Ενάντια στη Δυστοπία του Μεταμοντερνισμού
Οι εξουσιαστές του «κόσμου τούτου» δε θέλουνε Λαό, θέλουνε «πλήθος». Δε θέλουνε Αριστοκρατία, θέλουνε «ελίτ». Επειδή φοβούνται την Κοινότητα, δημιουργούν με μεγάλη ευκολία, αλλά και σπουδή, «κοινότητες».
Ο Λαός είναι ένα ποιοτικό μέγεθος, σε αντίθεση με το «πλήθος» που είναι καθαρά ποσοτικό. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται απλά για άθροισμα εξατομικευμένων υπάρξεων «με ατομικιστική οντολογία, η οποία ορίζει τον άνθρωπο επί τη βάσει των επιθυμιών του».[1]
Ο Λαός έχει ταυτότητα, μνήμη, ραχοκοκαλιά, προγόνους και απογόνους, «νεκρούς και αγέννητους». Όταν έχει πλήρη συνείδηση της υπάρξεώς του είναι αληθινός φόβος για τον όποιο εξωτερικό εχθρό και εισβολέα και όχι «ευκολοκυβέρνητος» από την όποια εγχώρια «ελίτ». Είναι το μόνο αληθινό συλλογικό υποκείμενο, ικανό για αληθινές εξεγέρσεις απέναντι στο όποιο δυστοπικό καθεστώς. Το «πλήθος», αντίθετα, είναι ικανό μόνο για «χάος». Γι’ αυτό ο Λαός πρέπει να αποδομηθεί σε «πλήθος» (δεν είναι τυχαίο ότι ο Αντόνιο Νέγκρι, θεωρητικός του αντάρτικου πόλεων και της αυτονομίας, που εντάχτηκε στη ριζοσπαστική αριστερά, στο έργο του «Αυτοκρατορία», αντικαθιστά το «βιομηχανικό προλεταριάτο» του Μαρξ με τα «παγκοσμιοποιημένα πλήθη» ως το νέο «επαναστατικό υποκείμενο», αδυνατώντας (;) να αντιληφθεί ότι αυτού του τύπου τα «πλήθη» έχουν ήδη «ενσωματώσει» στο φαντασιακό τους τα «απορρέοντα» από την παγκοσμιοποιημένη «κουλτούρα», διαχειριστές της οποίας είναι οι «παγκοσμιοποιημένες ελίτ». Όπως γράφει ο Αδριανός Έριγκελ «στο σημείο αυτό ο Αντόνιο Νέγκρι και ο Μισέλ Φουκώ δίνουνε τα χέρια».
«…Οι ολιγαρχίες γνωρίζουν πως μόνο οι λαοί κάνουν επαναστάσεις, [2]ενώ ο «κόσμος» ή το «πλήθος» (τα πολιτικά υποκείμενα της φιλελεύθερης Αριστεράς) το πολύ πολύ να προκαλέσουν αταξία και χάος (δική μας σημείωση: Είναι άραγε τυχαίο που η , κατά τ’ άλλα ενδιαφέρουσα, ταινία “Joker”, υμνεί αυτό ακριβώς, το «παγκοσμιοποιημένο πλήθος» και το χάος που προκαλεί; ;Ένα χάος που δεν είναι «εξέγερση», πολλώ δε μάλλον «επανάσταση», αλλά εκτόνωση των προσωπικών απωθημένων του «ήρωα» και όσων «εμπνέονται» από αυτόν φορώντας την προσωπίδα του, ένα χάος, που σίγουρα η ψευδοελίτ διαχειρίστηκε, αφού έχασε κάποιους από τους επιφανείς «εκπροσώπους» της. Άλλωστε, η ταινία τελειώνει με την προσωπική κόλαση του «ήρωα» που μπέρδευε την πραγματικότητα με την δικές του εμμονές και, προφανώς, αφήνει να εννοηθεί, ότι αφού το πλήθος εκτονώθηκε, επέστρεψε στην καθημερινή δυστοπική πραγματικότητά του. Είναι, επαναλαμβάνουμε, τυχαίο ότι η συγκεκριμένη ταινία έτυχε τόσο ευρείας διαφήμισης , προώθησης και …αποθέωσης από το νεανικό, κυρίως, κοινό;). Γι’ αυτό οι ολιγαρχίες προσπαθούν να αποδομήσουν τους λαούς, να τους αναδιαμορφώσουν και να τους αντικαταστήσουν διά μέσου της μεταναστεύσεως, των μετεγκαταστάσεων των επιχειρήσεων και άλλων μεθόδων κοινωνικής μηχανικής. Εάν προκληθεί κοινωνικό χάος οι ολιγαρχίες θα το μετατρέψουν σε εργαλείο διακυβερνήσεως. Παρά τα φαινόμενα, το χάος δεν προκαλεί απρόβλεπτες συμπεριφορές αλλά συμπεριφορές λογικώς αναμενόμενες, βραχυπρόθεσμες, σπασμωδικές και προβλέψιμες. (Προφανώς, γι’ αυτό και οι «αντιεξουσιαστές» μπορεί να καίνε ολόκληρη την Αθήνα, αλλά δεν θεωρούνται ουσιαστική απειλή από το «σύστημα», απεναντίας …εισπράττουν «συμπάθεια» από πολλούς και διάφορους…)
Εν αντιθέσει προς το διαυγές πνεύμα των ιστορικώς συγκροτημένων λαών – οι οποίοι αν παραστεί ανάγκη εξεγείρονται κατά της εκάστοτε εξουσίας- οι αποδομημένες κοινωνίες αδυνατούν να επεξεργασθούν μακροπρόθεσμες στρατηγικές και περιορίζονται σε ενστικτώδεις αντιδράσεις, οι οποίες είναι εύκολο να υπερκερασθούν. Όσο διατηρούνται ηθελημένα και ελεγχόμενα, το χάος και η αναρχία μπορούν επίσης να είναι παράγοντες της κρατούσας τάξεως και αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της μεταμοντέρνας κοινωνικής μηχανικής…».
