Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.

 

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου

 

Γράφει ο Ιωάννης Σαρρής

 

Οι διπλωματικές διεργασίες που οδήγησαν στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 και την τριπλή κατοχή της Ελλάδος αποτελούν ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας, η σκιά του οποίου έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από κύκλους ορισμένου ιδεοληπτικού προσανατολισμού για την προώθηση ανακριβών απόψεων. Η μανιχαϊκή νοοτροπία που επιμένει να βλέπει παγιωμένα στρατόπεδα καλών και κακών συνάδει μόνο με πρακτικές γηπεδικού οπαδισμού ή φθηνής προπαγάνδας. Εν προκειμένω, αναφέρομαι τόσο στο αφελές μεταπολεμικό αφήγημα του αστικού καθεστώτος της Ελλάδος που «αγιοποίησε» τους Αγγλοσάξονες, όσο και στην προσπάθεια αναθεωρητών να κατηγορήσουν την υποτιθέμενη αγγλόφιλη πολιτική του Ιωάννου Μεταξά, υποβαθμιζόντων την επιθετικότητα του Άξονος. Ας μην λησμονούμε πως η αντικειμενική εξιστόρηση του νωπού παρελθόντος φαντάζει δυσχερής, εφόσον δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει οι συνθήκες και οι παράγοντες που το διεμόρφωσαν. Στην πραγματικότητα, η μοναδική ενδεδειγμένη οδός για την ανάγνωση της νεωτερικής ιστορίας, όπου τα συμφέροντα πλάθουν ιδεοληψίες και όχι το αντίστροφο, είναι η «Realpolitik». Οι απαντήσεις στα ερωτήματα τίς και πώς ωφελείται, σε επιτακτικό συνδυασμό με ιστορικά τεκμήρια και εξακριβωμένες πηγές, δύνανται να μας οδηγήσουν στην αλήθεια. Η παρούσα μελέτη, άνευ οιασδήποτε μεροληπτικής προθέσεως, αποπειράται να συνοψίσει και να ερμηνεύσει τα σημαντικότερα διπλωματικά γεγονότα που συσχετίστηκαν με το έπος του ‘40.

Α. Οι ιταλικές βλέψεις

Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στα κράτη της Ιταλίας και της Γερμανίας, η αντικατάσταση της δημοκρατίας από το φασιστικό και το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αντίστοιχα δεν μετέβαλε την ιμπεριαλιστική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής τους. Απεναντίας την γιγάντωσε. Ειδικότερα το βασίλειο της Ιταλίας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνος επεδίωκε τον έλεγχο της Αδριατικής και γι’ αυτό είχε έλθει μοιραία σε σύγκρουση με τα ελληνικά συμφέροντα, με δηλωτικότερο παράδειγμα την υποστήριξη δημιουργίας αλβανικού κράτους την περίοδο 1912-1914 δια της αποσπάσεως της βορείου Ηπείρου[1]. Τότε η Αυστοουγγαρία και η Γερμανική Αυτοκρατορία τήρησαν την ίδια στάση. Επιπλέον, ύστερα από τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο του 1912, τα Δωδεκάνησα (όπως και η Λιβύη στην βόρειο Αφρική) περιήλθαν στην κατοχή των Ιταλών. Κατά το σύμφωνο Βενιζέλου-Τιττόνι το 1919 και την Συνθήκη των Σεβρών το 1920, η ιταλική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να παραχωρήσει αυτονομία στην Ρόδο και να συναινέσει με την ενσωμάτωση των υπολοίπων νήσων στην Ελλάδα[2]. Βέβαια, εξαιτίας της διπλωματικής συντριβής της Ελλάδος μετά την μικρασιατική εκστρατεία (οπόταν οι Ιταλοί είχαν υποστηρίξει τον Κεμάλ)[3] και της κατισχύσεως του Μπενίτο Μουσσολίνι, η δέσμευση ποτέ δεν τηρήθηκε. Μάλιστα, στα ακόλουθα έτη οι ιταλικές αρχές προσεπάθησαν να εκλατινίσουν τα νησιά, εισάγουσες έως και Ιταλούς εποικιστές[4]. Ειρήσθω εν παρόδω ότι στην νότιο Ιταλία, καθ’ όλην την διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος, τόσο η ελληνική διάλεκτος των Γκρεκάνικων όσο και οι χρήστες της, που ήσαν απόγονοι των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων της Καλαβρίας και την Απουλίας, ευρίσκοντο υπό διωγμό[5].

Ο Μουσσολίνι, που από το 1922 κυβερνούσε την Ιταλία, παρέλαβε αρκετά γεωπολιτικά ερείσματα προκειμένου να κινηθεί επεκτατικά, θεμελιώνοντας το αφήγημα περί αναγεννήσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία θα καθιστούσε την Μεσόγειο δική της θάλασσα («Mare Nostrum»)[6]. Το πρώτο ιμπεριαλιστικό βήμα του Μουσσολίνι στόχευσε στο Ιόνιο πέλαγος, που σύμφωνα με τον ίδιο έπρεπε να ανήκει στην Ιταλία λόγω της επί τέσσερις αιώνες βενετικής κατοχής του[7]. Ήδη από τον Ιούλιο του 1923 η «Regia Marina» προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κερκύρας[8]. Στις 27 Αυγούστου, ο Μουσσολίνι βρήκε την αφορμή που αποζητούσε, όταν μία ιταλική αντιπροσωπεία δέχθηκε δολοφονική επίθεση από αγνώστους πλησίον των Ιωαννίνων. Οι Ιταλοί κατηγόρησαν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αρνήθηκε πάσα ανάμειξη. Αφότου η ελληνική πλευρά εξέφρασε αδυναμία εκπληρώσεως όλων των εξωφρενικών ιταλικών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν αποζημίωση 50.000.000 ιταλικών λιρών[9], στις 31 Αυγούστου το ιταλικό ναυτικό βομβάρδισε την Κέρκυρα και απεβίβασε μία κατοχική δύναμη αρκετών χιλιάδων στρατιωτών. Παρότι η (δημοκρατική) Γαλλία τάχθηκε υπέρ των Ιταλών, διότι είχε καταλάβει με παρόμοιο τρόπο την γερμανική βιομηχανική ζώνη του Ρουρ[10], τον Σεπτέμβριο η Κοινωνία των Εθνών πρότεινε μία συμβιβαστική λύση για την αποχώρηση των Ιταλών και την ικανοποίηση όρων (και αποζημιώσεων) εκ μέρους της Ελλάδος, η οποία έγινε αμοιβαία αποδεκτή.

Στα επόμενα έτη, ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν. Αρχικά το καθεστώς του Θ.Παγκάλου επεδίωξε προσέγγιση της Ιταλίας, ώστε να στραφεί με ασφαλισμένα νώτα κατά Βουλγάρων και Τούρκων[11].  Ακολούθως, η Ιταλία και η Ελλάδα απέκτησαν έναν κοινό αντίπαλο, την Γιουγκοσλαβία, η οποία αφενός υπέσκαπτε την ιταλική υπεροχή στην Αδριατική και αφετέρου διεκδικούσε δικαιώματα επί του λιμένος της Θεσσαλονίκης[12]. Στην Ρώμη, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1928, ανάμεσα στον νέο Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Μουσσολίνι υπεγράφη σύμφωνο φιλίας[13]. Εκείνη την περίοδο, προς απομόνωση της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσσολίνι φιλοδοξούσε να διαμορφώσει ένα διαβαλκανικό τόξο ιταλικής επιρροής από την Τουρκία έως την Ουγγαρία. Εν τούτοις, ο Βενιζέλος κινήθηκε παραλλήλως, καθώς το 1929 υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με την Γιουγκοσλαβία και το 1930 με την Τουρκία, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την πρωτοβουλία διεξαγωγής ενός ετησίου παμβαλκανικού συνεδρίου πολιτικής συνεννοήσεως[14].  

