Του Θεοχάρη Σιώζου
O τρόπος με τον οποίο οι κυβερνώντες χειρίστηκαν τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας κατέδειξε ένα σημαντικότατο πρόβλημα, την έλλειψη θεσμικών αντιβάρων στην κυβέρνηση. Ένα πρόβλημα το οποίο δε φαίνεται να επιθυμούν να λύσουν, γιατί αυτό θα επέφερε περισσότερη πολιτική συνέπεια και θα δημιουργούσε μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα. Επί πλέον, και οι προς ώρας αντιπολιτευόμενοι θεωρούν, ορθώς, ότι την επομένη μπορεί να είναι οι ίδιοι κυβέρνηση, οπότε αυτοί έχουν συμφέρον να θέσουν το παρόν ζήτημα επί τάπητος.
Το πρόβλημα του ενός πόλου εξουσίας αναλύεται ως εξής: η καθ’ οιονδήποτε τρόπο σχηματισθείσα κυβερνητική πλειοψηφία δύναται να νομοθετεί και να δεσμεύει τη χώρα κατά βούληση. Ακούγεται λογικό, το πρόβλημα όμως εγείρεται όταν τα τα πεπραγμένα μιας κυβερνήσεως (μονοκομματικής ή πολυκομματικής) είναι διαφορετικά ή και αντίθετα με τις προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων που την απαρτίζουν. Σε αυτήν την περίπτωση η κυβέρνηση ελέγχεται μόνο κατά τρόπο πολιτικό. Έτσι, δημιουργούνται δύο ζητήματα τα οποία καθιστούν αναποτελεσματικό το παρόν πολίτευμα: αφ’ ενός η αντιπολίτευση, ελλείψει άλλων μέσων, «αντιπολιτεύεται για να αντιπολιτεύεται», οπότε ακόμη και όταν ορθώς στηλιτεύεται μια κυβερνητική επιλογή δεν υπάρχει νόημα καθώς παρατηρείται μια στείρα άρνηση ακόμη και σε μείζονος σημασίας ζητήματα, αφ’ ετέρου οι συμμετέχοντες στην πλειοψηφία πολύ σπάνια θα αντιταχθούν στην κυβερνητική πολιτική, ακόμη και αν είναι αντίθετη με τα όσα προεκλογικώς διεκήρυτταν, ακριβώς διότι αυτό θα πιστωθεί στο «αντίπαλο» κόμμα. Η στείρα αντιπολίτευση και η κομματική πειθαρχία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μόνος χαμένος των παραπάνω είναι ο λαός, ο οποίος βλέποντας τη βούλησή του να μη γίνεται σεβαστή από αυτούς τους οποίους ψήφισε απαξιώνει έτι περαιτέρω την εκλογική διαδικασία, καθώς αυτή καθίσταται άνευ νοήματος.
Ο ανωτέρω περιγραφείς θεσμικός φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει μόνο αν διαρραγεί η μονοπολικότητα της εξουσίας. Θα πρέπει να υπάρξουν θεσμοί οι οποίοι θα ενσωματώνουν τη λαϊκή βούληση στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, ώστε να τεθεί και ο λαός προ των ευθυνών του για τις επιλογές του, πράγμα αδύνατον όταν ψηφίζει «άσπρο» και βγαίνει «μαύρο». Μπορεί κανείς να σκεφτεί πολλές δικλείδες για να περιορίσει την κυβερνητική ασυδοσία, όπως π.χ. δημοψηφίσματα, έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας με ουσιαστικά καθήκοντα και όχι μόνο διακοσμητικό, μια Τοπική Αυτοδιοίκηση (εφ’ εξής Τ.Α.) με αυξημένα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Η ισχυροποίηση της Τ. Α. θεωρώ ότι είναι η πιο πρόσφορη λύση, καθώς είναι ένας θεσμός με ιστορική παράδοση, επιτρέπει στους πολίτες να έχουν μια πιο άμεση συμμετοχή στα κοινά, και αντίστοιχα επιβραβεύει τη συμμετοχή των πολιτών καθώς όσο πιο ενεργός είναι κάποιος τόσο πιο πιθανό είναι να ληφθεί υπ’ όψιν η άποψή του. Στον αντίποδα, επί του παρόντος, η Τ.