Το «διαφορετικό» ως στοιχείο κοινωνικής διάλυσης

 του Δημήτρη Γκίκα

 

Το φαινόμενο της "διαφορετικότητας", στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου «ορθοπολιτισμού» και του νεοφιλελευθερισμού, φαίνεται πως συνιστά μια μονήρης πράξη, υπό την έννοια ότι λαμβάνει το άτομο ως υπαρξιακά μονοδιάστατο υποκείμενο που δεν σχετίζεται με το υπόλοιπο σύνολο. Η ίδια η έννοια «διαφορετικότητα», ακόμα κι όταν αναφέρεται σε μια ομάδα πληθυσμού, εκφράζεται ως υπόσταση με ακραία περιθωριακή διάθεση που δεν επιδιώκει κάποια συλλογική αναφορά, αλλά την (αυτο)απομόνωση. Δεν λειτουργεί η διαφορετικότητα ως ποιοτικό συστατικό κοινωνικής ύπαρξης (εμείς μέσα στο σύνολο), αλλά ως διακριτή ποσοτικά και ποιοτικά οντότητα, που εκφράζει εξ ορισμού μία εκ διαμέτρου αντίρροπη δύναμη (εμείς απέναντι στους άλλους). Δεν σέβεται η παγκοσμιοποίηση το διαφορετικό, αλλά το υπερτονίζει συγκριτικά, καθιστώντας το αιτία σάλευσης της κοινωνικής συνοχής.

 

Υπ’ αυτό το πρίσμα, κάθε μορφή διαφορετικότητας δεν ωθείται στο να διεκδικεί μια θέση σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, ώστε να μην περιθωριοποιείται, αλλά στο να προσπαθεί «δικαιωματικά» να κυριαρχήσει μέσα σ’ αυτό με όρους καινοφανούς αντεστραμμένης ρατσιστικής και μισαλλόδοξης θεώρησης (εμείς πρέπει να θεωρούμαστε τα πρότυπα, οι ανώτεροι ή οι έχοντες τα πρωτεία), εκβιάζοντας την ίδια τη συνοχή του κοινωνικού συνόλου. Λειτουργεί διαλυτικά, όχι ενωτικά.

 

Σε υγιείς κοινωνίες, κάθε μορφή διαφορετικότητας (σεξουαλική, εθνοτική, θρησκευτική, ανθρώπων με ειδικές ανάγκες κ.ο.κ) είναι ανεκτή, επιτρεπτή, συλλογικά αποδεκτή, σεβαστή και με δυνατότητες προσπέλασης και πρόσβασης ισότιμα σε κάθε μορφή κοινωνικής δραστηριότητας. Βασική προϋπόθεση των παραπάνω η συλλογική αναφορικότητα που διατηρεί τη συνέχεια και το αρραγές του συνόλου. Υπό αυτή την προϋπόθεση, η διαφορετικότητα αντιμετωπίζεται ως μέρος του κοινωνικού συνόλου κι όχι ως ξένο σώμα. Το υφιστάμενο αξιακό σύστημα σ’ αυτές τις κοινωνίες εξελίσσεται ομαλά, διατηρώντας τις θεμελιώδεις αρχές του και φροντίζοντας να εντάξει επιτυχώς σ’ αυτές το σύνολο των ανθρώπων της, ασχέτως του όποιου «διαφορετικού» στοιχείου τους. Το διαφορετικό, μ’ αυτό τον τρόπο, δεν καταντά στοιχείο διαχωρισμού ή περιθωριοποίησης.

 

Σε άρρωστες κοινωνίες, όπως αυτές που παράγει η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, μορφές διαφορετικότητας άλλοτε «διαφημίζονται» και υπερπροβάλλονται σκανδαλωδώς, άλλοτε «δημιουργούνται» εκ του μηδενός, άλλοτε εσκεμμένα διατηρούνται ή/και πολλαπλασιάζονται οι συνθήκες αναπαραγωγής τους, με σκοπό να τεθούν ως θεμέλιο αέναης σύγκρουσης, να αποτελούν αφορμή πολιτικής μωρολογίας ή/και «πολεμικής» ρητορικής και να δημιουργούν συνθήκες προσβολής της κοινωνικής νόρμας, πολλές φορές με την εσκεμμένη και προπαγανδιστική παραγωγή ενοχικών συμπλεγμάτων σ’ όσους δεν κατατάσσονται σ’ αυτό το «διαφορετικό». Σ’ αυτές, λοιπόν τις «κοινωνίες» κυριαρχεί η προθετικότητα κατάργησης του υφιστάμενου αξιακού συστήματος και των αρχών που διατηρούν την κοινωνική συνοχή. Αντίθετα, επικρατεί το χάος, ο νόμος της «ζούγκλας», η αγελαία συμπεριφορά, οι ισοπεδωτικές λογικές και, εν τέλει, η αδυναμία σχηματισμού ομογενών δομικών χαρακτηριστικών, καθιστώντας τες έρμαια κάθε μορφής χειραγώγησης, οικονομικο-πολιτικού ελέγχου και πάσης φύσεως εκμετάλλευσης.

