Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.
 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

 

Του Άρη Πετράκη

 

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος[1] ήταν στρατιωτική σύρραξη στην οποίαν συμμετείχαν τα περισσότερα κράτη του κόσμου, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο αντίθετες συμμαχίες, των Συμμάχων και του Άξονα. Υπήρξε η αιματηρότερη πολεμική σύρραξη καθόσον έχασαν τη ζωή τους πάνω από 60 εκατομμύρια άνθρωποι, οι περισσότεροι εξ αυτών άμαχοι.

Ημερομηνία πραγματικής έναρξης του Β΄ ΠΠ θεωρείται η 1-9-1939, κατά την οποία ο Χίτλερ, χωρίς να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Πολωνίας εξαπολύει τα στρατεύματά του εναντίον της και βομβαρδίζει με αεροπλάνα τις πόλεις της. Ημερομηνία επίσημης έναρξης του πολέμου θεωρείται η 3-9-1939, οπότε η Αγγλία και η Γαλλία, έπειτα από την άρνηση της Γερμανίας να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Πολωνία, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της. Ο Β΄ ΠΠ στην Ευρώπη έληξε το Μάιο του 1945 με την ήττα των Δυνάμεων του Άξονα[2] και την ανάδειξη της Ε.Σ.Σ.Δ. και των Η.Π.Α. στις δύο υπερδυνάμεις του πλανήτη.

Η Ελλάδα εισήλθε στον Β΄ ΠΠ στο πλευρό των Συμμάχων, όταν την 28-10-1940 ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, που διήρκεσε μέχρι την 23-4-1941. Ο πόλεμος αυτός ήταν αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής της Ιταλίας, η οποία νωρίτερα - την άνοιξη του 1939 - είχε κατακτήσει την Αλβανία. Ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

Επίσημη έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου θεωρείται η ιδιόχειρη επίδοση τελεσιγράφου τις πρώτες πρωινές ώρες της 28-10-1940 από τον Ιταλό Πρέσβη στην Αθήνα, Εμμανουέλε Γκράτσι, προς τον Εθνικό Κυβερνήτη Ι. Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Κατόπιν της ρητής άρνησης του Ι. Μεταξά, οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις επικουρούμενες και από αλβανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα την 5:30΄ της 28-10-1940, μισή ώρα πριν τη λήξη του τελεσιγράφου.

Την ίδια ημέρα στην Ελλάδα κηρύχθηκε γενική επιστράτευση με την έκδοση των σχετικών Β.Δ.[3] και σύμφωνα με τον Α.Ν. 2606/1940[4] η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Με το Β.Δ. της 10-11-1940[5] η Ιταλία και η Αλβανία ορίσθηκαν ως εχθρικά κράτη κατά την έννοια του Α.Ν. 2636/1940[6] από την 28-10-1940.

Ο ελληνικός στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση. Την 4-12-1940 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Πόγραδετς. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα είχε αποτύχει και ο ελληνικός στρατός, μάλιστα, είχε προχωρήσει μέχρι την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο. Ο Ι. Μεταξάς απεβίωσε υπό περίεργες συνθήκες την 29-1-1941. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Α. Κοριζή, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Ταυτόχρονα έγινε αθρόα αντικατάσταση πολλών σωματαρχών (Δράκος, Κοσμάς, Παπαδόπουλος, Γεωργούλης κ.α.) όσο πλησίαζε η γερμανική επίθεση. Ο Αντιστράτηγος Τσολάκογλου γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του: «Την επομένην ημέραν (7 Μαρτίου) […] έμαθον ότι οι στρατηγοί Κοσμάς του Α΄ Σώματος και Παπαδόπουλος του Β΄ Σώματος απεστρατεύοντο αντικαθιστάμενοι αντιστοίχως παρά του Αντιστρατήγου Δεμέστιχα και του Υποστρατήγου Μπάκου (ο κ. Δεμέστιχας είχε απομακρυνθή εκ του ιδίου Σώματος προ τριών μηνών). Επί πλέον τούτων αντικατεστάθη και ο Διοικητής του Τ.Σ.Η. Αντιστράτηγος Δράκος, αποστρατευθείς όλως αναιτίως και ωρίζετο εις την θέσιν του ο Διοικητής του Τ.Σ.Δ.Μ. αντιστράτηγος Πιτσίκας. Αντί του στρατηγού Πιτσίκα ωρίσθην ο υποφαινόμενος ως Διοικητής Τμήματος Στρατιάς. Αι αντικαταστάσεις συνεχρονίσθησαν με την εξαπόλυσιν της εαρινής επιθέσεως του εχθρού […]»[7]. Η εαρινή αντεπίθεση των Ιταλών, που ξεκίνησε στις 9-3-1941 ενόψει της προετοιμαζόμενης γερμανικής επίθεσης κατά της Ελλάδας μέσω της Βουλγαρίας, απέτυχε, καθώς είχε ως κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας.