Β. Ο Άξονας Γερμανίας-Ιταλίας

Τον Οκτώβριο του 1935 οι Ιταλοί, εφορμώμενοι εκ των αποικιακών προγεφυρωμάτων τους σε Ερυθραία και Σομαλία, εισέβαλαν στην Αιθιοπία, την οποία υπέταξαν τον Φεβρουάριο του 1937[15]. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι σημαντικό μέρος του εξοπλισμού των Αιθιόπων προήλθε από την Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ[16]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Χίτλερ, ως γνήσιος μακιαβελικός πολιτικός, ενδεχομένως να θέλησε να συνετίσει (ή να δείξει στο εσωτερικό του ακροατήριο ότι συνετίζει) τον Μουσσολίνι, ώστε να μην εγείρει αντιρρήσεις στην επιχειρούμενη προσάρτηση της Αυστρίας. Βέβαια αυτή πρέπει να θεωρείται τακτική και όχι στρατηγική κίνηση, δεδομένου ότι έως τότε η Ιταλία αμφιταλαντευόταν διπλωματικώς μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων[17]. Όπως είχε προ πολλού εξηγήσει και η περίφημος ρήση του λόρδου Πάλμερστον, στην πολιτική δεν υφίστανται αιώνιοι φίλοι ή εχθροί, παρά μόνον αιώνια συμφέροντα. Άλλως τε, ο Α.Χίτλερ στο διάσημο βιβλίο του «Mein Kampf» (1925) είχε διευκρινίσει ότι προτίθεται να αφήσει το γερμανόφωνο Νότιο Τυρόλο στην κυριότητα του Μουσσολίνι, προκειμένου να στραφεί μαζί με την Ιταλία (που ονειρευόταν παντοδυναμία στην Μεσόγειο) κατά της Γαλλίας. Η Αλσατία και οι εύφορες πεδιάδες της μισητής του Γαλλίας (και περισσότερο της ανατολικής Ευρώπης) θα απέβαιναν χρησιμότερες για την ανάπτυξη της γερμανικής φυλής σε σύγκριση με λίγα χιονισμένα χωριά των Άλπεων[18]. Η ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού θα αποτελούσε απλώς επιστέγασμα της επικειμένης συμμαχίας. Πράγματι, οι εξωτερικές πολιτικές των δύο χωρών ευθυγραμμίστηκαν μετά το 1936, όταν από κοινού εξόπλισαν τις εθνικιστικές δυνάμεις του Φρανθίσκο Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο[19].   

Η επικράτηση του Μουσσολίνι στην Αιθιοπία, παρά το σχετικά υψηλό κόστος της, κόμισε αισιοδοξία στους Ιταλούς και το όραμα επανασυστάσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επανήλθε στο προσκήνιο. Επόμενος άμεσος στόχος ήταν η χερσόνησος του Αίμου και συγκεκριμένα η χώρα που μέχρι τότε τελούσε άτυπος δορυφόρος της Ιταλίας, η ανοχύρωτη Αλβανία, η οποία την άνοιξη του 1939 δέχθηκε απόβαση και κατόπιν μηδαμινής αντιστάσεως[20] κατέστη προτεκτοράτο του ιταλικού στέμματος. Προηγουμένως, το 1938, ο Χίτλερ υπό το βάσιμο πρόσχημα του ακρωτηριασμού της γερμανικής αυτοκρατορίας από την συνθήκη των Βερσαλλιών και της πολιτικής καταπιέσεως γερμανικών πληθυσμών εκτός Γερμανίας, είχε προσαρτήσει την Αυστρία (Anschluss) αλλά και την Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας, ύστερα από τον διπλωματικό του θρίαμβο επί Άγγλων-Γάλλων στην σύσκεψη του Μονάχου (μολονότι οι Ιταλοί είχαν προβάλει ενδοιασμούς για αμφότερες τις περιπτώσεις)[21].

Στις 22 Μαΐου 1939 στο Βερολίνο, παρουσία του Α.Χίτλερ, οι υπουργοί εξωτερικών της Γερμανίας Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) και της Ιταλίας Τσιάνο (Galeazzo Ciano) υπέγραψαν το λεγόμενο «Χαλύβδινο Σύμφωνο» (Stahlpakt)[22], που καθιέρωνε πολιτική και στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών. Για την υπογραφή του συμφώνου είχε προσκληθεί εις μάτην και η Ιαπωνία, που το 1936 είχε υπογράψει μαζί με την Γερμανία το Σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά οι συνθήκες για την τυπική και πλήρη ένταξή της στον Άξονα δεν είχαν εισέτι ωριμάσει. Στο άρθρο 3 του συμφώνου προβλεπόταν ότι εάν ένα εκ των συμβαλλομένων εμπλακεί σε στρατιωτική σύγκρουση με τρίτη δύναμη, το άλλο μέρος θα προστρέξει άμεσα στο πλευρό του ως σύμμαχος και θα το υποστηρίξει στρατιωτικά σε ξηρά, θάλασσα και αέρα[23]. Σε αυτό το σημείο προοικονομείται η επιχείρηση «Μαρίτα» (η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, προς αρωγή των ηττημένων ιταλικών δυνάμεων).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μουσσολίνι συναίνεσε άτυπα με την ηπειρωτική επέκταση της Γερμανίας και ο Χίτλερ με την μετατροπή της Μεσογείου σε ιταλική λίμνη[24]. Ο αρχικός διακανονισμός για την μέλλουσα ιταλική επιρροή επί Ελλάδος, Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας μάλλον είχε συντελεσθεί στην επαφή μεταξύ Τσιάνο και Χίτλερ στις 24/10/1936 στο Berchtesgaden[25]. Παρά ταύτα, η πολιτική και στρατιωτική ικανότητα της Ιταλίας να ακολουθήσει αποτελεσματικά την Γερμανία σε ολοκληρωτικό πόλεμο έχει αμφισβητηθεί από τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν. Ενώ στην Γερμανία ο Χίτλερ είχε επιβάλει απολύτως ολοκληρωτικό σύστημα διακυβερνήσεως, ελέγχοντας άπασες τις κρατικές λειτουργίες, τον στρατό, τις κοινωνικές δομές και την πλουτοπαραγωγική μεγαλοαστική τάξη, το πολίτευμα της φασιστικής Ιταλίας παρέμεινε υβριδικό, παρότι είχε εν μέρει εμπνεύσει τον προαναφερθέντα. Από το 1922, μετά την πορεία των μελανοχιτώνων στην Ρώμη, ο Μουσσολίνι τελούσε de facto δικτάτορας «πρωθυπουργός», έχοντας καταφέρει την δόμηση ενός συντεχνιακού κοινωνικού κράτους σε οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, ανώτατος θεσμικός άρχων της Ιταλίας εξηκολούθησε να είναι ο βασιλέας Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του την παλαιά αστική τάξη και αριστοκρατία (συμπεριλαμβανομένων αρκετών στρατηγών) και τελικώς υιοθέτησε φιλοαγγλοσαξονική στάση[26]. Εν ολίγοις, το συντηρητικό «βαθύ κράτος» της Ιταλίας δεν επηρεάσθηκε. Το γεγονός ότι ο Μουσσολίνι δεν ήλεγχε επαρκώς τον στρατό και το κράτος καταδεικνύεται στο πόσο εύκολα ανετράπη υπό του βασιλέως και του «Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου» το 1943, μόλις οι «Σύμμαχοι» απεβιβάσθησαν στην Ιταλία[27]. Ίσως να μην ήλεγχε ούτε την οικογένειά του, αφού ακόμη και ο Γκαλεάτσο Τσιάνο, Υπ.Εξ. της Ιταλίας και γαμβρός του, τάχθηκε υπέρ της αποπομπής του κι εν τέλει συνελήφθη και εξετελέσθη ως προδότης από την γερμανο-ιταλική διοίκηση του Σαλό[28].

Ο Χίτλερ καθώς διεμόρφωνε την «νέα ευρωπαϊκή τάξη» δεν αρκέστηκε στον προσεταιρισμό της Ιταλίας, αλλά έθεσε υπό την επιρροή του και άλλα κράτη-δορυφόρους όπως την Ουγγαρία, την Ρουμανία και την Βουλγαρία. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1940 η γερμανική διπλωματία διαπραγματευόταν με την Βουλγαρία την προσχώρησή της στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονος, υπεγράφη μεταξύ των δύο και ένα ξεχωριστό, μυστικό πρωτόκολλο που όριζε τα υπέρ του βουλγαρικού εδαφικού αναθεωρητισμού ανταλλάγματα[29]. Στο βουλγαρικό κράτος θα ενσωματωνόταν μεταπολεμικώς η περιοχή του ελληνικού βασιλείου ανάμεσα στο Δέλτα του ποταμού Στρυμόνα δυτικά και το Δέλτα του ποταμού Έβρου ανατολικά (βλ. το μήνυμα του Ribbentrop προς τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Bogdan Filov, Bi;ennh 1/3/1941)[30]. Όντως αυτά τα εδάφη θα περιήρχοντο στον έλεγχο των Βουλγάρων κατά την μετέπειτα τριπλή κατοχή και οι κάτοικοί τους θα υπέφεραν τα πάνδεινα από τον αταβιστικό φθόνο των πρώην κομιτατζήδων[31]. Εκτός αυτού, ο Χίτλερ, στις επανειλημμένες προσπάθειές του να εντάξει τους Γιουγκοσλάβους στο Τριμερές Σύμφωνο, τους προέτεινε τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης και ελεύθερη πρόσβαση στο Αιγαίο πέλαγος[32].

