ΕΥΤΟΠΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ: ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
 
 
Γράφει ο Κώστας Τάταρης
 
Υπάρχουν δύο τρόποι για να «δούμε» την κοινωνία (και κατ’ επέκταση την Πολιτεία και τον πολιτισμό) : ο πρώτος είναι σαν μια καλοφτιαγμένη και καλολαδωμένη μηχανή (εξ’ ου και ο όρος «κοινωνική μηχανική»), ο δεύτερος ως ένα ζωντανό ανθρώπινο σώμα (η οργανική θεώρηση).
Η μηχανή κατασκευάζεται με συγκεκριμένες προδιαγραφές και για να παράξει ένα εκ των προτέρων σχεδιασμένο, μετρήσιμο αποτέλεσμα, τα μέρη της, τα εξαρτήματά της, είναι άψυχα. Τα πάντα σε μια μηχανή μπορούν ν’ αντικατασταθούν χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς δισταγμό, τα ανταλλακτικά υφίστανται «εν αφθονία», αναλώσιμα και άψυχα επίσης.
Η μηχανή νοείται ως το άθροισμα των εξαρτημάτων της (ποσοτική αντίληψη), όχι ως ένα οργανικό σύνολο, αντιθέτως, το ανθρώπινο σώμα είναι ένα οργανικό, ποιοτικό αποτέλεσμα που υπερβαίνει τα μέλη του (ποιοτική αντίληψη), που υπερβαίνει τα μέλη του. Το σώμα προσδιορίζεται ως ένα ζωντανό «όλον», με βάση το «όλον» ερμηνεύουμε το κάθε μέλος.
Στο σώμα (και όχι «κορμί»), που αποτελεί και αυτό μέρος μια ανώτερης διαλεκτικής, (ψυχή και σώμα είναι η αόρατη και ορατή πλευρά της ίδιας πραγματικότητας), ως οργανικό υπόδειγμα, βλέπουμε τη διαλεκτική ιεραρχίας και αλληλεγγύης – τους δύο πόλους της Κοινότητας.
Στο σώμα υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ιεραρχία, έκφραση της οποίας είναι η καρδιά ( «το κέντρο» της ύπαρξης, σύμφωνα και με την Ορθόδοξη Θεολογία), αλλά και ο ηγεμονικός νους και, βεβαίως, η έκφραση της ιεραρχίας συνίσταται στη «συναλληλία» καρδιάς και νου.
Όμως, υπό την εποπτεία αυτής της ιεραρχίας όλα τα υπόλοιπα μέρη – μέλη του σώματος λειτουργούν, ώστε το σώμα να είναι υγιές, εν κατακλείδι : τίποτα δεν είναι αναλώσιμο, τίποτα δεν περισσεύει, τίποτα δεν αντικαθίσταται, η απώλεια οποιουδήποτε ζωτικού οργάνου ή μέλους συνιστά μόνιμη αναπηρία για «το όλον».
Ένα «οργανικό» παράδειγμα είναι η συμφωνική ορχήστρα : Ο μαέστρος (ιεραρχία) διευθύνει την ορχήστρα που νοείται όχι ως ποσοτικό άθροισμα μουσικών οργάνων, αλλά ως ενιαίο οργανικό σύνολο, στο οποίο όλα είναι λειτουργικά και το «τελευταίο όργανο» έχει τη θέση του για να παραχθεί το αρμονικό αποτέλεσμα, ως ένα ακόμη παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί η αθλητική ομάδα.
Δεν υπάρχει εξισωτισμός, αλλά δεν υπάρχουν και «παρίες», οι πάντες απαραίτητοι, ουδείς αναλώσιμος : Ιεραρχία και αλληλεγγύη, αλληλεγγύη τόσο μεταξύ «κορυφής» και «βάσης», όσο και μεταξύ των διαφόρων μερών «της βάσης» - αυτή είναι η Οργανική Ιδέα.