Α. είναι πλήρως απαξιωμένη, οι πολίτες ψηφίζουν χαλαρά στις αυτοδιοικητικές εκλογές, και γενικώς θεωρείται «ουρά» της κεντρικής εξουσίας. Είναι δεδομένο, σε πρακτικό επίπεδο, πως η Τ.Α. θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματική σε ζητήματα τοπικής φύσεως, ληφθέντος υπ’ όψιν και του άκρως αθηνοκεντρικού χαρακτήρος του κράτους μας. Είναι εύλογοι οι φόβοι πως αν συναποφάσιζε με την κεντρική εξουσία, η Τ.Α. πάντοτε θα προσπαθούσε να ευνοήσει τους πολίτες της. Αλλά αν, κατά τρόπο αναγκαστικό, έπρεπε να συναινέσουν αμφότερες για τη λήψη μιας αποφάσεως, θα δημιουργείτο ένα κλίμα συναινέσεως με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Προφανώς κατά καιρούς θα υπήρχαν διαφωνίες οι οποίες θα οδηγούσαν σε σπασμωδική λειτουργία του θεσμού, η ιστορία όμως δείχνει (π.χ. το κυβερνητικό «λουκέτο» που επέβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος Trump όταν τα νομοθετικά σώματα δεν υπερψήφιζαν προϋπολογισμό περιέχοντα δαπάνη για τη δημιουργία τείχους ανάμεσα στις Η.Π.Α. και το Μεξικό) ότι οι σκόπελοι αυτοί προσπερνώνται.
Η Τ.Α. όμως, έτσι όπως λειτούργησε από τις εκλογές του 2019 και μέχρι πρό τινός, κατέρριψε το μύθο της ακυβερνησίας. Η απειλή της ακυβερνησίας είναι το επιχείρημα αυτών που επιθυμούν μια κραταιά κυβέρνηση, τόσο σε πολιτικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Με το εκλογικό σύστημα του 2019 εξελέγησαν Δήμαρχοι των οποίων η παράταξη δεν πλειοψηφούσε στο Δημοτικό Συμβούλιο. Αυτό δε σήμανε όμως την κατάρρευση της Τ.Α. . Αντιθέτως, τόσο ο Δήμαρχος όσο και η αντιπολίτευση αναγκάστηκαν να προβούν σε προγραμματικές συγκλίσεις , μοιραζόμενοι έτσι το κόστος και το όφελος των αποφάσεων, διευρύνοντας παράλληλα και την αποδοχή της ασκουμένης πολιτικής. Δέον να σημειωθεί πως οι νομοθετικές μεθοδεύσεις της κεντρικής εξουσίας για την αποφυγή της «ακυβερνησίας» στους Δήμους ελέγχονται από το ΣτΕ.
Με το παρόν επιχειρείται να καταγραφεί το θεσμικό-πολιτειακό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, και όχι να δοθεί μια πλήρης πρόταση για τη λύση του. Μια πλειοψηφία, η οποία μπορεί να προκύψει από υπόγειες ή και επίγειες συναλλαγές, δεν μπορεί να κυβερνά τη χώρα με «λευκή κόλλα», χωρίς καμμία δέσμευση και έλεγχο. Είναι προφανές ότι όλοι οι θεσμοί μπορεί να καταστούν διάτρητοι, αλλά δημιουργώντας μια θεσμική αλληλεξάρτηση, η διάτρηση καθίσταται ουσιωδώς δυσχερέστερη. Θα πρέπει να τεθεί, κατά δύναμιν, το ζήτημα αυτό στο δημόσιο διάλογο, ώστε να αποφύγουμε στο μέλλον μια ακόμη κατάσταση όπως αυτή της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπου ο λαός συμμετείχε κατά τρόπο μαζικότατο στα συλλαλητήρια εναντίον της, η κυβερνητική πλειοψηφία μεθόδευε την υπερψήφισή της, η αντιπολίτευση καιροσκοπούσε και εν τέλει υπεγράφη χωρίς πρόβλημα.
Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.