Η πανωλεθρία των Ιταλών υποχρέωσε τους Γερμανούς να παρέμβουν. Την 2-3-1940 γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο βουλγαρικό έδαφος από τη Ρουμανία, κατέλαβαν τα αεροδρόμιά της Βουλγαρίας και εντός μίας εβδομάδας έφτασαν στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Τις ίδιες ημέρες ανακοινώθηκε και η προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Άξονα.

Το πρωί της 6-4-1941 ξεκίνησε η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, όμως οι απόψεις περί της ακριβούς ώρας έναρξής της διίστανται. Σύμφωνα με τον Κοραντή[8], την 6-4-1941 περί ώρα 05:45΄ ο Γερμανός πρέσβυς στην Αθήνα, φον Έρμπαχ, ενεχείρισε στον Πρωθυπουργό Α. Κοριζή διακοίνωση με την οποία ανακοινώνονταν η επίθεση του Γερμανικού στρατού που είχε ήδη  ξεκινήσει την 05:15΄. Σύμφωνα με τον Χολέβα[9], την 6-4-1941 τα γερμανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν ταυτόχρονη επίθεση εναντίον τόσο της Γιουγκοσλαβίας όσο και της Ελλάδας, έπειτα από την επίδοση διακοίνωσης προς τον πρέσβυ της Ελλάδας στο Βερολίνο την 06:15΄ της ίδιας ημέρας, με την οποία αναγγέλθηκε στον Έλληνα πρωθυπουργό Α. Κοριζή η κήρυξη του πολέμου της Γερμανίας κατά της Ελλάδας[10]. Την ίδια ημέρα ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο Πρωθυπουργός Α. Κοριζής απηύθυναν διαγγέλματα[11] προς τον Ελληνικό Λαό με τα οποία τον ενημέρωναν για τη γερμανική επίθεση. Στο διάγγελμά του προς τον Ελληνικό Λαό ο Πρωθυπουργός Α. Κοριζής ανέφερε ότι «Ο Πρεσβευτής της Γερμανίας επεσκέφθη σήμερον την 5:30΄ πρωϊνήν τον Πρωθυπουργόν και ανεκοίνωσεν αυτώ εκ μέρους της Κυβερνήσεώς του ότι ο Γερμανικός στρατός θα επιτεθή κατά της Ελλάδος. Ταυτόχρονα εκ των συνόρων πληροφορίαι έφερον πραγματοποιουμένην αμέσως την γερμανικήν απειλήν […]». Σύμφωνα, δηλαδή, με την επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης, ο ελληνογερμανικός πόλεμος  ξεκίνησε τυπικά και ουσιαστικά την 05:30΄ - και όχι την 05:45΄ ή την 06:15΄ - της 6-4-1941. Η Γιουγκοσλαβία παραδόθηκε στις 14-4-1941 και συνθηκολόγησε την 17-4-1941[12]. Μέσω του εδάφους της τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από την περιοχή της δυτικής Μακεδονίας, υπερφαλαγγίζοντας τη γραμμή Μεταξά, η οποία με οχυρά όπως αυτό του Ρούπελ κράτησε τις αμυντικές θέσεις της χωρίς να διασπασθεί. Ο γερμανικός στρατός διεισδύει μέσω της λίμνης Δοϊράνης, προελαύνει ταχύτατα μη συναντώντας αντίσταση και ύστερα από δύο ημέρες καταλαμβάνει την Θεσσαλονίκη. Την 9-4-1941 ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, υπέγραψε πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως με τους Γερμανούς, παρόλο που το μέτωπο δεν είχε καταρρεύσει, διότι η γραμμή Μεταξά ήταν περικυκλωμένη. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε το Β.Δ. της 9-4-1941[13] με το οποίο η Γερμανία ορίστηκε ως εχθρικό κράτος, κατά την έννοια του Α.Ν. 2636/1940[14], από την 6-4-1941. Το ανωτέρω Β.Δ. δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 12-4-1941.

Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, ταυτόχρονα με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12-4-1941, ο ελληνικός στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Τα γερμανικά στρατεύματα σταδιακά προωθήθηκαν προς την Αθήνα. Την 20-4-1941 κατέλαβαν τη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Την ίδια ημέρα και ώρα 18:00΄ ο Αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου, διοικητής του Γ΄ ΣΣ, υπέγραψε πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως των ελληνικών μονάδων του αλβανικού μετώπου με τους Γερμανούς. Ο Βελλιάδης υποστηρίζει ότι «την συνθηκολόγηση υπέγραψε (ενν. ο Τσολάκογλου) όχι εκ μέρους ολόκληρου του ελληνικού στρατού, αλλά μόνον για τα τμήματα της Ηπείρου και της Δ. Μακεδονίας» και ότι «οι όροι του υπογραφέντος πρωτοκόλλου ήσαν άκρως ευνοϊκοί για την ελληνική πλευρά, διότι απεφεύγετο κυρίως η παράδοση του ελληνικού στρατού στους Ιταλούς»[15]. Ακολούθως, ο Αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου την 21-4-1941 υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση και την 23-4-1941 δεύτερο πρωτόκολλο παραδόσεως, με δυσμενέστερους όρους από το πρώτο, στη Γερμανία[16]. Την προηγούμενη ημέρα τα γερμανικά στρατεύματα είχαν εισέλθει στον Βόλο και τη Λαμία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η νομική ισχύς όσων υπέγραψε ο Αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου την 21-4-1941 και την 23-4-1941 αμφισβητείται διότι από την 20-4-1941, οπότε και υπέγραψε το πρώτο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, ο ίδιος απέκτησε εν τοις πράγμασιν την ιδιότητα του αιχμαλώτου πολέμου, ή έστω του στρατιωτικού που έχει τεθεί εκτός μάχης, παρότι στο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης υπήρχε όρος ότι οι αξιωματικοί τιμητικώς θα διατηρούσαν την εξάρτυση και τον οπλισμό τους μη θεωρούμενοι αιχμάλωτοι πολέμου. Συνεπώς, δεν είχε την δυνατότητα να διαπραγματευθεί υπό καθεστώς ελευθερίας οποιοδήποτε πρωτόκολλο συνθηκολόγησης ή παράδοσης στον εχθρό, αφού πλέον δεν είχε την ιδιότητα του στρατιωτικού που πολεμούσε αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί είτε αιχμάλωτος πολέμου είτε στρατιωτικός που έχει τεθεί εκτός μάχης..

Οι συγκρούσεις τους ελληνικού με τον ιταλικό στρατό στην Ήπειρο συνεχίστηκαν μέχρι την 23-4-1940, διότι οι Έλληνες δεν είχαν συνθηκολογήσει μ’ αυτούς. Τελικά την 23-4-1940 υπογράφηκε πρωτόκολλο συνθηκολόγησης και με τους Ιταλούς και την ίδια ημέρα όλα τα μέλη τα ελληνικής κυβέρνησης αναχώρησαν για την Κρήτη[17].

Μεταξύ 16 και 18 Απριλίου συζητείται η αναχώρηση της κυβέρνησης από την Αθήνα, η οποία αναβάλλεται λόγω της αυτοκτονίας του Πρωθυπουργού Α. Κοριζή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ πριν εγκαταλείψει την Αθήνα επιθυμεί να ορκίσει νέα κυβέρνηση στην πρωτεύουσα για να μην υπάρξει διακοπή της κυβερνητικής συνέχειας. Τελικά την 21-4-1941 ο Ε. Ι. Τσουδερός ορκίστηκε πρωθυπουργός και στις 02:30΄ της 23-4-1941 αναχώρησε με υδροπλάνο για την Κρήτη[18].

Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης Ε. Ι. Τσουδερός απηύθυναν διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό την 22-4-1941 και την 23-4-1941 αντίστοιχα[19], με τα οποία τον ενημέρωναν για τη μετακίνηση της κυβέρνησης και τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Κρήτη. Επίσης αμφότεροι εξέφραζαν την αποδοκιμασία τους προς την εν αγνοία τους και άνευ εξουσιοδοτήσεώς τους υπογραφή πρωτοκόλλων συνθηκολογήσεως και δήλωναν ότι αυτό δεν δεσμεύει την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα συνέχιζε τον πόλεμο με τις δυνάμεις που της είχαν απομείνει.   

Την 25-4-1941 εγκαταλείφθηκε η αμυντική γραμμή στον Αλιάκμονα και οι Άγγλοι αποχώρησαν από τις Θερμοπύλες κινούμενοι προς το νότο. Τα γερμανικά στρατεύματα την 26-4-1940 κατέλαβαν την Κόρινθο και τη Θήβα, την 27-4-1941 εισήλθαν στην Αθήνα και λίγες μέρες αργότερα έφτασαν στη νότιο Πελοπόννησο.

Στις 29-4-1941 ο Στρατηγός Γ. Τσολάκογλου απηύθυνε προκήρυξη προς τον Ελληνικό Λαό[20] με την οποία τον ενημέρωνε ότι κατόπιν της φυγής της Ελληνικής Κυβέρνησης σχηματίστηκε υπό την προεδρία του νέα κυβέρνηση, η οποία θα είναι η μοναδική νόμιμη κυβέρνηση στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα συνέχισαν να μάχονται οι Βρετανικές δυνάμεις μέχρι τις 27 Μαΐου θέλοντας να βρουν διέξοδο για να διαφύγουν. Η δραστηριότητα των βρετανικών δυνάμεων και των λοιπών δυνάμεων της βρετανικής Κοινοπολιτείας στην Ελλάδα έληξε με τη Μάχη της Κρήτης, έπειτα από την οποία στα τέλη Μαΐου 1941 ολόκληρη η ελληνική επικράτεια είχε καταληφθεί από τους τέσσερεις εισβολείς (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία, Αλβανία).

Έτσι ξεκίνησε η τριπλή κατοχή του συνόλου της ελληνικής επικράτειας όχι μόνο από τη Γερμανία και την Ιταλία αλλά και τη Βουλγαρία, καθόσον οι Γερμανοί είχαν επιτρέψει στους Βούλγαρους να εισέλθουν και να καταλάβουν την 21-4-1942 ελληνικά εδάφη κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, διότι η Βουλγαρία ουδέποτε κήρυξε επίσημα πόλεμο εναντίον της Ελλάδας[21]. Η Ιταλία είχε προσαρτήσει την Αλβανία και αλβανικές στρατιωτικές μονάδες συμμετείχαν στον πόλεμο και στην κατοχή στο πλευρό των Ιταλών. Η κατεχόμενη Ελλάδα χωρίστηκε σε τρείς ζώνες κατοχής: τη γερμανική (Κρήτη, Αττική, ορισμένα νησιά του Αιγαίου, το Μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας και μία ζώνη έκτασης 2.800 τετραγωνικά χιλιόμετρα κατά μήκος του Έβρου, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το Σβίλεγκραντ της Βουλγαρίας), τη βουλγαρική (ανατολική Μακεδονία και Θράκη, μεταξύ Στρυμόνα και Έβρου με εξαίρεση μία ζώνη κατά μήκος του Έβρου, Θάσος και Σαμοθράκη) και την ιταλική (η υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, τα μη γερμανοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου και τα Επτάνησα)[22]. Με το Κανονιστικό Διάταγμα της 11-8-1941 «περί κηρύξεως της λήξεως της εμπολέμου καταστάσεως»[23], που εκδόθηκε από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου και δημοσιεύθηκε την 13-8-1941, έληξε τυπικά η εμπόλεμη κατάσταση που είχε αρχίσει την 28-10-1940, όταν με τα Β.Δ. της ίδιας ημερομηνίας κηρύχθηκε γενική επιστράτευση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Μεγάλο μέρος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που διέφυγαν από την Ελλάδα συνέχισαν τον αγώνα τους στη Β. Αφρική, τη Μεσόγειο και την Ευρώπη μέχρι τη λήξη του Β΄ ΠΠ. Επίσης οι Έλληνες δε σταμάτησαν να πολεμούν τους κατακτητές στην κατεχόμενη Ελλάδα δημιουργώντας κίνημα εθνικής αντίστασης.