Στην αντίθετη περίπτωση, τη μηχανική – ποσοτική, η διαλεκτική εξαρθρώνεται. Η ιεραρχία εκφυλίζεται σε ψευδο-ιεραρχίες ταξικότητα και «ελιτισμό» και η, εν πολλοίς, δικαιολογημένη αμφισβήτηση αυτού του τύπου της ιεραρχίας φέρει ένα επίσης τοξικό αποτέλεσμα , τον «εξισωτισμό», που όμως, επειδή δεν είναι συμβατός με τη φύση, δημιουργεί «νέου τύπου» ιεραρχίες το ίδιο ή και περισσότερο άδικες από τις ανατραπείσες. («Η Φάρμα των ζώων» του ευφυούς Όργουελ, στον οποίο θα επιμείνουμε, είναι μια αλληγορική, αριστοτεχνικά διατυπωμένη απεικόνιση αυτού του τύπου των «νέων» ιεραρχιών, αποτέλεσμα, η κοινωνική δυστοπία που μπορεί να φέρει διαφορετικά ενδύματα).
Υπάρχουν δύο αριστουργηματικά βιβλία[i] (τα οποία πρέπει πάντοτε να διαβάζονται παράλληλα), το «1984» (1949) του George Orwell και «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» (1932) του Aldus Haxley, δύο βιβλία αξεπέραστα ως ανατομία της δυστοπίας. Στην πρώτη περίπτωση το άτομο βρίσκεται υπό διαρκή επιτήρηση (ακόμα και στον «ιδιωτικό χώρο» του υπάρχει μια οθόνη που παρακολουθεί και τις παραμικρές κινήσεις του, συνεπώς δεν υφίσταται «ιδιωτικός χώρος»), ο «Μεγάλος Αδελφός» (άγνωστος, «ανέγγιχτος», μόνο ένα «πρόσωπο» με βαθύ και διεισδυτικό βλέμμα που κυριαρχεί παντού, στις οθόνες, τις αφίσσες, ακόμα και στην ετικέτα του άθλιου, φτηνού τζιν που «συμπληρώνει» ένα επίσης άθλιο γεύμα) είναι «πανταχού παρών» και δεν αρκείται μόνο στο να τον φοβάσαι, θέλει και να τον αγαπάς. Προκειμένου να τον αγαπήσεις, δηλαδή να του δοθείς ολόψυχα, «το σύστημα» έχει τον τρόπο (αν τον αμφισβητήσεις) όχι απλά να σε βασανίσει, αλλά να σε διαλύσει τελείως, να σε «αποσυναρμολογήσει» όπως ένα παιδί αποσυναρμολογεί το κουρδιστό παιχνίδι του και να «σε φτιάξει» εκ νέου θέτοντας πάλι σε λειτουργία το κουρδιστήρι, ο «ξαναφτιαγμένος» - αλλά αθεράπευτα πλέον διαλυμένος- «πολίτης» όχι απλά «θα έχει πάρει το μάθημά του», αλλά θα ΑΓΑΠΑΕΙ «ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΑΔΕΛΦΟ» και βέβαια η «αγάπη» ισορροπεί με το μίσος στον «προδότη», μίσος που –πρέπει να- είναι υστερικό, όπως υστερική είναι και «η λατρεία» (στη Β. Κορέα, για παράδειγμα, όταν πέθανε «ο πατέρας και αδελφός» είχαμε μαζικό υστερικό θρήνο, όποιος δεν μπορούσε να θρηνήσει πειστικά, πήγαινε «για ιδεολογική αναμόρφωση»).