Γ. Η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά

Στην Ελλάδα, κατόπιν μίας εκτεταμένης περιόδου τρομακτικής πολιτικής αστάθειας και αλλεπαλλήλων κινήσεων και πραξικοπημάτων, στις 4 Αυγούστου 1936 ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, σε συνέργεια με τον μεγαλοφυή πρώην στρατιωτικό και νυν πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά (που αναρριχήθηκε σε αυτήν την θέση δια των ψήφων της Βουλής)[33] ανέστειλε με διάταγμα την λειτουργία της Βουλής και ορισμένα άρθρα του συντάγματος. Έτσι παγιώθηκε μία de facto δικτατορία με πρόεδρο της κυβερνήσεως τον μετέπειτα αρχιτέκτονα του έπους του ’40, Ιωάννη Μεταξά. Το προκείμενο λαοφιλές[34] καθεστώς παρουσίασε αρκετά φασιστικά μορφολογικά γνωρίσματα, αλλά για ιδεολογικούς, πολιτικούς και οικονομικο-κοινωνικούς λόγους δεν δύναται να ταυτιστεί με καμία αυταρχική διακυβέρνηση της τότε Ευρώπης[35]. Στην συμβατική ιστοριογραφία της εποχής μας επικρατεί η γενική πεποίθηση ότι ο ιδιαιτέρως αγγλόφιλος[36] Γεώργιος Β΄ και το βαθύ κράτος συνέχισαν να προσανατολίζουν γεωπολιτικά την χώρα, ενώ στον Μεταξά εναπετέθη η άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Ο Μεταξάς, παρότι δεν συμμεριζόταν την προκατάληψη του βασιλέως32 και στον Εθνικό Διχασμό είχε ταχθεί κατά της επεμβάσεως της Entente, ήδη από το 1922 είχε εκφράσει την λογική άποψη ότι το συμφέρον της Ελλάδος ενέκειτο στην σύμπλευση με τους (νικητές) Αγγλο-Γάλλους[37]. Επιπλέον, κατά το 1938 ενίσχυσε σημαντικά την θέση του έναντι του βασιλέως και η πολιτική του θα πρέπει να θεωρείται συνειδητή[38].

Όπως μαρτυρούν και τα αποκόμματα του προσωπικού του ημερολογίου, ο εθνικός κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς έτρεφε -για διαφορετικούς λόγους- σεβασμό τόσο για τους πειθαρχημένους Γερμανούς όσο και για τους θαλασσοκράτορες Άγγλους, αλλά τασσόταν πρωτίστως υπέρ του ελληνικού συμφέροντος. Σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 3/3/1934 (σχετικά με το περιεχόμενο του Βαλκανικού Συμφώνου), ο Μεταξάς ανέλυσε την (βενιζελίζουσα) γεωστρατηγική σκέψη του:

«Ἡ Ἑλλάς δέν εἶναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη ἀπό θάλασσαν, ἀλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη ὑπό ξηρᾶς…ἡ Ἑλλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ὡς ἐκ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως μέ καμμίαν ἀπολύτως ναυτικήν Δύναμιν Μεγάλην. Εἶναι πράγμα τό ὁποῖον οὐδέ δύναται νά σκεφθῆ… Ἄν καί εἶναι βεβαίως παράτολμον εἰς τήν πολιτικήν νά δημιουργῆ κανείς δόγματα, ἡ Ἑλλάς δύναται νά θέση ὡς δόγμα πολιτικόν ὅτι ἐν οὐδεμία περιπτώσει δύναται νά ευρεθῆ εἰς στρατόπεδον ἀντίθετον ἐκείνου, εἰς τὀ ὁποῖον θά εὐρίσκεται ἡ Ἀγγλία.»[39]

Εάν αναλογισθούμε τους πολλούς ναυτικούς αποκλεισμούς που υπέστη η χώρα τον 19ο αιώνα από Μεγάλες Δυνάμεις, η θέση αυτή φαντάζει -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- λογική. Εξάλλου, από το 1830 η Ελλάδα ήταν δεμένη πισθάγκωνα στο άρμα της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής. Και επί Μεταξά ένα σημαντικό ποσοστό του δημοσίου εξωτερικού χρέους της Ελλάδος εναπέκειτο σε Βρετανούς ομολογιούχους. Oι απαιτούμενες θυσίες για μια ιστορική αλλαγή την δεδομένη στιγμή δεν θα προσέφεραν κάτι θετικό, αφού οι δυνητικοί εχθροί ήσαν άλλοι και ήσαν κοντά. Το 1935, επί Π.Τσαλδάρη, η Ελλάς είχε υποστηρίξει την βρετανική πρωτοβουλία για επιβολή κυρώσεων επί της Ιταλίας εξαιτίας της εισβολής στην Αιθιοπία[40]. O Ιωάννης Μεταξάς ήδη από την θέση του υπουργού συγκοινωνιών το 1926-8 ακολουθούσε μία τάση εξυπηρετήσεως των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων (σε τομείς τηλεπικοινωνιών και άλλων εργολαβιών), η οποία συνεχίστηκε από τον Γεώργιο Β΄ και επί διακυβερνήσεώς του[41]. Οι δε Άγγλοι, ενώπιον απειλών κατά του status quo της Μεσογείου από τις ιταλικές φιλοδοξίες και τους αναδυομένους αραβικούς εθνικισμούς, δεν είχαν λόγο να διακόψουν τις φιλικές σχέσεις με το αντιλιμπεραλιστικό καθεστώς Μεταξά[42].

Τον Οκτώβριο του 1938 ο Μεταξάς είχε ζητήσει από τον Βρετανό πρέσβυ Sydney Waterlow, που είχε πολύ καλή γνώμη για το καθεστώς του[43], την ανάπτυξη στενοτέρων διμερών σχέσεων. Εκείνην την περίοδο, όπως απεκάλυψεν αργότερα σε συνέντευξή του στην Daily Telegraph (1/5/1940), ο Μεταξάς είχεν επιχειρήσει σύναψη επισήμου συμμαχίας με τους Βρετανούς[44], οίτινες την απέφυγαν διότι τότε (επί N.Chamberlain) τηρούσαν κατευναστική στάση έναντι της Ιταλίας, με την οποία το 1937 είχαν υπογράψει την «Συμφωνία Κυρίων» προς συντήρηση του status quo στην Μεσόγειο. Ωσαύτως, οι Βρετανοί φλέρταραν μέχρι τελευταίας στιγμής και με την Βουλγαρία, στην οποία δεν θα δίσταζαν να προτείνουν την πολυπόθητη πρόσβαση στο Αιγαίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται[45].  

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν επ’ουδενί πρόθεση του Μεταξά να πολεμήσει υπέρ των Άγγλων. Σκοπός του ήταν να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη και αλώβητη από την πολεμική λαίλαπα, την οποία προέβλεπε με χαρακτηριστική ενάργεια, όπως άλλωστε και την τελική νίκη του «αγγλοσαξονικού κόσμου»[46]. Μπροστά στις αναθεωρητικές ροπές Βουλγαρίας και Ιταλίας, ο Μεταξάς συνέχισε την πολιτική του Βαλκανικού Συμφώνου Φιλίας, που από το 1934 έως το 1938 προέβλεπε συμμαχία Ελλάδος, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας[47] (τυπικώς η «συμμαχία» ανανεώθηκε τον Φεβρουάριο του 1940, αλλά οι όροι της ουδέποτε εφηρμόσθησαν)[48]. Για μια επίσημη συμμαχία με την Βρετανία, όμως, ήθελε εγγυήσεις για την δυνατότητα αμέσου στρατιωτικής υποστηρίξεως. Η βρετανική εγγύηση για την ακεραιότητα της Ελλάδος  εδόθη στις 7 Απριλίου 1939[49], όταν οι Ιταλοί εισέδυσαν στην Αλβανία και τα στρατόπεδα άρχισαν να σχηματοποιούνται.

Οι ηγέτες του βαλκανικού συμφώνου από συνδιάσκεψη στην Άγκυρα. (Mustafa Kemal της Τουρκίας, Milan Stojadinović της Γιουγκοσλαβίας, Ιωάννης Μεταξάς και Nicolae Petrescu-Comnen της Ρουμανίας).