Υπό το πρίσμα των διαγγελμάτων του Γεωργίου Β΄ και του Ε. Ι. Τσουδερού και του γεγονότος ότι μετά τη Μάχη της Κρήτης οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις συνέχισαν να πολεμούν τις δυνάμεις του Άξονα στη Μ. Ανατολή, την Αφρική και τη Μεσόγειο στο πλευρό των Συμμάχων τίθεται εν αμφιβολία αν οι συμβάσεις συνθηκολογήσεως με τη Γερμανία και την Ιταλία και το Κ.Δ. της 11-8-1941 της Κυβέρνησης Τσολάκογλου πράγματι περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλογερμανικό πόλεμο.

Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας την 3-9-1943 υπήρξε κρίσιμο σημείο στην ιστορία του Β΄ ΠΠ για την Ελλάδα καθόσον μετά από αυτή οι Γερμανοί κατέλαβαν τα εδάφη που κατείχε η Ιταλία. Στις αρχές Οκτωβρίου 1944 τα γερμανικά στρατεύματα σταδιακά άρχισαν να υποχωρούν προς Βορρά για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους και στις 18-10-1944 αποβιβάστηκε στον Πειραιά η «εξόριστη» ελληνική κυβέρνηση. Η κατοχή ουσιαστικά είχε λήξει[24] για την Αθήνα και τις επόμενες ημέρες έληξε και στις υπόλοιπες περιοχές σε διαφορετική ημερομηνία με τη σταδιακή αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Οι Βούλγαροι επίσης αποχώρησαν τον Οκτώβριο του 1944 από τα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη[25].

Ο Β΄ ΠΠ τελείωσε επίσημα με την κατάληψη του Βερολίνου από τους Συμμάχους και την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας την 7-5-1945, σύμφωνα με την οποία οι μάχες σταμάτησαν τα μεσάνυχτα της 8 προς 9 Μαΐου 1945. Στην Ελλάδα, όπως και στα υπόλοιπα συμμαχικά κράτη, καθιερώθηκε η 9η Μαΐου ως ημέρα εορτασμού της λήξης του Β΄ ΠΠ[26]. Ακολούθησε ο διαμελισμός της Γερμανίας σε ζώνες ευθύνης (Η.Π.Α., Ε.Σ.Σ.Δ., Αγγλία, Γαλλία) και λίγο αργότερα ο Ψυχρός Πόλεμος.

Ο Ζολώτας κάνει τον παρακάτω απολογισμό του ελληνοϊταλογερμανικού πολέμου και της Κατοχής: «Η Ελλάς είχεν απωλείας (νεκρούς και τραυματίας) συνεπεία της γερμανικής επιθέσεως, ανερχομένας εις 3.500 περίπου άνδρας, εκτός των 13.500 νεκρών του Ελληνοϊταλικού πολέμου, και διετέλεσε υπό κατοχήν επί 3 ½ έτη (29 Απριλίου 1941 - 12 Οκτωβρίου 1944). Τμήμα της Βορείου Ελλάδος (Ανατολική Μακεδονία, μετά της Καβάλας, Δυτική Θράκη) κατελήφθησαν υπό των Βουλγάρων, προβάντων εις αφαντάστους ωμότητας, καταστροφάς και προσπάθειαν αφελληνισμού. Η υπόλοιπος Ελλάς κατελήφθη υπό των γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων, υποστάσα απώλειαν του 1/10 του τότε πληθυσμού της (7.000.000) και σχεδόν ολικήν απώλειαν του πλούτου της. Επείνασεν φρικωδώς ιδίως κατά τον χειμώναν 1941-1942. Ηναγκάσθη να αντισταθή ενόπλως κατά των Γερμανών, με αποτέλεσμα ομαδικάς σφαγάς και εκτελέσεις (Καλάβρυτα, Δίστομον, Κάνδανος, Κομμένο Άρτης, εκτελέσεις ομήρων κ.α.). Το σπουδαιότερον πάντως είναι ότι η γερμανική κατοχή εδίχασεν τον ελληνικόν λαόν και επέτρεψε την δημιουργίαν του Κ.Κ.Ε.-Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ., το οποίον κατέσφαξε δεκάδες χιλιάδας Ελλήνων κατά την κατοχήν, προέβη εις τα κινήματα της Μέσης Ανατολής εις βάρος της Ελλάδος, εις το Κίνημα του Δεκεμβρίου 1944 δι’ αφαντάστων σφαγών και βασανισμών επίσης και τελικώς εις τον συμμοριτοπόλεμον 1946-1949, ο οποίος επεσώρευσεν νέα δεινά μετά την αποχώρησιν των Γερμανών. Μόνον οι νεκροί του συμμοριτοπολέμου επί του πεδίου της μάχης ανήλθαν περίπου εις 13.500, όσοι και οι νεκροί εκ του ελληνοϊταλικού πολέμου, πλην των νεκρών κομμουνιστών, των απωλειών της υπαίθρου και του παιδομαζώματος. Ουσιαστικώς η Ελλάς διετέλεσεν εν πολέμω καθ’ όλην την δεκαετίαν 1940-1950 και ήρξατο να ανασυγκροτήται μόλις από του έτους 1951»[27].

