Νίτσε και Ηράκλειτος

Γράφει ο Γιάννης Σαρρής

 

Ο Φρειδερίκος Νίτσε αποτελεί έναν από τους επιδραστικότερους φιλοσόφους της νεωτερικότητας. Η αποστασιοποίησή του από ακαδημαϊκές ορολογίες και μεθόδους καθιστά το έργο του προσιτό σε ευρύ αναγνωστικό κοινό, ενώ το ρηξικέλευθο ύφος, ο προφητικός στόμφος και η πολυσχιδία των ενίοτε ασαφών ή αντιφατικών αφορισμών του έχουν σαγηνεύσει ανθρώπους ποικίλων ιδεολογιών, από φασιστές έως μεταμοντέρνους αποδομητές. Παρά τις όποιες αντιφάσεις του, όμως, ο Νίτσε υπήρξε συνεπής ως προς την απόρριψη της μεταφυσικής και των ιδεαλιστικών συστημάτων που κηρύττουν έναν αντικειμενικό λόγο ή μια απαράλλακτη ηθική. Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, στάθηκε απέναντι στην πλατωνική και την χριστιανική παράδοση. Από την «Γέννηση της Τραγωδίας» (1872) έως το «Λυκόφως των Ειδώλων» (1888), ο στοχασμός του παρέμεινε σε διάλογο με την αρχαία ελληνική γραμματεία, την οποία ως κλασικός φιλόλογος γνώριζε σε βάθος.  

Επαναλαμβάνοντας την επιχειρηματολογία των (σχετικιστών) σοφιστών Καλλικλέους και Θεόγνιδος από τον πλατωνικό Γοργία, ο Νίτσε αποδοκίμαζε και τον Σωκράτη, εξαιτίας της προσηλώσεώς του στον ορθολογισμό και την «ηθική αρετή». Πίστευε ότι στα χρόνια εκείνου έδυσε ανυπέρθετα το υπέρλαμπρο άστρο της «αυθεντικής» φιλοσοφίας του κόσμου, την οποία πρέσβευαν οι Ίωνες. Τα μεγάλα πνεύματα της ιωνικής γης, πέραν κάθε ηθικής αξιολόγησης, έστρεψαν το βλέμμα τους στην γη. Σεβάστηκαν το βάρος της και δεν θέλησαν ν’ αποδράσουν σε υπερβατικούς κόσμους, έξω από την αδυσώπητη ροή του χρόνου. Ασκούμενοι στην σοφή σιωπή της Ανατολής, ενέκυψαν στα σπουδαιότερα προβλήματα του είναι και του γίγνεσθαι, του όντος και του μη όντος, του ενός και του όλου. Αν μη τι άλλο, η νεώτερη δυτική σκέψη οφείλει στον Νίτσε την επανανακάλυψη της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Ο αγαπημένος του φιλόσοφος ήταν ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (544 - 484 π.Χ.)[1]. Η γνωριμία του Νίτσε με τον λόγο εκείνου ήταν ενδεχομένως η συγκλονιστικότερη στιγμή της στοχαστικής του πορείας[2]

Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, ο κόσμος συνέχεται από τον Λόγο, όμως αυτός ο Λόγος δεν υπακούει σε κάποιον αιτιοκρατικό κανόνα και ως εκ τούτου δεν ανακαλύπτεται από την επαγωγική λογική του ανθρώπου, παρά αποκαλύπτεται ενορατικά κι εν μέρει πίσω από αθόρυβα σημεία. Η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ»[3] , η αλήθεια του κόσμου δεν βρίσκεται σε κοινή θέα και η κοινή λογική των ανθρώπων δεν δύναται να την αντικειμενοποιήσει. Σε αυτήν την δήλωση, ο Νίτσε ανέγνωσε την αποδόμηση του νεωτερικού ρασιοναλισμού και την ταυτόχρονη δικαίωση διαισθητικών λειτουργιών κι ενστίκτων που εκείνος απώθησε. Ο Νίτσε ομνύει στην κρυπτότητα του ενίοτε ατάκτου κόσμου και δεν επιζητεί την φωταγώγηση των μυστικών του, που παραμένουν κατ’ ανάγκη κρυμμένα[4].

