτε casus belli της Τουρκίας. Τέλος, θα έπρεπε να προβεί σε άμεση ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και οριοθέτησή της με όποια κυβέρνηση της Λιβύης και με όποια κράτη συμφωνούν (π.χ. Κύπρος, Αίγυπτος). Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα θα μπορούσε να προτείνει στον Στρατηγό Χαφτάρ της οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας–Λιβύης με αντάλλαγμα την αναγνώρισή της κυβέρνησής του ως επίσημης κυβέρνησης της Λιβύης εκ μέρους της Ελλάδας. Η δημοσιοποίηση και μόνο της πρόθεσης αναγνώρισης της κυβέρνησης του Στρατηγού Χαφτάρ θα ασκούσε πίεση στην κυβέρνηση του Φαγέζ αλ Σαράζ να υπαναχωρήσει από την συμφωνία που υπέγραψε με την Τουρκία και να υπογράψει συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Ελλάδα. Δηλαδή η Ελλάδα θα έπρεπε να παίζει σε δύο ταμπλό με τις αντιμαχόμενες «κυβερνήσεις» της Λιβύης με απώτερο στόχο την οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Λιβύης και την ακύρωση της πρόσφατης συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ Τουρκίας-Λιβύης.
 
Για να γίνουν όμως όλα αυτά χρειάζεται στην Ελλάδα μία εθνικιστική κυβέρνηση και όχι φοβικές ξενόδουλες κυβερνήσεις. Στην παρούσα φάση η ελληνική κυβέρνηση έχει στριμωχθεί άσχημα. Μέχρι τώρα παρακολουθούσε ανέμελα τα τουρκικά ερευνητικά πλοία να παραβιάζουν την κυπριακή ΑΟΖ εκφράζοντας ευχολόγια. Τώρα ήρθε η σειρά της Ελλάδας να υποστεί τον τουρκικό επεκτατισμό και υποψιάζομαι ότι η παρούσα κυβέρνηση θα σταθεί κατώτερη των περιστάσεων αποδεχόμενη - εν τοις πράγμασι και παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της - την παραβίαση όχι μόνο της ΑΟΖ, που δεν έχει οριοθετήσει, αλλά και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας χωρίς καμία αντίδραση. Τα επικοινωνιακά παιχνίδια με την δήθεν διαρροή φωτογραφίας από ελληνικό μαχητικό αεροσκάφος να «λοκάρει» τουρκική φρεγάτα δεν πείθουν κανέναν ότι υπό το παρόν καθεστώς θα υπάρξει πολιτικός, που τολμήσει να θα δώσει εντολή στον πιλότο να πατήσει το κουμπί…
 
Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.