Οι «πολίτες» ζουν το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας σ’ ένα «εργασιακό κοινόβιο», που μοιάζει με μυρμηγκοφωλιά, στο διάλειμμα του γεύματος ενημερώνονται από τις γιγαντοοθόνες για τα καθημερινά επιτεύγματα που παρουσιάζονται με τέτοιο πολύπλοκο τρόπο (σχεδιαγράμματα, στατιστικές) τον οποίο κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει και όλοι μένουν εντυπωσιασμένοι. Το καθεστώς μπορεί να είναι «κοινοβιακό», στην ουσία όμως είναι αντικοινωνικό. Η άδολη προσωπική επαφή αποθαρρύνεται, ο καθένας είναι φοβικός με τον διπλανό του, ο καθένας μπορεί να είναι – και χωρίς να το ξέρει – «εγκληματίας σκέψης», ο ερωτισμός αντιμετωπίζεται με πουριτανική ηθικολογία, η σεξουαλικότητα καταστέλλεται, διότι είναι «σπατάλη ενέργειας», πολύτιμης ενέργειας για την υπηρεσία στο Κόμμα (οι πιο «στρατευμένες» φορούν την κόκκινη «ζώνη αγνότητας»).
Εάν το Οργουελλιανό οικοδόμημα παραπέμπει σε έναν υλιστικής, οικονομικίστικης βάσης ολοκληρωτισμό (το «σοσιαλιστικό» παράδειγμα που τις πιο παροξυσμικές μορφές του τις είδαμε στην Χοτζική Αλβανία και σήμερα στη Β.Κορέα), στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» περιγράφεται μια «άλλου τύπου» δυστοπία, εκείνη του διαλυτικού λιμπεραλισμού και της νεωτερικότητας ή – καλύτερα- μετα-νεωτερικότητας- με τελείως διαφορετικά «παραδείγματα».
Εδώ «το σκηνικό» δεν είναι «κοινωνιοκρατικό», αλλά «ατομοκεντρικό».
Η (χωρίς ερωτισμό) σεξουαλικότητα όχι μόνο δεν καταπιέζεται, αλλά προβάλλεται ως μια ακόμα διασκέδαση, οι πολίτες έχουν άπειρες καταναλωτικές επιλογές, , ζουν σε μια διαρκή «νεότητα» μέχρι να πεθάνουν, διότι πρέπει να είναι μέχρι τέλους σεξουαλικά ποθητοί, διαρκώς ευτυχισμένοι ακόμα και με ψυχαγωγικές, όχι τοξικές, ψυχότροπες ουσίες (“soma”) , είναι «ατομοκεντρικοί καταναλωτές» σ’ ένα σύμπαν που κυριαρχούν οι νέες τεχνολογίες.
Ουσιαστικά «καταστολή» δεν υπάρχει, τουλάχιστον δεν είναι ορατή, υπάρχει η αποθέωση «του εφήμερου», της ηδονικής στιγμής, της με όλους τους τρόπους ευχαρίστησης, είναι «οι τελευταίοι άνθρωποι» του Νίτσε, αλλά και του… Φουκουγιάμα, το «άτομο» κέντρο του κόσμου, η ζωή είναι διασκέδαση, κατανάλωση και νέες τεχνολογίες.
Ποια είναι τα «κοινά σημεία» των –τόσο διαφορετικών, ως προς το περιέχομενο- δυστοπιών;
· Ο τρόπος που δομείται η ελίτ : Στο «1984» στην κορυφή βρίσκεται ο «Μεγάλος Αδελφός», στη συνέχεια οι «περί αυτού», «το Εσωτερικό Κόμμα», έπειτα το «Εξωτερικό Κόμμα» (οι «πολίτες») και τέλος οι παρίες, «οι προλετάριοι», που ζουν σε άθλια κατάσταση και «δεν είναι καν άνθρωποι». Στο παράδειγμα του Huxley η ελίτ αναπαράγεται μέσα από τον προγεννητικό έλεγχο (Α, Β, Γ, Δ, Ε), στη δυστοπία του Kafka είναι η απρόσωπη γραφειοκρατία, του Philip K.Dick οι μεγάλη εταιρεία που παράγει ρεπλίκες «πιο ανθρώπινες και από τον άνθρωπο». Το πιο σημαντικό είναι ότι «η ελίτ» δεν εκφράζει και δεν υπηρετεί ένα αξιακό σύστημα που να νοηματοδοτεί την ύπαρξη, δεν υπάρχει βέβαια «το ιερό», αλλά δεν υπάρχει και οποιαδήποτε αυθεντική αξία που σε πολιτική, αισθητική διάσταση να δίνει ουσιαστικό «νόημα» στην ύπαρξη και να δημιουργεί μια αληθινή αίσθηση Πεπρωμένου. Στο παράδειγμα του Orwell, υπάρχει η πατρίδα- αυτοκρατορία (Ωκεανία), αλλά ως «υποψία», όχι ως ζώσα πραγματικότητα. Ουσιαστικά «ο Μεγάλος Αδελφός» που πρέπει να τον υπηρετείς και να τον αγαπάς, είναι αυταξία, ο ίδιος το «κέντρο» του σύμπαντος, αλλά και το ίδιο το σύμπαν. Το ίδιο ισχύει και με τη γραφειοκρατική ελίτ του Kafka, ίδιο ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις.