Ο Μεταξάς είχε επιχειρήσει να κρατήσει σε ασφαλή πλαίσια και τις σχέσεις του με το Βερολίνο, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, ήδη απ’ όταν διατελούσε υπουργός στρατιωτικών[50]. Επί καθεστώτος 4ης Αυγούστου, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μία απόπειρα γερμανικής οικονομικής διεισδύσεως μέσω επενδύσεων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1936 την Αθήνα είχε επισκεφθεί ο υπουργός Γιόζεφ Γκαίμπελς. Επιπλέον, μέσω συνεχίσεως των συμφωνιών clearing (ανταλλαγής προϊόντων), εξήγαγε προς την Γερμανία καπνό και εισήγαγε εξ αυτής πολεμικό εξοπλισμό[51], που μελλοντικά θα χρησιμοποιούσε εναντίον της (σε μια περίοδο μάλιστα καθ’ήν οι Άγγλοι ήσαν διστακτικοί ως προς την εξόπλιση των Ελλήνων). Η πολιτική πυγμή της τότε Ελλάδος διαφαίνεται στο γεγονός ότι, προς απόκτηση ξένου συναλλάγματος, εξήγαγε λαθραία πλην επικερδέστατα μέρος αυτού του οπλισμού προς αμφότερες τις αντιμαχόμενες πλευρές του ισπανικού εμφυλίου[52]. Πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι Γερμανοί, βέβαια, αντελαμβάνοντο ότι η ένταξη της Ελλάδος στον Άξονα δεν ήταν εφικτή.

Στα πλαίσια της μεταξικής πολιτικής ουδετερότητος και ύστερα από διερευνητικές επιστολές ανάμεσα στον Μεταξά και τον εν Αθήναις Ιταλό πρέσβυ Εμ. Γκράτσι (Emanuele Grazzi), στις 28 Οκτωβρίου 1939 οι δύο πλευρές συνηγόρησαν σε κοινή διακοίνωση υπέρ της διατηρήσεως «φιλικών σχέσεων»[53], αλλά χάρη στην πίεση του Foreign Office δεν επανελήφθη ένα σύμφωνο με τους όρους του 1928. Τον Μάρτιο του 1939 ο Μεταξάς είχε υποψιαστεί ότι η Αγγλία, σε συνεργασία με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Εμ. Τσουδερό, πιθανώς να απεργαζόταν την πτώση του[54], αλλά ενεφανίσθη και αποφασισμένος να πολεμήσει τους Ιταλούς εάν παραβούν την εθνική κυριαρχία της Ελλάδος[55]. Λίγο αργότερα, με τις μεγάλες δυνάμεις να έχουν ολοκληρώσει εν πολλοίς τα εξοπλιστικά τους προγράμματα, ξεσπά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αφού η Γαλλία και η Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στην Γερμανία (3/9/1939). Πλέον έγινε φανερό ότι η Ελλάς πολύ δύσκολα θα απέφευγε σύρραξη, αλλά ο προνοητικός Μεταξάς την περίοδο 1936-1940 είχε δαπανήσει συνολικά 12 δις δραχμών για τον εξοπλισμό και την οχύρωσή της[56].

Στο κέντρο ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Ιταλός πρέσβυς Εμμανουέλε Γκράτσι.

Στις 10/6/1940 η Ιταλία ενέβη στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας (καταπατούσα την «Συμφωνία Κυρίων»), ενώ μία ημέρα αργότερα ο Μεταξάς δήλωσε ότι η Ελλάδα θα παραμείνει αυστηρώς ουδέτερη και δεν θα επιτρέψει στον βρετανικό στόλο να εισέλθει σε ελληνικούς λιμένες[57][58]. Τις ειλικρινείς προσπάθειες του Μεταξά για αναίμακτη τήρηση της ουδετερότητος θα ανεγνώριζε αργότερα στο προσωπικό του ημερολόγιο και ο ίδιος ο Γκράτσι[59], παρότι είχε σοβαρούς λόγους να τις αμφισβητήσει. Βέβαια, σε τελική ανάλυση ολίγα εξηρτώντο από την βούλησή του. Εν μέσω ιταλικών προκλήσεων, το καλοκαίρι του 1940 εξιχνιάσθηκε υπό του Κ.Μανιαδάκη συνωμοσία γερμανοφίλων αξιωματούχων, που, δια της τοποθετήσεως του Κ.Πλατή στην αρχηγία του ΓΕΣ συμβαλούσης της γερμανικής πρεσβείας, αποσκοπούσαν στην ανατροπή του Μεταξά. Μεταξύ των εμπλεκομένων ήσαν ο υπουργός Κ.Κοτζιάς[60] και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Στ.Στεφανόπουλος[61].

Στις 15 Αυγούστου 1940, ανήμερα της μεγάλης ορθοδόξου εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τρεις τορπίλες ιταλικού υποβρυχίου βύθισαν το καταδρομικό Έλλη, που είχε προσαράξει πλησίον της Τήνου για να συμμετάσχει στους εορτασμούς. Η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε την δημοσιοποίηση του κοινού μυστικού, του υπαιτίου της ιεροσυλίας[62], όμως εξεκίνησε αθόρυβα τις προετοιμασίες για την αναπόφευκτη επίθεση[63].

Κατόπιν της πρωτοφανούς αυτής προκλήσεως, ο Μεταξάς επεχείρησε να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του Βερολίνου ως  προς το ενδεχόμενο η Ελλάς να απόσχει του πολέμου. Στις 30 Οκτωβρίου 1940, σε ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και συντάκτες του αθηναϊκού τύπου στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», δήλωσε τα εξής διαφωτιστικά:

«{…} Εἰς σχετικάς βολιδοσκοπήσεις πρός τήν κατεύθυνσιν τοῦ Ἄξονος μοῦ ἐδόθη νά ἐννοήσω σαφῶς ὅτι μόνη λύσις θά μποροῦσε νά εἶναι μία ἑκουσία προσχώρησις τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις πού θά ἐγένετο ὅλως εὐχαρίστως δεκτή ἀπό τόν Χίτλερ «ὠς ἐραστήν τοῦ Ελληνικοῦ πνεύματος». {...} Μέ καταφανῆ προσπάθειαν ἀποφυγῆς σαφοῦς καθορισμοῦ μοῦ ἐδόθη νά καταλάβω ὅτι ἡ πρός τούς Ἕλληνας στοργή τοῦ Χίτλερ ἦτο ἡ ἐγγύησις ὅτι αἱ θυσίαι αὐταί [για την προσχώρηση στην «Νέα Τάξη»] θά περιορίζοντο «εἰς τό ἐλάχιστον δυνατόν». Ὅταν ἐπέμεινα νά κατατοπισθῶ, πόσον ἐπί τέλους θά μποροῦσε νά εἶναι αὐτό τό ἐλάχιστον τελικῶς, μᾶς ἐδόθη νά καταλάβωμεν ὅτι τοῦτο συνίστατο εἰς μερικάς ἱκανοποιήσεις πρός τήν Ἰταλίαν δυτικῶς μέχρι Πρεβέζης, ἴσως καί πρός τήν Βουλγαρίαν ἀνατολικῶς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θά ἔπρεπε διά νά ἀποφύγωμεν τόv πόλεμον, νά γίνωμεν ἐθελονταί δοῦλοι καί νά πληρώσωμεν αὐτήν τήν τιμήν...μέ τό ἅπλωμα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τῆς Ἑλλάδος πρός ἀκρωτηριασμόν ἀπό τήν Ἰταλίαν καί τοῦ ἀριστεροῦ πρός ἀκρωτηριασμόν ἀπό τήν Βουλγαρίαν. Φυσικά δέν ἦτο δύσκολον νά προβλέψη κανείς ὅτι εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οἱ Ἄγγλοι θά ἔκοβαν καί αὐτοί τά πόδια τῆς Ἑλλάδος. {...} Κυρίαρχοι πάντοτε τῆς θαλάσσης δέν θά παρέλειπον, ὑπερασπίζοντες πλέον τόν ἑαυτόν των, ἔπειτα ἀπό μίαν τοιαύτην αὐτοδούλωσιν τῆς Ἑλλάδος εἰς τούς ἐχθρούς των νά καταλάβουν τήν Κρήτην καί τάς ἄλλας νήσους μας τουλάχιστον. Τό συμπέρασμα αὐτό δέν προέκυψεν μόνον ἀπό τήν πλέον ἁπλήν λογικήν, ἀλλά καί ἀπό ἀσφαλείς καί βεβαίας πληροφορίας ἐξ Αἰγύπτου, καθ’ ἅς εἶχεν ἤδη προμελετηθῆ καί ἀντιμετωπισθή ἡ ἐνέργεια πού θά ἔπρεπε νά γίνη ὠς φυσικόν ἐπακόλουθον πάσης τυχόv ἑκουσίας ἤ ἀκουσίας συνεργασίας τῆς Ἑλλάδος μέ τόν Ἄξονα, εἰς τάς ἑλληνικάς νήσους καί πρός παρεμπόδισιν ἐν περιπτώσει τῆς δυνατότητος διά τόν Ἀξονα νά τάς χρησιμοποιήση. {...} Ἀλλά τότε ὁ Ἑλληνικός λαός δικαίως θά ἐτάσσετο ἐναντίον τῆς κυβερνήσεως ἡ ὁποία διά vά τόν προφυλάξη ἀπό τόν πόλεμον θά τόν κατεδίκαζε εἰς ἐθελουσίαν ὑποδούλωσιν μετ’ ἐθνικοῦ ἀκρωτηριασμού. Αὐτή ἡ δῆθεν προφύλαξις θά ἦτο διά τήν τύχην τῆς εἰς τό μέλλον Ἑλληνικῆς φυλῆς, πλέον ὀλεθρία καί ἀπό τάς χειροτέρας ἔστω συνεπείας ὁποιουδήποτε πολέμου.{…} Θά προσέξατε τό τηλεγράφημα τοῦ κ. Τσῶρτσιλ, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη σήμερον στάς ἐφημερίδας {...} ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἰς τό τηλεγράφημα αὐτό δέν βλέπουν γραπτήν τήν ἐπιβεβαίωσιν ἀγράφου συμφωνίας διά τά Δωδεκάνησα [εννοεί την προοπτική απονομής των στην Ελλάδα κατόπιν αγγλικής νίκης], δέν ξέρουν νά διαβάζουν μέσα ἀπό τίς γραμμές.{…}»[64]

