Γράφει ο Θ. Σιώζος
Το κείμενο αυτό γράφεται μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου, αλλά σκοπίμως επιλέγεται να δημοσιευθεί μετά το πέρας των αναμετρήσεων αυτών, ώστε να μη θιχτεί οποιοσδήποτε -ουρανοκατέβατος ή μη- πολιτικός σχηματισμός που έλαβε μέρος στις εκλογές, και αυτό γιατί, την παραμονή των εκλογών πολλοί ανακαλύπτουν τη μια και μοναδική αλήθεια, η οποία είναι η συμμετοχή ή στήριξη στον Α η Β πολιτικό σχηματισμό κατηγορώντας όσους διαφωνούν ως αναχώματα ή συστημικούς. Οι ίδιοι ζηλωτές με ευκολία καθίστανται ακραιφνείς υποστηρικτές ενός άλλου σχηματισμού από αυτόν τον οποίον υποστήριζαν μετά από π.χ. μια εκλογική αποτυχία, καθώς αυτή είναι η φύση του κομματικού οπαδισμού.
Το πιο καίριο σημείο που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν είναι πως οι εκλογές αποτελούν μια μάχη, ένα στιγμιότυπο του αγώνα και πολύ πιθανόν όχι το σημαντικότερο στην παρούσα φάση. Ο πρώτος λόγος είναι πως δεν νοείται να ελπίζουμε πως με μια ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια θα επιφέρουμε τις ριζοσπαστικές αλλαγές που επιθυμούμε. Οι εκλογές αποτελούν ένα -ακόμη- επιβοηθητικό μέσο για τη διάδοση των ιδεών μας στην κοινωνία, από κορυφαίο πολιτικό επίπεδο βεβαίως. Για να καταστεί όμως η ανωτέρω διαδικασία λυσιτελής πρέπει να προηγηθεί μια ιδεολογική και πολιτική δράση, μεταπολιτική ίσως επί το ορθότερο, η οποία τόσα χρόνια στη χώρα μας, από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από το εμβρυικό στάδιο. Εν ελλείψει δε, της παραπάνω ιδεολογικής σποράς, την οποία θα θέριζε κάποιος πολιτικός σχηματισμός, έχουμε τα εκλογικά πυροτεχνήματα των τελευταίων είκοσι ετών, τα οποία, προς ώρας τουλάχιστον, δεν έχουν θετικό πρόσημο όσον αφορά τη διάδοση και την επικράτηση των ιδεών μας. Θα πρέπει επομένως οι εκλογές να τίθενται στο πραγματικό τους πλαίσιο και να μην καθίστανται ο πρωταρχικός σκοπός μας.
Ένα έτερο ζήτημα που ανακύπτει από τον κομματικό φανατισμό είναι η χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ των μελών διαφόρων κομμάτων, επειδή ακριβώς ο καθένας θεωρεί πως «είδε το φως το αληθινό» με την ένταξή του σε ένα κόμμα. Θα ήταν αστείο να συζητάμε γιατί ο ένας έχει «στραβώσει» με τον άλλον , αλλά επειδή είμαστε πεπερασμένοι, δεν έχουμε την πολυτέλεια να δημιουργούμε επί πλέον έριδες μεταξύ μας. Σε τελική ανάλυση, μετά τη διάλυση ενός κόμματος ή ενός σωματείου οι ίδιοι άνθρωποι θα πλαισιώσουμε το επόμενο κόμμα και το επόμενο σωματείο. Πρέπει να καλλιεργήσουμε μια νοοτροπία αλληλοστηρίξεως μεταξύ μας, η οποία δεν θα εξαρτάται από τη συμπόρευση του ενός με το τάδε κόμμα και τη συστράτευση του άλλου με τον άλλο φορέα. Προφανώς δεν μιλάω για αποδοχή ή και ανοχή συστημικών επιλογών που κατά καιρούς ενδύονται τον εθνικοπατριωτικό και αντισυστημικό μανδύα. Η σύμπραξη με φορείς διαφορετικούς από αυτούς στους οποίους ο καθένας μας ανήκει καλλιεργεί την πολυπόθητη ενότητα, η οποία θα βοηθήσει έκαστο εξ ημών να επιτελέσει το καθήκον του τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, σε αντίθεση δε με την ψευδεπίγραφη κομματική ενότητα η οποία επιχειρείται να μας επιβληθεί κάθε τέσσερα χρόνια για τον εκάστοτε υπέρ πάντων αγώνα. Την επαύριο των εκλογών οι ίδιοι θα είναι κυβερνώντες, τα ίδια προβλήματα θα παραμείνουν, η ιδέα θα βρίσκεται στο ίδιο εν σπαργάνοις επίπεδο.