· Ο τρόπος δόμησης και διαιώνισης της ελίτ προϋποθέτει τον ολοκληρωτικό έλεγχο των πολιτών, ανεξάρτητα αν «ο έλεγχος» γίνεται με την εξοντωτική ψυχολογικά γραφειοκρατία, με «κατασταλτικούς» ή «ευχάριστους» τρόπους. Ο έλεγχος αποσκοπεί και πετυχαίνει τη διάλυση και από-προσωποίηση του ανθρώπου. Δεν υπάρχουν πρόσωπα, αλλά απρόσωπα άτομα. Η διάλυση ολοκληρώνεται με το Newspeak (μια αποστειρωμένη, εργαλειακή γλώσσα με φτωχό λεξιλόγιο) ή με ψυχότροπες ουσίες (soma), με έναν εικονικό, τεχνολογικά κατασκευασμένο κόσμο. Σε όλες τις δυστοπικές περιπτώσεις έχουμε το διαλυμένο, απρόσωπο άτομο.
· Η Ιστορία, δηλαδή η βιωμένη συλλογική εμπειρία, είτε ανασκευάζεται καθημερινά (1984), είτε απλά δεν υπάρχει, τόσο στη μια , όσο και στην άλλη περίπτωση η ιστορία είναι φάρσα΄ « … «Θυμάστε όλοι», είπε ο συντονιστής, «θυμάστε όλοι, υποθέτω, αυτό το ωραίο και εμπνευσμένο ρητό του Μεγάλου μας Φορντ; Η Ιστορία είναι φάρσα. Η Ιστορία», επανέλαβε χαμηλόφωνα, «είναι φάρσα».
Κούνησε το χέρι του . Σαν να κρατούσε ένα αόρατο ξεσκονιστήρι από φτερά, σκούπισε λίγη σκόνη και η σκόνη ήταν η Χάραπα, ήταν το Ουρ των Χαλδαίων, κάποιοι ιστοί αράχνης και ήταν οι Θήβες και η Βαβυλώνα και οι Μυκήνες και η Κνωσός. Ακόμα μια κίνηση με το ξεσκονιστήρι και που ήταν ο Οδυσσέας, που ήταν ο Ιώβ, που ήταν ο Γκοτάμα και ο Ιησούς ; Ακόμα μια κίνηση- και κείνες οι κηλίδες αρχαίας σκουριάς που τις ονόμασαν Αθήναι και Ρώμη, Ιερουσαλήμ και Αίγυπτος όλες εξαφανίστηκαν. Κίνηση- η θέση που ήταν η Ιταλία, άδεια. Κίνηση με το ξεσκονιστήρι οι Μητροπόλεις΄Κίνηση, κίνηση, πάει ο «Βασιλιάς Ληρ» και «Οι Σκέψεις» του Πασκάλ. Κίνηση, πάει το «Πάθος». Κίνηση, πάει το «Ρέκβιεμ». Κίνηση, η Συμφωνία΄ Κίνηση…»(από το «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος»).
