Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.
Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Του Χρήστου Μπίσδα
Η Ελλάδα βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία την 28-10-1941 και με την Γερμανία την 6-4-1945 κατόπιν κήρυξης πολέμου από τα ανωτέρω κράτη. Η Βουλγαρία δεν κήρυξε ποτέ επίσημα πόλεμο στην Ελλάδα αλλά η κήρυξη του πολέμου συνάγεται de facto από τις επιθετικές ενέργειες της Βουλγαρίας σε βάρος της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, η Βουλγαρία κατά την προσχώρησή της στον Άξονα είχε υπογράψει συμφωνία με τη Γερμανία δυνάμει της οποίας επέτρεπε τη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από τη βουλγαρική επικράτεια μέχρι τα ελληνοβουργαρικά σύνορα με αντάλλαγμα το δικαίωμα να διαδεχθεί τη Γερμανία ως κατέχουσα δύναμη στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, όπως τελικά συνέβη[1]. Σύμφωνα με τον Κύρου[2] «Από απόψεως διεθνούς δικαίου η ανάθεσις της εχθρικής κατοχής μίας περιοχής εις κράτος, το οποίον τυπικώς δεν είχε κηρύξει τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος και δεν είχε συμμετάσχει ενεργώς εις τας επιχειρήσεις εναντίον της, αποτελεί παράβασιν σαφώς χαρακτηριζομένην από τας διεθνώς αναγνωριζομένας αρχάς». Η ελληνική κυβέρνηση με την από 11-6-1941 εγκύκλιό της απευθυνόμενη προς τις ελληνικές πρεσβείες, θεώρησε ότι τελούσε σε κατάσταση πολέμου με τη Βουλγαρία από την 21-4-1941, ημερομηνία κατά την οποία τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην ελληνική επικράτεια. Το καθεστώς που διαμορφώθηκε στις τρεις ζώνες κατοχής της Ελλάδας από άποψη διεθνούς δικαίου ήταν καθεστώς πολεμικής κατοχής (occupatio bellica).
Το ισχύον εκείνη την εποχή δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου, περιλαμβανόταν στις διεθνείς συμβάσεις που προέκυψαν από τις Συνδιασκέψεις της Χάγης το 1899 και το 1907. Η Σύμβαση της Χάγης του 1899 κυρώθηκε από την Ελλάδα και την Ιταλία. Η Σύμβαση της Χάγης του 1907 κυρώθηκε μόνο από τη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία αποτέλεσε αντικείμενο εσωτερικής νομοθετικής ρύθμισης. Σε κάθε περίπτωση αμφότερες οι Συμβάσεις αποκρυστάλλωναν προϋπάρχον εθιμικό δίκαιο[3]. Ειδικότερα οι κανόνες του διεθνούς δικαίου για την πολεμική κατοχή περιέχονταν στην Σύμβαση της Χάγης IV του 1907 (άρθρα 42-56). Κατά τον Σαρηγιαννίδη, «τα Άρθρα 42-56 των Κανονισμών της Χάγης (1899) που αφορούσαν στην πολεμική κατοχή επαναλήφθηκαν στους κανονισμούς της τέταρτης Σύμβασης της Χάγης (1907) με ελάχιστες και επουσιώδεις αλλαγές στη διατύπωσή τους»[4]. Σύμφωνα με το άρθρο 43 της Σύμβασης της Χάγης IV του 1907, οι κατέχουσες δυνάμεις όφειλαν να λαμβάνουν μέτρα για την αποκατάσταση και διατήρηση της δημόσιας τάξης και του δημόσιου βίου εφαρμόζοντας, πλην απολύτου κωλύματος, τους νόμους που ίσχυαν στην κατεχόμενη περιοχή[5]. Η ανωτέρω σύμβαση, που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Γερμανία, απηχούσε αρχές του διεθνούς δικαίου που ίσχυαν γενικά και δέσμευαν όλα τα κράτη, ανεξαρτήτως του αν αυτά είχαν επικυρώσει τη σύμβαση. Οι διατάξεις της σύμβασης απέδιδαν κανόνες διεθνούς δικαίου καθολικής ισχύος[6].
Η ΝΟΜΙΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Κατά τη διάρκεια της κατοχής το ελληνικό κράτος από «Βασίλειον της Ελλάδος» μετονομάστηκε από τους Γερμανούς σε «Ελληνική Πολιτεία».