Στις 12 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσσολίνι, με αίσθημα αντιζηλίας έναντι του συμμάχου του που εισέβαλε στην Γαλλία χωρίς να τον ενημερώσει, δήλωσε στον Τσιάνο: «Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτήν την φορά θα τον πληρώσω με το δικό του νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι έχω καταλάβει την Ελλάδα»[65].

Δ. Το παρασκήνιο μετά την ιταλική επίθεση

Στις 27 Οκτωβρίου 1940, όπως ανέμενε, ο Μεταξάς αντελήφθη την διενέργεια προπολεμικής προβοκάτσιας στα ελληνοαλβανικά σύνορα και μαζί με το επιτελείο του προέβη στις κατάλληλες κινήσεις[66]. Στις 3:00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, την οικία του Μεταξά επισκέπτεται ο πρέσβυς Γκράτσι. Δια τελεσιγράφου ζητά την ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια, τα οποία θα κατελάμβαναν στρατηγικά σημεία[67]. Ο Μεταξάς του απαντά κοφτά στην γαλλική γλώσσα ότι αυτό σημαίνει πόλεμο[68]. Στις ακόλουθες εβδομάδες, εκτυλίχθηκε το θαύμα, ο θρίαμβος, η δόξα. Οι Έλληνες όχι μόνον απέκρουσαν την εξ Αλβανίας ιταλική εισβολή, αλλά πέρασαν στην αντεπίθεση απελευθερούντες την Βόρειο Ήπειρο.

Εκείνην την περίοδο, οι Άγγλοι ακόμη κι αν ήθελαν να βοηθήσουν την Ελλάδα δεν ηδύναντο, καθώς είχαν εξ ολοκλήρου επικεντρωθεί στην άμυνα δικών τους θέσεων σε Βρετανία και Μέση Ανατολή. Ωστόσο είχαν ενθαρρύνει τον Μεταξά με υποσχέσεις περί υποτιθεμένης στρατιωτικής βοηθείας[69]. Τους συνέφερε η θυσία της μικρής Ελλάδος, διότι με ένα νέο μέτωπο στα Βαλκάνια ο Άξονας θα αποπροσανατολιζόταν εκ των αρχικών του επιχειρήσεων. Οι Άγγλοι, επιπροσθέτως, θα μπορούσαν μεσοπρόθεσμα να χρησιμοποιήσουν ελληνικές αεροπορικές βάσεις για να βομβαρδίσουν τις γερμανικές πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι της Ρουμανίας. Για τους άνωθεν λόγους οι Γερμανοί εξανέστησαν με την πρωτοβουλία του Μουσσολίνι, θεωρούντες την συγκυρία ακατάλληλη για την επίθεση[70] και διαβεβαίωσαν άμεσα τον Μεταξά ότι η παρουσία μικρών αεροπορικών βρετανικών μονάδων στην Ελλάδα δεν αποτελούσε αιτία πολέμου για εκείνους, παρά μόνον εάν χρησιμοποιούσαν τα αεροδρόμια της βορείου Ελλάδος[71]. Ο Μεταξάς, πράγματι, στις 30-31 Δεκεμβρίου δεν θα επιτρέψει σε Άγγλους την εγκατάσταση αεροπορικής βάσεως στην Θεσσαλονίκη[72], ενώ στις 17/11/1940 είχε αρνηθεί αγγλική πρόσκληση σε συνέδριο συμμαχικών χωρών ευρισκομένων σε εμπόλεμο κατάσταση μετά της Γερμανίας[73].

Μετά τον ελληνικό θρίαμβο των πρώτων εβδομάδων, οι Γερμανοί φέρονται να επεδίωξαν κατάπαυση του πυρός σε παρασκηνιακές διμερείς επαφές και όχι δημόσια. Στις 17 Δεκεμβρίου 1940 στην Μαδρίτη, ο πρέσβυς της Ουγγαρίας Rudolf Andorka διεβίβασε στον Έλληνα ομόλογό του Περικλή Αργυρόπουλο μία πρόταση, την οποίαν είχε λάβει από τον επιτετραμένο του Χίτλερ φον Κανάρη[74]. Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση, που αμέσως κοινοποιήθηκε στον Μεταξά, θα μπορούσε να υπογραφεί ειρήνευση, οι Έλληνες να κρατήσουν τα εδάφη που ανακατέλαβαν και μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων στην Αλβανία να δημιουργηθεί μια γερμανική ουδέτερη ζώνη, εφόσον όμως εξεδιώκοντο οι Άγγλοι εκ της Ελλάδος[75]. Η γερμανική διπλωματία διεκινούσε και άλλες παραλλαγές αυτής της προτάσεως υπό μορφήν ανευθύνων ψιθύρων[76]. Στις 20 Δεκεμβρίου ο Γερμανός πρέσβυς εν Αθήναις Victor zu Erbach-Schönberg επεσκέφθη τον Ιωάννη Μεταξά[77] και δεν αποκλείεται να του επανέλαβε την γερμανική πρόταση. Τότε πάντως ο Μεταξάς του διεμήνυσε ότι δεν θα επιτρέψει την αποβίβαση βρετανικού στρατού στην Ελλάδα, για όσο χρόνο οι γερμανικές δυνάμεις παρέμεναν έξωθεν της Βουλγαρίας και βορείως του Δούναβη[78]. Ο Μεταξάς υπό την ομόφωνη συναίνεση του υπουργικού συμβουλίου δεν απεδέχθη την πρόταση και καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις, έως ότου βολιδοσκοπήσει και την αγγλική άποψη[79]. Βέβαια, όπως συνάγεται και εκ του ημερολογίου του, δεν είχε κανέναν λόγο να εμπιστευθεί τους Γερμανούς, οι οποίοι στην παρούσα φάση μπορεί να επιθυμούσαν απλώς την αναβολή των σχεδίων τους. Με τον σχεδιασμένο μελλοντικό διαμελισμό της Ελλάδος θα ικανοποιούντο περισσότερες και χρησιμότερες χώρες από την Ελλάδα. Άλλως τε, είχε ήδη αποδειχθεί πως ο Χίτλερ (όπως ίσως και οι Άγγλοι) δεν ήταν καθόλου αξιόπιστος συνομιλητής[80]. Από την άλλη πλευρά, αντί της γερμανικής κατοχής, μία μεσοπρόθεσμη ανακωχή (μέχρι το τέλος του πολέμου) με γερμανική διαμεσολάβηση, όπως συνέβη στον ρωσο-φινλανδικό πόλεμο, δεν ήταν ανέφικτη, μολονότι η απόσπαση ενός συμμάχου θα προεκάλει δικαίως την μήνιν των μετέπειτα νικητών.