Ο ηρακλείτειος Λόγος συσχετίζει τα αντίθετα, ενώνει και ορίζει όλα τα όντα μεταβαλλόμενος στις ιδιότητες τους. Μία είναι η οδός του Λόγου είτε την ανηφορίζεις είτε την κατηφορίζεις[5]. Μέσω του Λόγου, η αντίθεση γεννά τα πάντα κι έτσι εκφράζει την αναγκαιότητα της εναλλαγής και τον τρόπο της εν Λόγω ενότητάς τους ή αλλιώς, με λόγια του Ηρακλείτου, «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους»[6]. Τα όντα του κόσμου ρέουν σαν νερό και μεταβάλλονται, κινούνται και συγκρούονται διαρκώς, καθότι δεν δύνασαι να διέλθεις δύο φορές από τον ίδιο ποταμό («τὰ πάντα ῥεῖ»), όμως ο Λόγος διατηρεί τον κόσμο αρμονικό[7]. Αυτήν την αρμονία μπορεί κανείς μόνο να την ψυχανεμισθεί. Τίποτα δεν έχει ύπαρξη και νόημα χωρίς το διαλεκτικά αντίθετό του. Ουδείς εκτιμά την ελευθερία αν δεν γνωρίσει την δουλεία, ούτε την υγεία αν δεν αρρωστήσει, ούτε την πλησμονή αν δεν πεινάσει, ούτε το Εν αν δεν μετάσχει στην πολλαπλότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Νίτσε διά στόματος του Ζαρατούστρα υπερθεματίζει συχνά ότι κανείς δεν μπορεί ν’ απολαύσει την ηδονή αν δεν υποφέρει και κανείς δεν θριαμβεύει αν δεν καταπιεί την πίκρα των πιο σκληροτράχηλων αγώνων και ματαιώσεων[8]. Ο Λόγος επενεργεί ατελεύτητα, κάθε άγγιγμα της ολότητας προϋποθέτει επιστροφή στην αρχή και επανάληψη των αντιθέσεων, επιτάσσει την «αιώνια επιστροφή», όπως θα έλεγε ο Νίτσε.

Η νιτσεϊκή ερμηνεία του Ηρακλείτου υπήρξε διαμετρικά αντίθετη της προγενέστερης εγελιανής. Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (1770 - 1831) αντιμετώπισε τον Ηράκλειτο σαν πρόδρομο της διαλεκτικής θεωρίας του. Στο περίφημο εγελιανό σχήμα «θέση-αντίθεση-σύνθεση», η Λογική παρέχει την αρχική θέση προτείνοντας συνδέσεις μεταξύ των εννοιών του καθαρού λόγου. Στην συνέχεια, η Φύση ενσαρκώνει μία απάντηση στην θεωρητική λογική (αντίθεση), που αποκαλύπτει εμπειρικά τι μπορεί όντως να υπάρξει και τι όχι. Το δε «Πνεύμα» εκφράζει την τελική «σύνθεση» μεταξύ λογικής προσδοκίας και φυσικού περιορισμού, ρυθμίζοντας «διαλεκτικά» την αντιστοίχιση μεταξύ των κινήσεων της λογικής και του αντικρίσματός τους στον εμπειρικό κόσμο. Κάθε σύνθεση αποτελεί την θέση της επόμενης διαλεκτικής τριάδας. Αυτή η διαδικασία θα επαναλαμβάνεται -επιφέροντας γνωσιολογική πρόοδο- μέχρι την πλήρη εμπέδωση της απόλυτης αλήθειας μεταξύ των ανθρώπων, η οποία θα συμπίπτει με την τελική αυτοπραγμάτωση του οικουμενικού Πνεύματος. Αυτή ήταν μία μεταφυσική θεωρία που προϋπέθεσε συγκεκριμένες παραδοχές σχεδόν θεολογικής φύσεως (όπως λ.χ. η λογική πρόνοια και η ανθρωπομορφική βούληση αυτοπραγμάτωσης του «Πνεύματος», το οποίο μοιάζει εν πολλοίς με μία εκκοσμικευμένη εκδοχή του Αγίου Πνεύματος)[9]. Αλλά ο Νίτσε, ως γνωστόν, εχθρευόταν κάθε μεταφυσικό άλμα από την γήινη εμπειρία προς υπερβατικές επικράτειες τού άτοπου[10]. Περαιτέρω, αγανακτούσε με την απόδοση αιτιοκρατικής λογικότητας στην κοσμική ροή του γίγνεσθαι.