 

Στην έννοια της «διαφορετικότητας» που προάγεται από τον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο «ορθοπολιτισμό», εκτός του ξεκάθαρα αντικοινωνικού χαρακτήρα, κυριαρχεί επιπλέον και μια σοβαρή αντίφαση: ενώ ο «σεβασμός» στις ατομικές διαφορές θεωρείται sine qua non conditio (απαραίτητη προϋπόθεση), ο σεβασμός αυτός δεν επεκετίνεται σε επίπεδο συλλογικών ιδιαιτεροτήτων. Για παράδειγμα, οι ξεχωριστές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, η διαφορετική κουλτούρα που συναντάται σε ένα έθνος, τα διακριτά στοιχεία που καθιστούν ένα λαό μοναδικό, απορρίπτονται και μάλιστα a priori, καθώς θεωρούνται εξ ορισμού «διαλυτικά στοιχεία» των σύγχρονων παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών! Η αντίφαση αυτή καθιστά έωλη την έννοια της ανεκτικότητας που, υποτίθεται, πρεσβεύει η ατομική διαφορετικότητα, παράλληλα, όμως καταδεικνύει προδήλως την προθετικότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, που δεν είναι άλλη από την ομογενοποίηση των πολιτιστικών στοιχείων.

 

Η κύρια προθετικότητα της ομογενοποίησης των πολιτισμικών διαφορών εξηγεί την υπερπροβολή των ατομικών ιδιαιτεροτήτων. Τα άτομα προγραμματίζονται να αναπτύσσουν «άμυνες» απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και τα αξιακά συστήματα που αυτό πρεσβεύει. Αρνούνται να ενσωματωθούν σ’ αυτά, θεωρώντας μάλιστα την άρνηση αυτή ως μορφή ελευθερίας. Με τον τρόπο αυτό, όμως αδυνατούν να σχηματίσουν κοινούς δεσμούς με τους συνανθρώπους τους, τους οποίους εθίζονται να αντιμετωπίζουν πάντα ως εχθρούς. Αυτή η στάση δεν αποτελεί μονάχα στοιχείο κοινωνικής διάλυσης, αλλά στρέφεται και κατά πολλών άλλων συλλογικών εννοιών, όπως αυτή της σχολικής κοινότητας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, της εργασιακής κοινότητας, των κοινών ιστορικών διαδρομών, της εθνικής ταυτότητας. Έτσι, δημιουργούμε χαλαρές κοινωνικές δομές όπου η απουσία συμπαγών αξιακών συστημάτων δεν επιτρέπει στις κοινότητες να διεκδικούν τα δίκαιά τους. Μοναδικό κοινό στοιχείο αποτελεί ακριβώς ένα άναρχο περιβάλλον, αδόμητο, χαώδες που αποκαλείται «πολυπολιτισμικό», που δεν διαθέτει κανένα κοινό πολιτιστικό ή πολιτισμικό στοιχείο. Πρόκειται για μια ομαδοποίηση ανθρώπων χωρίς κοινά αξιακά συστήματα, χωρίς κοινές πεποιθήσεις, χωρίς κοινή ταυτότητα, χωρίς τίποτε να τους ενώνει, άρα χωρίς τίποτε να τους διευκολύνει στη διεκδίκηση κοινών αγαθών. Σε μια τέτοια «δομή» μπορείς να είσαι σκλάβος, αλλά να νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος, επειδή σου επιτρέπεται ένα όριο ατομικών επιλογών σε ελάχιστα και πολλές φορές επουσιώδη ζητήματα.

 

Ως συμπέρασμα, οι λεγόμενες "ανοικτές" ή "πολυπολιτισμικές" κοινωνίες στην πραγματικότητα αντιστρατεύονται θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπινου "κοινωνείν", όπως η συνεκτικότητα, η συνέργεια, η ύπαρξη οργανωμένων συλλογικών προτύπων στη βάση μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης και αλληλοαναφορικότητας. Είναι οι κοινωνίες, στις οποίες "ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος"...

 

Δρ. Δημήτρης Ε. Γκίκας,
Φιλόλογος, Μ.Α.,
Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας & Φιλοσοφίας της Τέχνης

 

Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.