Στην δύσκολη εξίσωση που εκαλείτο να λύσει ο Μεταξάς, υφίστατο (μεταξύ των επισφαλών βαλκανικών καθεστώτων) και η μεταβλητή μιας Τουρκίας  με τα μάτια στραμμένα στο Αιγαίο, που έμενε εν αρχή ουδέτερη αλλά φρόντιζε να συναναστρέφεται με αμφότερα τα στρατόπεδα. Οι Βρετανοί δεν αποκλείεται να έταζαν και στους Τούρκους τα Δωδεκάνησα, εάν εισήρχοντο στον πόλεμο και συνέβαλαν στην κατάληψή τους[81].

Στις 14 Ιανουαρίου 1941, η ελληνική αντικατασκοπεία πληροφορήθηκε περί επικειμένου γερμανικής εισβολής[82]. Τις επόμενες ημέρες οι Άγγλοι επέμειναν να αποβιβάσουν στην Θεσσαλονίκη ένα λείψανδρο σύνταγμα και έναν λόχο τεθωρακισμένων. Ο Μεταξάς, σε συνεννόηση με τον αντιβασιλέα της Γιουγκοσλαβίας και θεωρώντας ότι υπάρχει ανάγκη πέντε πλήρων μεραρχιών προς αναχαίτιση των Γερμανών, αρνήθηκε μία τόσο μικρή δύναμη που το μόνο που θα πετύχαινε ήταν η πρόκληση ή η επίσπευση της γερμανικής καθόδου στα Βαλκάνια[83]. Πέραν του στρατηγικού αντιπερισπασμού, τα κίνητρα των Άγγλων θα πρέπει να θεωρούνται κυρίως πολιτικά. Αποσκοπούσαν στην αλίευση και άλλων συμμάχων στην ευρύτερη περιοχή και στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης διεθνώς (και ιδίως της αμερικανικής)[84] αναφορικά με τον συμμαχικό αγώνα και το ποδοπάτημα αδυνάτων υπό των «εχθρών της ελευθερίας» Γερμανών. Σε αυτό το σημείο επήλθε σύγκρουση ανάμεσα στον Μεταξά και τους Βρετανούς. Ακολούθως, εξαιτίας φαρυγγίτιδος ο Μεταξάς προσκομίσθηκε σε νοσοκομείο και άφησε σύντομα την στερνή πνοή του. Στο περίεργο από παθοφυσιολογικής σκοπιάς[85] ιατρικό ανακοινωθέν της 29ης Ιανουαρίου, ειπώθηκε ότι κατέληξε κατόπιν «τοξιναιμικών επιπλοκών» και «γαστρορραγίας»[86][87]. Το 1942 σε αγγλική δεξίωση του Καΐρου, ο διατελέσας υποδιευθυντής της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών Σπυρίδων Παξινός θα εξεδήλωνε την επιθυμία να διερευνήσει τον θάνατο Μεταξά και να συγγράψει μεταπολεμικώς ένα σχετικό βιβλίο. Αργότερα, συμπτωματικώς, συνελήφθη υπό των βρετανικών αρχών σαν «κατάσκοπος των Γερμανών» και μεταφέρθηκε στην Ινδία[88], ενώ το 1958 δολοφονήθηκε στο Πακιστάν υπό μυστηριώδεις συνθήκες[89]. Το σίγουρο είναι ότι οι Βρετανοί τελικώς απέφυγαν την αμήχανη υποχρέωση να παρουσιάσουν στις εξόριστες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις του Καΐρου έναν «φασίζοντα δικτάτορα»[90]. Πάντως έως τούδε δεν απεκαλύφθησαν απτά τεκμήρια περί δηλητηριάσεως υπό συνέργειαν Άγγλων.

Τον Μεταξά διεδέχθη ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός ο διοικητής της Εθνικής Τραπέζης Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος είδε τους Ιταλούς να αντεπιτίθενται και τους Άγγλους να αποβιβάζονται, για να τραπούν σε φυγή προς την Κρήτη κατόπιν ολίγων εβδομάδων. Την περίοδο 8-15 Μαρτίου 1941, η ανδρεία των Ελλήνων οδήγησε εκ νέου σε πανωλεθρία την προσπάθεια των τριπλασίων πλέον Ιταλών να κάμψουν την αντίσταση των εξηντλημένων Ελλήνων, ελέω «παμφασιστικής σταυροφορίας». Τοιαύτη εξέλιξη, σε συνδυασμό με την προκληθείσα υπό Αγγλο-Αμερικανών ανατροπή της γιουγκοσλαβικής κυβερνήσεως (27/3)[91], κατέστησε την γερμανική κάθοδο αναπόδραστη, όπως φανέρωσαν τόσο οι διπλωματικές βολιδοσκοπήσεις του Κορυζή, όσο και η αυθαίρετη και αποτυχημένη απόπειρα του αντιστρατήγου Γ.Τσολάκογλου (12/3) να αποδεθχεί δια του συντ/χου Α.Πετίνη -έστω και αργά- την πρόταση Κανάρη στο γερμανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης[92]. Ήταν ο ίδιος αντιστράτηγος που στις 20 Απριλίου 1940 θα υπέγραφε, πάλιν αυθαίρετα, πρωτόκολλο ανακωχής με τον προελαύνοντα Josef Dietrich[93] (το οποίο εάν ετηρείτο υπό Γερμανών θα απέτρεπε τον ακρωτηριασμό της Ελλάδος, συνολικώς θα υπέγραφε άλλες δύο συνθηκολογήσεις) κι εν τέλει θα δεχόταν να γίνει ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός.

Στις 6 Απριλίου 1941, ελάχιστη ώρα μετά την έναρξη της εκ Βουλγαρίας γερμανικής εισβολής, ο Α.Κορυζής είχε εκφράσει το δεύτερο «Όχι» στο τελεσίγραφο του πρέσβεως Έρμπαχ για εκδίωξη των βρετανικών στρατευμάτων[94]. Στις 18 Απριλίου, ύστερα από μία μυστική -και ίσως επεισοδιακή- συνομιλία με τον αγγλόδουλο Γεώργιο Β΄, βρέθηκε νεκρός στην οικία του με δύο (sic) σφαίρες στην καρδιά[95]. Οι εφημερίδες της εποχής ομίλησαν γενικώς και αορίστως περί αιφνιδίου θανάτου. Αργότερα διοχετεύθηκε στην συμβατική ιστοριογραφία και την κοινή γνώμη η άποψη ότι αυτοκτόνησε για να μην παραδοθεί στους Γερμανούς[96], οι οποίοι περαίωσαν την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδος στις 27 Απριλίου. Στην θέση του προέδρου της ελληνικής κυβερνήσεως διορίστηκε από Άγγλους και βασιλέα ο πειθήνιος αγγλόφιλος Εμμανουήλ Τσουδερός. Οι Άγγλοι μαζί με τον ελληνικό χρυσό και τους εντολοδόχους της ελληνικής κυβερνήσεως μετεκινήθησαν στην Κρήτη κι από ‘κει στην Αίγυπτο.

Χάρη στο ηρωικό έπος του ’40 και την σχεδόν δίμηνη αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων προ του χιτλερικού οδοστρωτήρος, η γερμανική εκστρατεία κατά της Ρωσίας υπέστη σημαντική αναβολή, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να ανασχεθούν μεσούντος του ρωσικού χειμώνος και να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της συντριβής των[97]. Όμως οι περιπέτειες της πολύπαθης Ελλάδος θα καθυστερούσαν πολύ να κοπάσουν, καθώς οι μεγαλύτερες θυσίες της στον βωμό της τιμής και της ελευθερίας δεν είχαν ακόμη εκπληρωθεί, όπως και η πανθομολογούμενη ιστορική δικαίωση των αγώνων της. Λίγα χρόνια μετά τις θυσίες της Ελλάδος, οι -κατά τ’ άλλα λαλίστατοι ως προς την «ευγνωμοσύνη» τους- σύμμαχοί της θα απηγχόνιζαν ανερυθριάστως ελληνόπουλα στην Κύπρο... 