Στην Γέννηση της Τραγωδίας, απορρίπτοντας την ιδέα ενός σοφού και προνοητικού Θεού-Πατέρα, ο Νίτσε ανακαλεί την ηρακλείτεια παρομοίωση της δημιουργικής δύναμης του κόσμου με ένα παιδί που μαζεύει βότσαλα στην τύχη, τα στοιβάζει σε βουναλάκια από άμμο κι έπειτα τα κατεδαφίζει[11]. Το παιδί γνωρίζει μόνο να παίζει, η ύπαρξή του δεν έχει κάποια ηθική αιτία. Συμβολίζει την αρχή, την επαναλαμβανόμενη πρώτη στιγμή των όντων. Και η αθωότητά του έγκειται στην άγνοια των χρησιμοθηρικών προγραμματισμών και των τελικών σκοπών. Δημιουργεί και καταστρέφει ρίχνοντας ζάρια.

Ο Νίτσε συγκεφαλαιώνει προσθέτοντας ότι ο φυσικός κόσμος δεν υπακούει στις λογικές προσδοκίες των ανθρώπων που προκύπτουν μέσα από θεωρητικά μοντέλα και συμβολικές γλώσσες (λ.χ. μαθηματικά), αλλά στο χάος, εμφανίζοντας ακατάπαυστα υπερβολές, παραμορφώσεις και κενά. Τουτέστιν, η «φύση είναι τύχη». Ωστόσο, κρίνεται αμφίβολο κατά πόσον αυτή η δήλωση θα έβρισκε σύμφωνο ή ενάντιο τον «σκοτεινό φιλόσοφο» του κρυπτού Λόγου και της αφανούς αρμονίας. Ο βαθμός ταύτισης του νιτσεικού Ηρακλείτου με τον πραγματικό Ηράκλειτο εξακολουθεί ν’ αποτελεί ένα δυσεπίλυτο μυστήριο. Γιατί, σε τελική ανάλυση, εάν το αποτέλεσμα του κοσμικού γίγνεσθαι είναι πάντοτε η αρμονία, τότε και η εκ προοιμίου απόρριψη της λογικότητάς του είναι εξίσου ένοχη για «μεταφυσική» αυθαιρεσία.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, είναι προτιμότερο να σβήνεται η ύβρις, δηλαδή η μάταιη απόπειρα υπέρβασης του κοσμικού Λόγου από το άτομο, παρά η φωτιά[12]. Από την άλλη πλευρά, για τον Νίτσε η μόνη αθέμιτη υπέρβαση έχει την μορφή της σωκρατικού τύπου λογοκρατίας, μίας ορθολογικής προσπέλασης του κόσμου. Εν τούτοις, μήπως η νιτσεϊκή βούληση του «Υπερανθρώπου» προς εδραίωση ιδίων αξιών και ανάπλαση του κόσμου κατ’ εικόνα του θα ηχούσε επίσης σαν επίδοξη ύβρις στα αυτιά του Εφεσίου; Προσωπικά πιστεύω πως ναι, καθώς δικαιολογεί τις ατομικές απόπειρες παράκαμψης του (οικουμενικού) Λόγου, στα πλαίσια της αυθυπέρβασης και της θέλησης για δύναμη. Συμπερασματικά, η σχέση του Νίτσε με τον Ηράκλειτο είναι περιπλοκότερη από μία απλή ταύτιση ή συνέχεια. Εάν πάντως συμφωνούν με σαφήνεια σε κάτι, αυτό είναι η αδυναμία της ανθρώπινης λογικής να αποκρυσταλλώσει από μόνη της τις καθολικές αλήθειες του κόσμου.   

