Γράφει ο Αλέξανδρος Νάρης
Μια από τις πρακτικές της Μαφίας και των συναφών εγκληματικών οργανώσεων, ήταν το πέρασμα του “εισπράκτορα”, είτε από αυτούς που είχαν δανειστεί χρήματα, είτε από τους άτυχους που είχαν ανάγκη προστασίας και οι οποίοι αν δεν την δέχονταν, όλο και κάποια απώλεια θα είχαν από νυχτερινές επισκέψεις...Στην αρχή μια μικρή ζημιά ως προειδοποίηση, κι όσο αντιστέκονταν ο πολίτης, τόσο η ζημιά μεγάλωνε.
Τα χρόνια πέρασαν, οι πρακτικές άλλαξαν, κάποιες κοινωνίες βρήκαν τρόπους να αντισταθούν στους μαφιόζους, κάποιες άλλες προτίμησαν να τους κάνουν Δημάρχους, πρωθυπουργούς, ηγέτες. Κάποιες άλλες πάλι, ανακάλυψαν ότι υπήρχαν μαφιόζικες πρακτικές οι οποίες θα έφερναν αποτέλεσμα αν τις προσάρμοζαν στα μέτρα της εποχής. Η πρακτική του εισπράκτορα ήταν μία από αυτές και η γέννηση των εισπρακτικών εταιριών, το επόμενο βήμα.
Κανονικά και με τον νόμο λοιπόν, ευγενέστατοι κύριοι και κυρίες, άρχισαν να χτυπούν τηλέφωνα σε κάθε πιθανή και απίθανη ώρα υπενθυμίζοντας ότι δεν πλήρωσες τη δόση σου ξεχασιάρη μου. Κάτι λεπτομερειούλες νομικές ρυθμίστηκαν ώστε οι αιφνιδιασμένοι πολίτες να μην μπορούν να βρουν πάτημα πουθενά. Έτσι, δεν παίρνεις δάνειο αν δεν υπογράψεις ότι η Τράπεζα μπορεί να χρησιμοποιεί τα προσωπικά σου στοιχεία. Και δεν παίρνεις ούτε ρεύμα, ούτε θέρμανση, για το νερό δεν ξέρω, επιφυλάσσομαι. Ναι, προσέξτε τα μικρά γραμματάκια και θα εκπλαγείτε.
Τηλέφωνο λοιπόν ό,τι ώρα νά ‘ναι. Να είσαι υπάλληλος, και την ώρα της εργασίας να έρχεσαι σε δύσκολη θέση από έναν άλλο υπάλληλο. Να είσαι άνεργος και μέσα στην απελπισία σου, ένας πρώην, ή υποψήφιος άνεργος να σε καλεί να σου θυμίσει τη δόση που “ξέχασες” λες και είναι πολλοί αυτοί που “ξεχνούν” και ελάχιστοι αυτοί που αδυνατούν. Αν έχει εγγυητή, να καλούν κι αυτόν, να ξέρεις κι εκείνος τι ξεχασιάρης είσαι και να το κάνουν με την ίδια επιμονή, κάθε μέρα, άσχετα αν τους έχεις δηλώσει επανειλημμένα ότι ναι, το ξέρεις ότι θα επιβαρυνθείς με τόκους, ναι, θα πληρώσεις μόλις λάβεις κι εσύ κάποια χρήματα, κι ότι δεν θέλεις να σε ξαναενοχλήσουν για το θέμα. Την άλλη μέρα θα σε ξαναπάρουν. Και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, συνεχώς και αδιαλείπτως, κι αν τυχόν δεν τους απαντάς, θα παίρνουν κάθε δύο ώρες μέχρι να απαντήσεις, κι αν τους βρίσεις αγανακτισμένος, θα σου πουν πως η κλήση καταγράφεται και την επόμενη μέρα το ίδιο γαϊτανάκι γιατί εσύ, είτε είσαι σε αναστολή, είτε είσαι άνεργος, είτε κλειστός λόγω πανδημίας, είτε παλεύεις να έχεις το σπίτι σου ζεστό, να παρέχεις φαγητό και στοιχειώδη αξιοπρέπεια στην οικογένεια σου, στην πραγματικότητα είσαι μπαταξής, θέλεις να φας τα λεφτά των άλλων, δεν θέλεις να είσαι εντάξει, πρέπει να σε παίρνουμε κάθε μέρα να σου σπάμε τα νεύρα, να σε ντροπιάζουμε, μέχρι που να πληρώσεις τσόγλανε.
Λες και δεν θέλεις να πληρώνεις, λες και δεν θέλεις να είσαι αξιοπρεπής, λες και δεν ξεσκίζεσαι γι’ αυτό κάθε μέρα. Και τα τηλέφωνα μόνο σε σένα. Σε σένα που δεν μπορείς να πληρώσεις τα ογδόντα ή τα εκατό ευρώ της δόσης, όχι στην εταιρία που χρωστάει εκατομμύρια. Εκείνοι ξέρουν, δεν χρειάζονται υπενθύμιση, εσύ είσαι ο βλάκας.
Μήπως τελικά έχουν δίκιο; Μήπως είμαστε βλάκες; Μήπως παραείναι πολλά τα αδιανόητα που δεχόμαστε ως αυτονόητα; ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ; ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΚΑΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΜΕ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ;
Οι εισπρακτικές πρέπει να κλείσουν. Ούτε να αλλάξουν τη λειτουργία τους, ούτε άλλα κουραφέξαλα. Η ύπαρξη τους αποτελεί ντροπή για την κοινωνία μας και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ο Πολίτης ξέρει για τα χρέη του, ξέρει για τους τόκους που επιβαρύνεται όταν δεν πληρώνει στην ώρα του, ξέρει για τον κίνδυνο κατάσχεσης από ένα σημείο και μετά, και παλεύει μ’ όλη του τη δύναμη να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του. Δεν χρειάζεται καμία υπενθύμιση και μάλιστα τέτοιου είδους. Γιατί αυτό δεν είναι υπενθύμιση, είναι προσβολή. Ας μην την ανεχθούμε πλέον.