 

[1] Gerard E. Silberstein, “The Troubled Alliance: German-Austrian Relations, 1914—1917”, University Press of Kentucky 2014, σ.46

[2] Γιάννης Γιαννόπουλος, “Δωδεκάνησος, η γένεση ενός ονόματος και η αντιμετώπισή του από τους Ιταλούς” [Dodecanese, the genesis of a name and the Italian approach]. Ἑῶα καὶ Ἑσπέρια 6 (2006), 2 σ.725-295

[3] Richard Lamb, “Mussolini as Diplomat”, John Murray Publishers 1998, σ.291-292

[4] Βάσει των αρχείων του ελληνικού Υπ.Εξ: “Diplomatic Documents Relating to Italy's Aggression Against Greece: The Greek White Book, American Council on Public Affairs 1943, σ.7-8

[5] Alan Clarke, “Managing and Developing Communities, Festivals and Events”, Springer 2016, σ.137

[6] Marta Petricioli, “L'Europe Méditerranéenne”, Peter Lang 2008, σ.89

[7] Αριστοτέλης Α. Καλλής, “Fascist Ideology Territory and Expansionism in Italy and Germany, 1922-1945”, Routledge 2000, 50-51

[8] Α. Καλλής, ό.π, σ.68

[9] James Barros, “The Corfu Incident if 1923: Mussolini and the League of Nations”, Princeton University Press 1965. σ.339

[10] James Burgwyn, “Italian Foreign Policy in the Interwar Period: 1918-1940”, Praeger 1997, σ.23

[11] Θάνος Βερέμης, “Οικονομία και Δικτατορία: η συγκυρία 1925-1926”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας 1982, σ.38-39

[12] Πηνελόπη Κισσούδη, “The Balkan Games and Balkan Politics in the Interwar Years 1929–1939: Politicians in Pursuit of Peace”, Routledge 2013, σ.43  

[13] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΕ': “Νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το 1941”, Εκδοτική Αθηνών 1978, σ.343-348

[14] Zara S. Steiner, “The Lights that Failed: European International History, 1919-1933”, Oxford University Press 2007, σ.499

[15] Anthony Mockler, “Haile Selassie's War”, Olive Branch Press 2003, σ.172-73

[16] Robert Leckie, “Delivered from Evil: The Saga of World War II”, Harper & Row 1987, σ.64

[17] Hamish MacDonald, “Mussolini and Italian Fascism”, Nelson Thornes 1998, σ.33-34

[18] Αδόλφος Χίτλερ (μτφρ. Λεωνίδας Προεστίδης), “Ο Αγών μου”, εκδόσεις Κάκτος 2006, σ.769-794

[19] Gordon Martel, “Origins of the Second World War Reconsidered”, Routledge 2002, σ.212-218

[20] Owen Pearson, “Albania in the Twentieth Century, A History” Vol.I “Albania and King Zog”, I.B.Tauris 2004, σ.439

[21] Harold J. Goldberg, “Competing Voices from World War II in Europe: Fighting Words”, ABC-CLIO 2010, σ.7-8

[22] Conan Fischer, “Europe between Democracy and Dictatorship: 1900 - 1945”, John Wiley & Sons 2011, σ.263

[23] Völkischer Beobachter, 23/05/1939

[24] Ο Χίτλερ ήδη από την περίοδο συγγραφής του ανεκδότου «δευτέρου βιβλίου» του (που αποτελούσε συπλήρωμα του «Mein Kampf» επι ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και του οποίου η γνησιότητα έχει αναγνωρισθεί από πολλούς διαπρεπείς ιστορικούς) χαιρέτιζε αυτήν την προοπτική (όπως και την συμμαχία με την θαλασσοκράτειρα Αγγλία), όντας ο ίδιος αδιάφορος για αποικιακές-εμπορικές φιλοδοξίες: «Ο φυσικός χώρος της ιταλικής επεκτάσεως είναι και θα παραμείνει η περιοχή που περιβάλλει την Μεσόγειο. Όσο περισσότερο η σημερινή Ιταλία απομακρύνεται από την προηγούμενη πολιτική εθνικής ενοποίησης και μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστική, τόσο πιστότερα θα βαδίζει στα χνάρια της αρχαίας Ρώμης {...} Και αν σήμερα η Ιταλία επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή της στην περίμετρο της λεκάνης της Μεσογείου και να αποκτήσει αποικίες, τότε αυτή είναι [επίσης] η μόνη φυσική πραγμάτωση των συμφερόντων της». Βλ. Α.Χίτλερ (1928), επίμ. Gerhard L. Weinberg, Krista Smith, “Hitler’s Second Book: The Unpublished Sequel to Mein Kampf”, Enigma Books 2006, σ.177-178

[25] Galeazzo Ciano (εκδ. Malcolm Muggeridge, μτφρ. Stuart Hood), “Ciano’s Diplomatic Papers”, Odhams Press 1948, σ.55-60

[26] Mack Smith, “Denis Italy and Its Monarchy”, Yale University Press 1989, σ.321

[27] John Pollard, “The Fascist Experience in Italy”, Routledge 2005, σ.111-114

[28] James Burgwyn, “Mussolini and the Salò Republic, 1943–1945: The Failure of a Puppet Regime”, Springer 2018, σ.51-55

[29] Stefane Groueff, “Crown of Thorns: The Reign of King Boris III of Bulgaria, 1918-1943”, Lanham 1998, σ.292-293

[30] Documents on German Foreign Policy 1918-1945 (DGFP), Series D (1937-1945), Vol.12, No 114, (Foreign Office, United States Department of State, HMSO: Λονδίνο 1949), σ.203  

[31] Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού 1998, σ.422-424

[32] Perica Hadzi-Jovancic, “The Third Reich and Yugoslavia: An Economy of Fear, 1933-1941”, Bloomsbury Publishing 2020, σ.178-182

[33] Γιώργος Μαυρογορδάτος, “Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940”, 2003, σ.29

[34] Βλ. Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην Βίκυ Φλέσσα, στην εκπομπή «Στα άκρα» της ΕΡΤ, 29/01/2010

[35] Χρήστος Χατζηιωσήφ, “Ιστορία της Ελλάδας του 20ου Αιώνα: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940” τόμος Β2, Βιβλιόραμα 2003, σ.118-120

[36] Δημήτριος Κιτσίκης, “Ἡ Ἑλλάς τῆς 4ης Αὐγούστου καὶ αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις: ἀρχεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, 1936–1941”, Ίκαρος 1974, σ.33

[37] Μόλις δηλαδή ίδρυσε το ενωτικό κόμμα των Ελευθεροφρόνων, βλ. εφημ. Καθημερινή, 18/10/1922

[38] Ευάγγελος Χρυσός, Wolfgang Schultheiß, “Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων”, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία 2010, σ.207

[39] Παναγιώτης Πιπινέλης, “Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος, 1923–1941”, Αθήναι 1948, σ.198-200

[40] James Barros, “Britain, Greece and the Politics of Sanctions: Ethiopia, 1935-1936”, Royal Historical Society 1982

[41] Χ.Χατζηιωσήφ, ό.π., σ.114-115

[42] Αυτό φαίνεται και στην ομιλία Sir Antony Eden στην βρετανική βουλή (28/4/1937) περί πρωτίστης σημασίας των φιλικών καθεστώτων κι έπειτα των ιδεολογικώς συγγενών. Βλ. Δ.Κιτσίκης, ό.π, σ.32-33

[43] Jon V. Kofas, “Authoritarianism in Greece: The Metaxas Regime”, East European Monographs 1983, σ.183-192

[44] Αναστάσιος Ζολώτας, “Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου”, Ερωδιός 2005, σ.79

[45] Σε κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα προς την πρεσβεία του Λονδίνου στις 14/2/1938 (αρ. πρωτ. 3084), ο Μεταξάς εξέφρασε την αγανάκτησή του καθώς ο βρετανικός παράγων είχε αναμειχθεί σε συνομιλίες για την ικανοποίηση των βουλγαρικών εδαφικών αξιώσεων εις βάρος της Ελλάδος. Βλ. Ιωάννης Μεταξάς (επίμ. Φαίδων Βρανάς), “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” (“Η Τετάρτη Αυγούστου”, “Ο Πόλεμος 1940-1941”), Ίκαρος 1960, σ.294-295

[46] Ιωάννης Μεταξάς, “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” (“Η Τετάρτη Αυγούστου”), Ίκαρος 1960, σ.524

[47] League of Nations Treaty Series, [9/2/1934] LNTSer 20, No3514, σ.154-159

[48] Πηνελόπη Κισσούδη, “The Balkan Games and Balkan Politics in the Interwar Years 1929 – 1939: Politicians in Pursuit of Peace”, Routledge 2013, σ.168

[49] Θάνος Βερέμης, “Βαλκάνια: από τον 19ο ως τον 21ο αιώνα”, Πατάκης 2005, σ.69

[50] Ε.Χρυσός, W.Schultheiß, ό.π., σ.205

[51] Ηλίας Ηλιόπουλος (εκδ. Θ.Βερέμης), “Ο Μεταξάς και η Εποχή του” (κεφ. “Η Ελληνική Στρατηγική Ανάσχεσης έναντι της Αναθεωρητικής Απειλής και τα Όριά της”), Αθήνα 2009, σ. 156-168

[52] Βλ. Αναφορά του πρέσβεως εν Αθήναις Sydney Waterlow προς τον Βρετανό Υπ.Εξ. Anthony Eden στις 19/2/1938. FO 371/22371 R2032.