Επίσης, κατά την διάρκεια της κατοχής λειτούργησαν ταυτόχρονα τρεις κυβερνήσεις, εκάστη εκ των οποίων υποστηριζόταν και αναγνωριζόταν από διαφορετικά κράτη και αυτοχαρακτηριζόταν ως η μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Ελλάδας. Οι «κυβερνήσεις» αυτές ήταν: α) η εξόριστη στο Κάιρο ελληνική κυβέρνηση, την οποία δέχονταν ως νόμιμη κυβέρνηση οι Σύμμαχοι, β) η εκάστοτε κυβέρνηση της Αθήνας (Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου, Ράλλη), την οποία είχαν διορίσει οι Γερμανοί και γ) η αποκαλούμενη «κυβέρνηση του βουνού», που είχε δημιουργήσει το Ε.Α.Μ.
Μέχρι σήμερα, υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των υποστηρικτών των νικητών του Β΄ ΠΠ για το ποιά ήταν η νόμιμη κυβέρνηση της Ελλάδας κατά την κατοχή. Πολιτικοί και ιστορικοί, ανάλογα με το πού πρόσκεινται ιδεολογικά ή ποιά συμφέροντα εξυπηρετούν, αναγνωρίζουν ως νόμιμη κυβέρνηση της Ελλάδας είτε την «εξόριστη» κυβέρνηση του Καΐρου είτε την κομμουνιστική «κυβέρνηση του βουνού». Αποφεύγουν, όμως, να ανατρέξουν στο ισχύον κατά την εποχή που εξετάζουμε διεθνές δίκαιο, το οποίο ξεκάθαρα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι νόμιμη κυβέρνηση της Ελλάδας ήταν η εκάστοτε διορισμένη από τους Γερμανούς κυβέρνηση της Αθήνας, διότι ήταν εκείνη που ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο στην ελληνική επικράτεια με ελάχιστες εξαιρέσεις προσωρινής αδυναμίας άσκησης αυτού σε συγκεκριμένες περιοχές (π.χ. προσωρινή κατοχή περιορισμένων εδαφών από ομάδες ανταρτών). Η «εξόριστη» κυβέρνηση του Καΐρου προσπαθούσε να επεκτείνει την δράση της στην ελληνική επικράτεια με την αποστολή πρακτόρων, την διατήρηση φιλικών προς αυτήν ομάδων ανταρτών και την λειτουργία δικτύου κατασκοπίας όμως σε καμία περίπτωση δεν ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο σε οποιοδήποτε τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Η κομμουνιστική «κυβέρνηση του βουνού», μέσω ομάδων ανταρτών, κατόρθωνε να ελέγχει προσωρινά κάποιες περιοχές - όπου μάλιστα προσπαθούσε να εγκαθιδρύσει κρατικούς θεσμούς (διοίκηση, σχολεία, δικαστήρια κλπ) - όμως οι κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν την δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να προβούν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και να επανακτήσουν τον φυσικό έλεγχο αυτών των περιοχών. Επομένως, η ισχυρότερη κατέχουσα δύναμη (Γερμανία) - μέσω των διορισμένων από αυτήν κυβερνήσεων - ασκούσε την διακυβέρνηση της χώρας στην θέση της εκδιωχθείσας κυβέρνησης και απέκλειε από την άσκηση της διακυβέρνησης οποιονδήποτε τρίτον, συμπεριλαμβανομένης της κομμουνιστικής «κυβέρνησης του βουνού». Το γεγονός αυτό αποσιωπάται από αριστερούς και δεξιούς που επί δεκαετίες καλλιεργούν τον μύθο είτε της ελεύθερης Ελλάδας στα βουνά είτε της συνέχισης της διακυβέρνησης της Ελλάδας από την αυτοεξόριστη και πλήρως ελεγχόμενη από τους Συμμάχους κυβέρνηση του Καΐρου.
Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Βάσει του ισχύοντος διεθνούς δικαίου, κατά τη διάρκεια της πολεμικής κατοχής οι κατέχουσες δυνάμεις[7] όφειλαν να εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, την απονομή της δικαιοσύνης από τα υπάρχοντα δικαστήρια σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η κάθε μία στα εδάφη που κατείχε. Σύμφωνα με τον Φραγκίστα, η προ της κατοχής ισχύουσα στις κατεχόμενες χώρες νομοθεσία διατηρεί και μετά την κατοχή την ισχύ της, εφόσον ο κατακτητής δεν προέβη σε μεταβολή της εντός των ορίων του διεθνούς δικαίου και τα δικαστήρια της κατεχόμενης πολιτείας, εφόσον τα σεβάστηκε ο κατακτητής, συνεχίζουν το έργο τους εκδίδοντας δικαστικές αποφάσεις στο όνομα της κατεχόμενης χώρας[8].