Από την άλλη υπάρχουν και αυτοί οι οποίοι μέμφονται όσους συμμετέχουν στις εκλογές φωνάζοντας πως η συμμετοχή καθιστά το κόμμα συστημικό και πως μόνο η αποχή μπορεί να διατηρήσει αγνή και αμόλυντη την ιδέα και τους κοινωνούς της. Η απάντηση δε, παραμένει η ίδια: οι εκλογές αποτελούν απλώς ένα ακόμη πεδίο μάχης, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η εκπροσώπηση σε βουλευτικό επίπεδο δεν είναι αυτοσκοπός, είναι όμως ένα καλό εφαλτήριο για να μπορούμε να επικοινωνήσουμε τους προβληματισμούς και τις λύσεις μας. Οι αγωνιστές ενός κόμματος δεν καθίστανται συστημικοί επειδή συμμετέχουν σε κόμμα. Η επιχειρηματολογία αυτή οδηγεί σε αφορισμούς οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, καταλήγουν στην απραξία και στο μεσσιανισμό. Θα ήταν καλό να ανοίξει η συζήτηση γύρω από την ιδεολογική καθαρότητα , αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως όταν η τελευταία δε δοκιμάζεται παραμένει γράμμα κενό. Άλλως, με όρους αποτελεσματικότητος, πρέπει να υπάρχει συμμετοχή στις εκλογές -καθ’ οιαδήποτε ιδιότητα- καθώς όπως σε κάθε μάχη, έχουμε να κερδίσουμε κάτι. Σαφώς, κατά πως φαίνεται, έχουμε να χάσουμε επίσης, μεγάλες νίκες όμως δεν επιτυγχάνονται χωρίς τη λήψη ρίσκων.
Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε λοιπόν, κατ’ εμέ, είναι να δουλέψουμε σε επίπεδο βάσεως και να δημιουργήσουμε γερά θεμέλια και δομές (πρόσωπα και φορείς), και όχι να κυνηγούμε μετ’ επιτάσεως το εκλογικό αποτέλεσμα. Έχει αποδειχθεί πλέον ότι υπάρχει μια μερίδα κόσμου η οποία τείνει ευήκοον ους στις απόψεις μας και έχει ριζοσπαστικοποιηθεί. Η ύπαρξη της διακριτής αυτής ομάδος προσελκύει και τους εκλογικούς αλεξιπτωτιστές. Το «μάντρωμα» αυτού του κόσμου σε ένα κόμμα, χωρίς να έχει προϋπάρξει η απαιτουμένη προεργασία δεν αποτελεί πανάκεια, γιατί απλώς, δεν έχουμε τι να τον κάνουμε αυτόν τον κόσμο. Αυτήν την ετερόκλητη μάζα δεν μπορούμε να την καταστήσουμε κοινωνό των ιδεών μας σε πολιτικό επίπεδο, γιατί οι απόψεις μας δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί σε πολιτικό επίπεδο. Δεν αναφέρομαι στην πολιτική επιστήμη, ούτε στη φιλοσοφία και τη θέαση της ιστορίας. Αναφέρομαι σε πρακτικά ζητήματα, της καθημερινότητος ή και της δεκαετίας, για τα οποία σε πολιτικό επίπεδο δεν έχουμε να επιδείξουμε τίποτα παρά τσιτάτα. Το παραπάνω «μάντρωμα» λοιπόν, όταν δε σκοπεύει (και στην παρούσα φάση ΔΕΝ μπορεί να σκοπεύει) στη δημιουργία νέων αγωνιστών, αποκτά ένα χαρακτήρα αυτοαναφορικό.
Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας είναι ευκταία, αλλά στο εγγύς μέλλον δε φαίνεται πιθανή. Η πολιτική δε εκπροσώπηση ημών (εθνικιστών, ακροδεξιών, υπερσυντηρητικών, πατριωτών ή όπως άλλως μας βαφτίσουν) φαντάζει πιθανή, αλλά απευκταία για όλους τους προαναφερθέντες λόγους. Το πώς σκοπεύουμε να κατακτήσουμε την πολιτική εξουσία, μέσω ενός μονολιθικού κόμματος ή ενός κόμματος με πιο ευρεία περίληψη ιδεών, με ό,τι κάθε επιλογή συνεπάγεται, είναι επίσης ένα ζήτημα μείζονος σημασίας το οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε.
Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.