 

ΠΗΓΕΣ

 α) Βιβλία

  • Βακαλόπουλος Α., Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Βελλιάδης Α., Κατοχή, γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-1944, Αθήνα 2008.
  • Ζολώτας Α., Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του Ελληνοϊταλικού πολέμου: Η προσπάθεια της Γερμανίας προς τερματισμόν του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Κακώς απερίφθη;, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Κοραντής Α., Αλέξανδρος Παπάγος και ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941, Αθήνα 1995.
  • Νικολάου Μ., Όψεις του δωσιλογισμού στη Θράκη, Κομοτηνή 2012.
  • Παπαφλωράτος Ι., Νυρεμβέργη 1945, Η Δίκη που σφράγισε το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, Αθήνα 2010.
  • Τσολάκογλου Γ., Απομνημονεύματα, Αθήναι 1959.

 β) Άρθρα

  • Παπαφλωράτος Ι., «Τα επακόλουθα της προελάσεως των γερμανικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2/2012 (Μαρ.-Απρ.).
  • Φραγκίστας Χ., «Νομικά ζητήματα μετά την βουλγαρικήν κατοχήν», Αρμενόπουλος, 1948.

 γ) Νομοθεσία

  • Σύμβασης της Χάγης IV του 1907 «περί των νόμων και εθίμων του κατά ξηράν πολέμου».
  • Β.Δ. της 28-10-1940 «Περί κηρύξεως γενικής επιστρατεύσεως» (ΦΕΚ Α΄ 337/28-10-1940).
  • Β.Δ. της 28-10-1940 «Περί επιστρατεύσεως του κατά θάλασσαν Στρατού και του Λιμενικού Σώματος» (ΦΕΚ Α΄ 337α/28-10-1940).
  • Β.Δ. της 28-10-1940 «Περί θέσεως της Βασιλικής Αεροπορίας εις Εμπόλεμον κατάστασιν» (ΦΕΚ Α΄ 340/28-10-1940).
  • Α.Ν. 2606/1940 «Περί κηρύξεως της Επικρατείας εις κατάστασιν πολιορκίας» (ΦΕΚ Α΄ 338/28-10-1940).
  • Β.Δ. της 10-11-1940 «περί ορισμού ως εχθρικών Κρατών κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ’ αριθ. 2636/1940 της Ιταλίας και Αλβανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς τα κράτη ταύτα των διατάξεων του ανωτέρου Νόμου» (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940).
  • Α.Ν. 2636/1940 «περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών» (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940).
  • Β.Δ. της 9-4-1941 «περί ορισμού ως εχθρικού κράτους κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ’ αριθ. 2636/40 της Γερμανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς το κράτος τούτο των διατάξεων του ανωτέρω Νόμου» (ΦΕΚ Α΄ 118/12-4-1941).
  • Κ.Δ. της 11-8-1941 «περί κηρύξεως της λήξεως της εμπολέμου καταστάσεως» (ΦΕΚ Α΄ 272/13-8-1941).
  • Ν. 2703/1999, άρθρο 4 παρ. 1 (ΦΕΚ  Α΄ 72/8-4-1999).