· Όλες οι περιπτώσεις δυστοπίας, είναι αποτελέσματα «κοινωνικής μηχανικής». Κοινωνία – μηχανή κατασκευασμένη για να παράγει προβέψιμα, ποσοτικά αποτελέσματα. Ανεξάρτητα από το «περιεχόμενο» η ουσία της δυστοπίας είναι η ίδια.
Απέναντι στην όποια δυστοπία, η απάντηση είναι η ευτοπία, που προϋποθέτει βιωμένη ιστορική εμπειρία, όχι η νεφελοκοκκυγία της «ουτοπίας» ενός αχαρτογράφητου μέλλοντος, που συνήθως παράγει καινούργιες δυστοπίες. Στη δική μας κοσμοαντίληψη η κοινωνία δε νοείται ως άθροισμα ατόμων, αλλά ως συνύπαρξη προσώπων. Το πρόσωπο έχει εστία και ταυτότητα, είναι ο φορέας συλλογικής μνήμης κι ενόρασης, έχει αίσθηση συλλογικού Πεπρωμένου. Δεν στοιβαζόμαστε στη κολεκτιβιστική μυρμηγκοφωλιά ούτε είμαστε «οι μοναχικοί λύκοι» της καπιταλιστικής στέπας, ανέστιοι και άριζοι, ηδονιζόμενοι με το όποιο “soma” ή βολευόμενοι σ΄ ένα κατασκευασμένο Matrix΄ τα πρόσωπα λειτουργούν ως ομοτράπεζοι, αυτεξούσια και με αληθινή αίσθηση του «κοινωνείν».
Η ιεραρχία και η αλληλεγγύη αλληλοσυμπληρώνονται, ο κοινοτισμός τίθεται στη βάση της περί κοινωνίας αντίληψης, η σωστά λειτουργούσα κοινωνία είναι κοινωνία με αίσθηση του Ιερού, ταυτότητα, ραχοκοκκαλιά γιατί η «πολυπολιτισμικότητα» είναι το καύσιμο της δυστοπίας «κολεκτιβιστικής» ή «ατομοκεντρικής» αδιάφορο και εμπεριέχει τη διάλυση και την αποσύνθεση. Η ευτοπία προϋποθέτει το ουσιώδες τρίπτυχο που είναι ο δικός μας οδοδείκτης: ΠΑΡΑΔΟΣΗ – ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ –ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ.
 
[i] Πέρα από αυτούς τους δύο θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνουμε τους Philip Dick και Franz Kafka. Στην περίπτωση του πρώτου, ιδιαίτερα στο βιβλίο του “Do androids of Electric ShIp ?”, 1968, το οποίο γυρίστηκε ταινία (η εξαιρετική ταινία “Blade Runner”, ένα αληθινό διαμάντι του φανταστικού κινηματογράφου» περιγράφεται μια δυστοπική πολυπολιτισμική μεγαλούπολη, την οποία κυβερνούν οι μεγάλες εταιρείες και πιο συγκεκριμένα μια εταιρεία που κατασκευάζει ανθρώπινες ρεπλίκες , προϊόντα «πιο ανθρώπινα και από τον άνθρωπο». Ο Kafka με τη «Δίκη» και τον «Πύργο» περιγράφει μια κοινωνική κατασκευή όπου η απρόσωπη γραφειοκρατία συνθλίβει το μοναχικό άτομο που πρέπει πάντα να «συμμορφώνεται» με άγνωστες, μη προβλέψιμες, ακατανόητες «αποφάσεις» που διαλύουν κυριολεκτικά την προσωπικότητά του. Βεβαίως, και τον αγωνιστή Αλεξάντρ Σολζενίτσιν που περιέγραψε με εμπνμευσμένη γραφή τη δυστοπία που βίωσε «στο αρχιπέλαγος των γκούλαγκ». Μια ακόμα ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι «Το μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Καίσλερ, που αναφέρεται στις «Δίκες της Μόσχας».
 
Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.