Όταν ο Λαός εμπνέεται από μια αληθινή Αριστοκρατία, είναι πραγματικά ένα ολοκληρωμένο οργανικό σύνολο. Πώς ορίζεται αυτή η Αριστοκρατία; «Η αληθινή αριστοκρατία αυτοπροσδιορίζεται όχι με βάση τα προνόμια, αλλά τα καθήκοντα και τους περιορισμούς που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό της. Τα όποια προνόμια θεμελιώνονται στα καθηκόντά της» (Αλαίν ντε Μπενουά).[3] «Σημάδια της ευγένειας: ποτέ να μη διανοούμαστε να υποβαθμίζουμε τα καθήκοντά μας σε καθήκοντα για τον καθένα΄ να μη θέλουμε να αποποιούμαστε ή να μοιραζόμαστε τις ευθύνες μας΄ να κατατάσσουμε τα προνόμιά μας και την άσκησή τους στα καθήκοντά μας» (Νίτσε).[4] «Η μετ’ ευβουλίας πλήθους αριστοκρατία» του Πλάτωνα. Είναι η αριστοκρατία του ήθους, του πνεύματος και του ηρωισμού, που ως «ήλιος» θερμαίνει με τις «ακτίνες» του τον Λαό. Η αληθινή αριστοκρατία είναι «πτωχή» γιατί δεν έχει ανάγκη από επιβράβευση ούτε από ανταλλάγματα για να κάνει το καθήκον της. Διακρίνεται από «αίσθηση ευθύνης», όχι από ναρκισσισμό, από ασκητικό ήθος, όχι από καταναλωτισμό. «Επιβάλλεται χωρίς καν να χρειάζεται κάνει αισθητή την παρουσία της» (Έβολα)[5], καθοδηγεί χωρίς να υπάρχει ανάγκη να αστυνομεύει. Γι’ αυτό στη θέση της μπήκανε οι ποικιλώνυμες «ελίτ» του χρήματος, του θεάματος, και της «πολιτικής» όπως την ξέρουμε.
Η Κοινότητα είναι θεμελιωμένη στη βιωμένη συλλογική, ιστορική εμπειρία. Γι’ αυτό αποδομείται σε «κοινότητες». «Κοινότητες νομαδικές/ μεταναστευτικές», «κοινότητες φύλου», «φεμινιστικές συλλογικότητες», η νεολαία διαχωρίζεται σε διάφορες «φυλές» ανάλογα με την εκάστοτε «κουλτούρα» ή υποκουλτούρα που χαρακτηρίζει τις επί μέρους ομάδες της.
Ξέρουμε ποιο είναι το διακύβευμα: Ο Λαός, όχι το «πλήθος». Η Κοινότητα, όχι οι «κοινότητες». Και ναι: Μια Αριστοκρατία άξια του ονόματός της. Μια οργανική θεώρηση ζωής ενάντια στη δυστοπία της αποδόμησης, ενάντια στη δυστοπία του Μεταμοντερνισμού.
[1] Maxime Ouellet, “La revolution culturelle du capital. Χρησιμοποιήθηκε ως «πηγή» στο βιβλίο του Αδριανού Έριγκελ, που αναφέρεται στην επόμενη υποσημείωση.
[2] Αδριανός Έριγκελ : «Κόκκινοι ή νεοφιλελεύθεροι; Η αποδόμηση της μεταμοντέρνας Αριστεράς». Δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη, στα τεύχη Β (Φθινόπωρο 2018) και Γ (Χεμώνας – Άνοιξη 2019) του περιοδικού «ΕΝΖΥΜΟ» και στη συνέχεια σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδόσεις του περιοδικού, «ΕΞΟΔΟΣ».
[3] Αλαίν ντε Μπενουά : «Οι ιδέες στα Ορθά»
[4] Φρειδερίκος Νίτσε: «Πέραν του Καλού και του Κακού»
[5] Ιούλιος Έβολα: «Άνθρωποι ανάμεσα στα ερείπια»