 δ) Διαγγέλματα

  • «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 103/6-4-1941).
  • «Διάγγελμα του Πρωθυπουργού Α. Κοριζή προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 104/6-4-1941).
  • «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 22-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 139/23-4-1941).
  • «Διάγγελμα του Προέδρου της Κυβερνήσεως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 23-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 140/23-4-1941).
  • «Προκήρυξις προς τον ελληνικόν λαόν» του Προέδρου της Κυβερνήσεως Στρατηγού Γ. Τσολάκογλου (ΦΕΚ Α΄ 146/29-4-1941).

 

 

[1] Στο εξής Β΄ ΠΠ.

[2] Βακαλόπουλος  Α., Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 411 και Παπαφλωράτος Ι., Νυρεμβέργη 1945, Η Δίκη που σφράγισε το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, Αθήνα 2010, σελ. 7.

[3] βλ. Β.Δ. της 28-10-1940 (ΦΕΚ Α΄ 337/28-10-1940) «Περί κηρύξεως γενικής επιστρατεύσεως», Β.Δ. της 28-10-1940 (ΦΕΚ Α΄ 337α/28-10-1940) «Περί επιστρατεύσεως του κατά θάλασσαν Στρατού και του Λιμενικού Σώματος» και Β.Δ. της 28-10-1940 (ΦΕΚ Α΄ 340/28-10-1940) «Περί θέσεως της Βασιλικής Αεροπορίας εις Εμπόλεμον κατάστασιν».

[4] Α.Ν. 2606/1940 (ΦΕΚ Α΄ 338/28-10-1940) «Περί κηρύξεως της Επικρατείας εις κατάστασιν πολιορκίας».

[5] Β.Δ. της 10-11-1940 (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940) «περί ορισμού ως εχθρικών Κρατών κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ’ αριθ. 2636/1940 της Ιταλίας και Αλβανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς τα κράτη ταύτα των διατάξεων του ανωτέρου νόμου»

[6] Α.Ν. 2636/1940 (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940) «περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών».

[7] Τσολάκογλου Γ., Απομνημονεύματα, Αθήναι 1959, σελ. 61.

[8] Κοραντής Α., Αλέξανδρος Παπάγος και ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941,  Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1995, σελ. 301.

[9] Χολέβας Ι., Οι πολεμικές αποζημιώσεις – Οι δίκαιες ελληνικές οικονομικές διεκδικήσεις από την Ομοσπονδιακή Γερμανία, Αθήνα 1995, σελ. 17.

[10] Ζολώτας Α., Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του Ελληνοϊταλικού πολέμου: Η προσπάθεια της Γερμανίας προς τερματισμόν του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Κακώς απερίφθη;, εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 208.

[11] βλ. «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 103/6-4-1941) και διάγγελμα του Πρωθυπουργού Α. Κοριζή «Προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 104/6-4-1941).

[12] Ζολώτας Α., ό.π., σελ. 210.

[13] ΦΕΚ Α΄ 118/12-4-1941.

[14] Α.Ν. 2636/1940 (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940) «περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών».

[15] Βελλιάδης Α., Κατοχή, γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-1944, Αθήνα 2008, σελ. 47.

[16] Χολέβας Ι., ό.π., σελ. 19.

[17] Παπαφλωράτος Ι., «Τα επακόλουθα της προελάσεως των γερμανικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2/2012 (Μαρ.-Απρ.), σελ. 84 επ.

[18] Κοραντής Α., ό.π., σελ. 303-304.

[19] βλ. «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 22-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 139/23-4-1941) και «Διάγγελμα του Προέδρου της Κυβερνήσεως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 23-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 140/23-4-1941).

[20] «Προκήρυξις προς τον ελληνικόν λαόν» του Προέδρου της Κυβερνήσεως Στρατηγού Γ. Τσολάκογλου (ΦΕΚ Α΄ 146/29-4-1941).

[21] Φραγκίστας Χ., «Νομικά ζητήματα μετά την βουλγαρικήν κατοχήν», Αρμενόπουλος, 1948, σελ. 49.

[22] Νικολάου Μ., Όψεις του δωσιλογισμού στη Θράκη, Κομοτηνή 2012, σελ. 23-25.

[23] ΦΕΚ Α΄ 272/13-8-1941.

[24] Βακαλόπουλος  Α., ό.π., σελ. 434.

[25] Φραγκίστας Χ., ό.π., σελ. 49.

[26] βλ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.  2703/1999 (ΦΕΚ  Α΄ 72/8-4-1999).

[27] Ζολώτας Α., ό.π., σελ. 234-235.