Οπαδισμός και εγκληματικότητα
Ο Γουσταύος Λε Μπον, στο βιβλίο του «Η ψυχολογία των επαναστάσεων», μεταξύ άλλων αναφέρει: «Όταν αυτές οι δύο κατηγορίες, οι συστηματικοί εγκληματίες και οι περιστασιακοί κακοποιοί ενωθούν, διαρθρώνουν έναν πανίσχυρο στρατό που αποδείχνεται ιδιοφυής στις κοινωνικές αναταραχές. Δεν υπήρξαν επαναστατικοί πρωτεργάτες, θρησκευτικοί θεμελιωτές ή ιδρυτές πολιτικών κομμάτων που να μην χρειάστηκαν επιτακτικά αυτά τα κατακάθια».
Η αλήθεια των λόγων του Γάλλου συγγραφέα και κοινωνιολόγου καταφαίνεται εμφατικά στα γεγονότα της οπαδικής βίας, όπου εγκληματικά στοιχεία βρίσκουν άσυλο για την εκδήλωση των δολοφονικών και παραβατικών συμπεριφορών τους υπό το κάλυμμα της «οργανωμένης υποστήριξης της ομάδας τους». Θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς ότι ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται και ως ένα «κέντρο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων» εν αναμονή κοινωνικών ή πολιτικών εξελίξεων που κάποιοι ονειρεύονται.
Η πολιτεία δείχνει ανίκανη να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και επιλέγει συνήθως να κρύψει τις ευθύνες της πίσω από εξαγγελίες της για «πάταξη της βίας», αλλά και λόγω της απροθυμίας της να συγκρουστεί με επιχειρηματικά συμφέροντα που τη στηρίζουν, αν όχι που την ποδηγετούν και την κατευθύνουν.
Αρωγός σε όλη αυτή την παθογένεια το εκδοτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο που προωθεί με τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα του τον οπαδισμό και ένα συγκρουσιακό κλίμα μέσα στην κοινωνία, ιδιαίτερα στα νεαρά μέλη της.
Οι εθνικιστές καλούνται να προχωρήσουν πέρα και πάνω από όλα αυτά, οδηγώντας την κοινωνία στην εθνική της προοπτική, στη σύμπνοια και στη συνεργασία για ένα ελληνικό αύριο αντάξιο των ιδανικών και της κληρονομιάς μας.