 

 

[1] Μάλιστα, ο Νίτσε προβάλλει στην ασκητική του Ηρακλείτου και την προσωπική του περιφρόνηση για την μάζα και τις φλύαρες πλην εφήμερες έγνοιές της. Γράφει ενδεικτικά: «Βέβαια, να κ’ η περίπτωση του Ηρακλείτου, που αποτραβήχτηκε στις ελεύθερες εκτάσεις και τα περιστύλια του τεράστιου ναού της Αρτέμιδας […] Ωστόσο, κι ο Ηράκλειτος απέφευγε αυτό που κ’ εμείς αποφεύγουμε σήμερα: το θόρυβο και τη φλυαρία των Εφεσίων, τη δημοκρατία τους, τις πολιτικές αθλιότητές τους, τα νεώτερα κατορθώματα της “αυτοκρατορίας” (της περσικής – με εννοείτε…), όλη τη βρομερή πραμάτεια του “σήμερα”, γιατί εμείς οι φιλόσοφοι χρειαζόμαστε πάνω απ’ όλα μια συγκεκριμένη ησυχία: χρειαζόμαστε ανάπαυση απ’ το “σήμερα”.», βλέπε: Νίτσε, Φ. (2015). Το πάθος για την αλήθεια (μτφρ. Β. Δουβαλέρης). Gutenberg, σελ.44.

[2] Κουτρούλης, Σ. (1994). Ὁ Θεὸς-Χορευτής: Περιπλάνηση στὸ λόγο τοῦ Φ. Νίτσε. Ἐκδόσεις Παπαζήση, σελ.194-204.

[3] Ηράκλειτος (1877). Περί Φύσεως, X. Heracliti Ephesii Reliquiae (ed. I. Bywater). Clarendon Press, σελ.4.

[4] Γράφει στην Χαρούμενη Γνώση: «Όχι, έχουμε βαρεθεί αυτήν την ασχήμια, την θέληση για αλήθεια με κάθε τίμημα, αυτήν την νεανική τρέλα στην πίστη της αλήθειας. Είμαστε πολύ φτασμένοι, πολύ σοβαροί, πολύ ευδιάθετοι, πολύ έμπειροι και βαθυστόχαστοι για αυτό το πράγμα… Δεν πιστεύουμε ότι η αλήθεια παραμένει αλήθεια αφού τραβήξει κάποιος το πέπλο της, έχουμε ζήσει πολλά για να το πιστέψουμε. Σήμερα θεωρούμε ότι είναι ζήτημα ευπρέπειας να μην επιθυμούμε να τα δούμε όλα γυμνά, να είμαστε παρόντες παντού, να καταλαβαίνουμε και να “ξέρουμε” τα πάντα.» (απόδοση του υποφαινομένου), βλέπε: Nietzsche, F. (2001). The Gay Science (J. Nauckhoff). Cambridge University Press, σελ.8.

[5] «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὠυτή», Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, LXIX, ό.π., σελ.28.

[6] Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, XLIV, ό.π., σελ.18.

[7] «Ἁρμονίη ἁφανὴς φανερῆς κρείσσων», Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, XLVI, ό.π., σελ.19.

[8] «Τί γίνεται όμως αν η απόλαυση και ο πόνος είναι τόσο αλληλένδετα μεταξύ τους, που όποιος θέλει όσο περισσότερο γίνεται από το ένα πρέπει να έχει όσο περισσότερο γίνεται και από το άλλο; Αν όποιος θέλει να ευφρανθεί ως τον ουρανό, πρέπει να είναι έτοιμος για θλίψη μέχρι θανάτου;», βλέπε: Nietzsche 2001, ό.π., σελ.37-38.

[9] Hodgson, P. (1997). Hegel and Christian Theology: A Reading of the Lectures on the Philosophy of Religion. Fortress Press, σελ.3-21.

[10] Rayman, J. (2023). Nietzsche’s Heraclitus: Historical Figure and Personal-Philosophical Archetype. Nietzsche-Studien, 52(1), σελ.40-76.

[11] Νίτσε, Φ. (1995). Η Γέννηση της Τραγωδίας (μτφρ. Γ. Λάμψας). Εκδόσεις Κάκτος, σελ.275

[12] «Ὕβριν χρὴ σβεννύειν μᾶλλον πυρκαϊήν», Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, CIII, ὅ.π., σελ.40.

 

Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.