[53] Ιωάννης Μεταξάς, “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” τόμ.Δ,  Ίκαρος 1960, σ.402-403

[54] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.359 (εγγραφή 12-19/5/1939)

[55] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.359-360

[56] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.426

[57] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.475

[58] Emanuele Grazzi (μτφρ. Γ.Χρυσώ), “Η αρχή του τέλους (η επιχείρηση κατά της Ελλάδας)”, Εστία  1980, σ.124-125

[59] E.Grazzi, ό.π., σ.50-51

[60] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.485

[61] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.537

[62] Heinz Richter (μτφρ.Κώστας Σαρρόπουλος), “Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος”, εκδ.Γκοβόστη 1998, σελ.60

[63] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.494, 498, 502

[64] “Ο ελληνοιταλικος πολεμος, 1940-1941: η ιταλικη εισβολη (28 Οκτωβριου μεχρι 13 Νοεμβριου 1940)”, Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού 1960, σ.290-292 (Αρχείον ΔΙΣ Φ. 618/ΣΤ/1)

[65] Galeazzo Ciano (επίμ. H.Gibson, S.Welles), “Ciano Diaries 1939-1943” (Unabridged Diaries of Count Galeazzo. Italian Minister for Foreign Affairs 1936-1943), Doubleday & Co 1946, σ.247

[66] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.513

[67] Σπυρίδων Μαρκεζίνης, “Σύγχρονης Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος (1936-1975)”, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος 1994, σ.170

[68] «Alors, c'est la guerre»

[69] Ιωάννης Κολιόπουλος, “Παλινόρθωση, Δικτατορία, Πόλεμος, 1935-1941”, Εστία 1984, σ.192-193

[70] Ο Χίτλερ πίστευε ότι η επίθεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί μετά τις εκλογές των ΗΠΑ (5/11/1940), ειδεμή η αμερικανική κοινή γνώμη θα αντιδρούσε κατά του Άξονος επανεκλέγουσα τον αντιναζιστή Ρούζβελτ. Βλ: Αναστάσιος Ζολώτας, “Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου”, Ερωδιός 2005, σ.49

[71] Hagen Fleischer, “Στέμμα και σβάστικα: Η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης 1941-1944”, εκδ. Παπαζήση 1988, σ.64

[72] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.549-550

[73] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.537

[74] Ο Wilhelm von Canaris ήταν επικεφαλής της γερμανικής αντικατασκοπείας (Abwehr) και διατεινόταν ότι καταγόταν από την ελληνική οικογένεια των Κανάρηδων.

[75] Höhne Heinz, “Canaris; Patriot im Zwielicht”, Bertelsmann, Μόναχο 1976, σ. 415-421

[76] Εκτός του Κανάρη, ως δίαυλοι επικοινωνίας έχουν κατονομασθεί ο στρατιωτικός ακόλουθος της εν Αθήναις γερμανικής πρεσβείας Christian Clemm von Hohenberg, ο πρέσβυς εν Αγκύρα Franz von Papen ακόμη και η γυναίκα του διαδόχου Παύλου Φρειδερίκη. Βλ. Αναστάσιος Ζολώτας, “Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου”, Ερωδιός 2005, σ.98-141

[77] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.545

[78] Mogens Pelt, “Tobacco, Arms, and Politics: Greece and Germany from World Crisis to World War, 1929-41”, Museum Tusculanum Press 1998, σ.208-209

[79] Αννίβας Βελλιάδης, “Μεταξάς-Χίτλερ: Ελληνογερμανικές σχέσεις στη μεταξική δικτατορία, 1936-1941”, Ενάλιος 2003, σ.301-303

[80] Η χιτλερική Γερμανία είχε ήδη παραβιάσει αρκετές συνθήκες και εγγυήσεις, με πλησιέστερο παράδειγμα την Ρουμανία, της οποίας την απώλεια εδαφών προς την Ουγγαρία είχε επιβάλει ύστερα από προσχώρησή της στον Άξονα. Επίσης με την μακράν ισχυρότερη Ε.Σ.Σ.Δ. είχε υπογράψει ένα μακράν επισημότερο σύμφωνο (23/8/1939) το οποίο μάλιστα περιείχε τους όρους του Χαλυβδίνου Συμφώνου. Όμως μετά την Ελλάδα επετέθη και στην Ε.Σ.Σ.Δ.

[81] Achilles N. Sakell, “A Ripple on the Seas”, Vantage Press 1986, σ.72

[82] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.558

[83] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.559-560

[84] Ο επιτετραμμένος του προέδρου Φ.Ρούζβελτ στα Βαλκάνια συντ/χης  William Donovan δήλωσε στον Υπ.Εξ. Βρετανό A.Eden ότι «σημαντική βοήθεια προς την Ελλάδα θα επηρεάσει σημαντικά την αμερικανική κοινή γνώμη, ιδιαιτέρως δε την Γερουσία και την Βουλή». Βλ. Βάσος Μαθιόπουλος, “Η συμμετοχή της Ελλάδος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο”, Ακαδημία Αθηνών 1998, σ.268

[85] O K.Μανιαδάκης δήλωσε πως «εάν ο Μεταξάς είχε νοσηλευθεί και στην τρίτη θέση ενός δημοσίου νοσοκομείου, θα είχε σωθεί». Βλ. Ιάκωβος Χονδροματίδης, “Η συνωμοσία της Αγγλίας κατά της Ελλάδος”, Εκδόσεις Θούλη 2012, σελ.43-45

[86] Θεοφύλακτος Φ. Παπακωνσταντίνου, “Η Μάχη της Ελλάδος, 1940-1941”, εκδ. Γαλαξίας-Κεραμεικός 1966, σ.161

[87] Σύμφωνα με θεωρία συνωμοσίας του ιστορικού Δημητρίου Μιχαλοπούλου που επικαλείται μαρτυρία του υιού του κυρίως ιατρού που συνέταξε το ανακοινωθέν, στις 25 ή 26/1 ο εκδότης του «Βήματος» και των «Νέων» Δημήτρης Λαμπράκης (ως «πράκτωρ Άγγλων») είχε παραθέσει στον Μεταξά το τελευταίο, «μακάβριο» γεύμα. Βλ. συνέντευξή του στην εκπομπή «Δελτίο των 11» του Σπύρου Χατζάρα στον τηλ. σταθμό Blue-Sky στην 1η/4/2011.

[88] Δημήτρης Μιχελίδης, “Ο μυστικός πράκτορας στο ΚΚΕ”, εκδ. Γλάρος 1986, σ.112

[89] Βλ. πρωτοσέλιδο του φύλλου υπ’ αριθμ. 15547 της εφημερίδος «Μακεδονία» στις 25/11/1958

[90] Α.Ζολώτας, ό.π., σ.121

[91] Richard Dunlop, “Donovan, America's Master Spy”, Rand McNally 1982, σ.258-277

[92] Σύμφωνα με το αρχείο του βιογράφου του φον Κανάρη Heinz Höhne. Βλ. Ζολώτα, ό.π., σ.160-161

[93] Γεώργιος Τσολάκογλου, “Απομνημονεύματα”, Ακρόπολις 1959, σ.250

[94] Ιωάννης O. Ιατρίδης, “Ambassador MacVeagh Reports: Greece, 1933-1947”, Princeton University Press 2014, σ.328-330

[95] Κωνσταντίνος Κοτζιάς, “Ελλάς, ο πόλεμος και η δόξα της”, Αθήνα 1947, σ.405

[96] Δημοσθένης Κούκουνας, “Η γερμανική εισβολή και η συνθηκολόγηση: Απρίλιος 1941”, εκδ. Μέτρον 1983, σ.60

[97] Ο ίδιος ο Χίτλερ παραδέχεται στην πολιτική διαθήκη του ότι με τις πέντε εβδομάδες που έχασε στα Βαλκάνια θα μπορούσε να καταλάβει την Μόσχα εγκαίρως και να τελειώσει τον πόλεμο. Αυτές οι πέντε εβδομάδες τον γονάτισαν στο τέλος. Βλ. Α.Χίτλερ, “The Testament of Adolf Hitler: The Hitler-Bormann Documents, February-April 1945”, Icon Books 1962, σ.27-32