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι κατέχουσες δυνάμεις διατήρησαν σε ισχύ την ελληνική νομοθεσία και τα ελληνικά δικαστήρια συνέχισαν να λειτουργούν. Η Ελληνική Πολιτεία συνέχισε να νομοθετεί και να εξασφαλίζει τη λειτουργία συστήματος απονομής δικαιοσύνης και την παραπομπή στα αρμόδια δικαστήρια όσων φέρονταν να έχουν διαπράξει εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου αλλά και εγκλήματα πολέμου στην ελληνική επικράτεια. Πέραν των ελληνικών δικαστηρίων, στη γερμανική και την ιταλική ζώνη κατοχής λειτούργησαν γερμανικά και ιταλικά στρατοδικεία αντίστοιχα (π.χ. Γερμανικό Στρατοδικείο Αθήνας, Γερμανικό Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης) στα οποία παραπέμπονταν Γερμανοί και Ιταλοί στρατιωτικοί αντίστοιχα αλλά και Έλληνες πολίτες[9]. Κατ’ εξαίρεση, τα στρατοδικεία της Βέρμαχτ δεν είχαν καμία δικαιοδοσία στις μονάδες των SS και, επομένως, δεν ήταν αρμόδια να δικάσουν υποθέσεις που αφορούσαν άνδρες των SS. Τα μέλη των SS δικάζονταν μόνο από δικαστήρια των SS[10].
Εξαίρεση στα ανωτέρω αποτέλεσε η Βουλγαρία, η οποία διαρκούσης της κατοχής με πράξη του εσωτερικού της δικαίου προσάρτησε τα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη. Κατόπιν τούτου, η βουλγαρική κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη δεν τελούσαν υπό καθεστώς στρατιωτικής κατοχής αλλά αποτελούσαν επαρχίες της βουλγαρικής επικράτειας. Κατά συνέπεια, οι Βούλγαροι κατήργησαν τα ελληνικά δικαστήρια και στη θέση τους δημιούργησαν βουλγαρικά δικαστήρια, με Βούλγαρους δικαστές. Η λειτουργία βουλγαρικών δικαστηρίων εντασσόταν σε μία ευρύτερη προσπάθεια εκρίζωσης του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων και εκβουλγαρισμού της περιοχής, που περιλάμβανε την απόλυση των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων, την απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας, την αντικατάσταση ελληνικών τοπωνυμίων από βουλγαρικά κλπ. Η ανωτέρω «προσάρτηση» από άποψη διεθνούς δικαίου πρέπει να θεωρηθεί ως μη υπάρχουσα και μη δυνάμενη να επιφέρει έννομα αποτελέσματα[11]. Κατά μία άλλη εκδοχή[12], η Βουλγαρία προσπάθησε να προσαρτήσει την Θράκη διά δημοψηφίσματος, το οποίο ματαιώθηκε πιθανόν εξαιτίας ενεργειών του ειδικού απεσταλμένου του Φύρερ στην Ελλάδα, Χέρμαν Νοϊμπάχερ, και του Γερμανού πρεσβευτή στην Ελλάδα, Γκύντεν Άλτενμπορυργκ. Αντίστοιχη ήταν και η δράση των Ιταλών στα κατεχόμενα Επτάνησα, τα οποία οι Ιταλοί θεωρούσαν ιταλική κτήση.
Υπό τέτοιες συνθήκες, παρά την συνέχιση της λειτουργίας των ελληνικών δικαστηρίων, ουδείς σώφρων θα ανέμενε να διωχθούν ποινικά Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι και συνεργάτες τους εγκληματίες πολέμου από τις αρχές κατοχής. Οι Έλληνες ανέμεναν προς τούτο την απελευθέρωση της Ελλάδας, δεδομένου ότι τα κράτη των οποίων η επικράτεια βρίσκεται υπό κατοχή έχουν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να προβούν στην ποινική δίωξη εγκληματιών πολέμου, ιδιαίτερα δωσιλόγων, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο[13], αλλά πριν από την απελευθέρωση αυτό δεν ήταν εφικτό.
Από πλευράς της λεγόμενης «κυβέρνησης του βουνού» έγιναν προσπάθειες να λειτουργήσουν δικαστήρια στην λεγόμενη ελεύθερη Ελλάδα[14], δηλαδή στις ορεινές περιοχές που κατείχαν κατά καιρούς οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. Τα «ανταρτοδικεία» αποτελούν μαύρη σελίδα στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, διότι λειτούργησαν ως ιδεολογικά δικαστήρια, που δίκαζαν με βάση την κομμουνιστική ιδεολογία χωρίς εχέγγυα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Για τον λόγο αυτόν μόνο άνθρωποι με παρωπίδες αναγνωρίζουν τις αποφάσεις τους ως δικαστικές αποφάσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δορδανάς Σ., Το αίμα των αθώων – αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944, Αθήνα 2007.
Ζέπος Δ., Λαϊκή δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος, 2η έκδοση, Αθήνα 1986.
Κούκουνας Δ., Η ελληνική οικονομία κατά την κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2012.
Κύρου Α., Η συνωμοσία εναντίον της Μακεδονίας 1940-1949, Αθήνα 1950.
Μαγκριώτης Δ., Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής 1941-1944, Αθήνα 1949.
Σαρηγιαννίδης Μ., Η πολεμική κατοχή κατά το διεθνές δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011.
Φραγκίστας Χ., «Νομικά ζητήματα μετά την βουλγαρικήν κατοχήν», Αρμενόπουλος, 1948.
Wright Q., «War Criminals», 39 AJIL (1945).
[1] βλ. σχετικά: Κούκουνας Δ., Η ελληνική οικονομία κατά την κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 126 και 137-138.
[2] Κύρου Α., Η συνωμοσία εναντίον της Μακεδονίας 1940-1949, Αθήνα 1950, σελ. 43.
[3] Μαγκριώτης Δ., Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής 1941-1944, Αθήνα 1949, σελ. 20-21.
[4] Σαρηγιαννίδης Μ., Η πολεμική κατοχή κατά το διεθνές δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 29.
[5] Άρθρο 43 της Σύμβασης της Χάγης IV του 1907 «περί των νόμων και εθίμων του κατά ξηράν πολέμου»: «Άμα ως η εξουσία της νομίμου Κυβερνήσεως περιέλθη πράγματι εις χείρας του καταλαβόντος, ούτος δέον να λαμβάνη πάντα τα υπ’ αυτού εξαρτώμενα μέτρα προς αποκατάστασιν και διατήρησιν κατά το εφικτόν, της δημοσίας τάξεως και του δημοσίου βίου, ευλαβούμενος, πλην απολύτου κωλύματος, τους ισχύοντες εν τω τόπω νόμους […]».
[6] Φραγκίστας Χ., «Νομικά ζητήματα μετά την βουλγαρικήν κατοχήν», Αρμενόπουλος, 1948, σελ. 52.
[7] Αρχικά κατέχουσες δυνάμεις ήταν η Γερμανία, η Ιταλία και η Βουλγαρία. Μετά από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, η Γερμανία κατέλαβε τα εδάφη της Ελλάδας που κατείχε η Ιταλία. Με δεδομένο ότι η Βουλγαρία ήταν πειθήνιο όργανο της Γερμανίας, ουσιαστικά η Γερμανία υπήρξε η κυρίαρχη κατέχουσα δύναμη.
[8] Φραγκίστας Χ., ό.π., σελ. 53.
[9] Για περιπτώσεις παραπομπής Ελλήνων πολιτών στα Γερμανικά Στρατοδικεία που λειτουργούσαν στην Ελλάδα βλ. ενδεικτικά: Κούκουνας Δ., ό.π., σελ. 56, 79 και 112.
[10] Δορδανάς Σ., Το αίμα των αθώων – αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944, Αθήνα 2007, σελ. 300.
[11] Για το ζήτημα της «προσάρτησης» βλ. αναλυτικά: Φραγκίστας Χ., ό.π., σελ. 50 επ.
[12] βλ. αναλυτικά: Κούκουνας Δ., ό.π., σελ. 137.
[13] Wright Q., «War Criminals», 39 AJIL (1945), σελ. 273.
[14] βλ. σχετικά: Ζέπος Δ., Λαϊκή δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος, 2η έκδοση, Αθήνα 1986.