Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Γιάννη Κουριαννίδη στο 1ο Συνέδριο της Επιτροπής Ελληνισμού, που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Μακεδονία Παλλάς στην Θεσσαλονίκη, το διήμερο 7-8 Αυγούστου 2021.
Οι κοινότητες των Μακεδόνων ως διαχρονικό στοιχείο προάσπισης των εθνικών μας δικαίων
Ο πρώην ΥΠΕΞ της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο γνωστό έργο του «Το Στρατηγικό Βάθος», αναφέρει ότι «η στρατηγική νοοτροπία μιας κοινωνίας είναι αποτέλεσμα της γνώσης, η οποία νοείται ως κοινό προϊόν της ιστορικής συνείδησης» και ότι «η ιστορική συνείδηση εμπεριέχει το πολιτισμικό, ψυχολογικό, θρησκευτικό και κοινωνικό σύστημα αξιών καθώς και τον γεωγραφικό ζωτικό χώρο στον οποίο διαμορφώνεται και αντανακλάται, καθορίζοντας τον τρόπο αντίληψης της θέσης που κατέχει η κοινωνία στον κόσμο».
Με τους ορισμούς αυτούς ο Νταβούτογλου επιχειρεί να θεμελιώσει το δόγμα του περί του στρατηγικού βάθους του τουρκικού έθνους, το οποίο κατ᾽αυτόν διαμορφώθηκε, ξεκινώντας από ένα μικρό εμιράτο νομάδων τουρκομάνων, όπως παραδέχεται ο ίδιος, «το οποίο επεκτάθηκε σε όλες τις αρχαίες τοπικές πολιτισμικές περιοχές, για να μετατραπεί σε μία από τις πιο εντυπωσιακές, ολοκληρωμένες και πολύπλοκες πολιτικές δομές». Ο ίδιος αποφεύγει να αναφερθεί στο «τουρκικό έθνος» αναγνωρίζοντας εμμέσως το ιστορικό άτοπον. Γνωρίζει όμως πολύ καλά, ότι στην «πολύπλοκη πολιτική δομή», στην οποία αναφέρεται, υπάρχει ακόμη και σήμερα ένα πληθυσμιακό υπόβαθρο αυτών των αρχαίων πολιτισμικών περιοχών, τους κατοίκους των οποίων οι τουρκομάνοι νομάδες με τη βιαιότητα και τους εξισλαμισμούς τους πέρασαν για αιώνες διά πυρός και σιδήρου. Σε αυτό το υπόβαθρο με θρασύτητα απευθύνεται και αυτό θεωρεί ως το στρατηγικό βάθος της σύγχρονης Τουρκίας.
Φυσικά, στο υπόβαθρο αυτό ανήκουν οι πολυάριθμοι ελληνικοί πληθυσμοί που διατήρησαν στο πέρασμα αυτών των σκοτεινών αιώνων την ιστορική τους συνείδηση, ότι δηλαδή αποτελούν το Γένος της Ρωμηοσύνης με τον αχαλίνωτο για αιώνες πόθο της επιστροφής στο παλαιό του μεγαλείο. Το εργαλείο για την διατήρηση και καλλιέργεια αυτής της συνείδησης αποτέλεσαν διαχρονικά οι ελληνικές κοινότητες που παρέμειναν ως θεσμός διαφύλαξης του αίματος, της γλώσσας, της θρησκείας, του πολιτισμού και του τρόπου ζωής, ενός συστήματος αξιών δηλαδή, το οποίο κάθε άλλο παρά προσιδιάζει με αυτό που θέλησαν να επιβάλουν οι Οθωμανοί στους κατακτημένους λαούς της περιοχής. Αυτές οι αξίες ήταν που οδήγησαν το έθνος μας, 200 χρόνια από σήμερα, να αναζητήσει αυτό που λέει ο Ίων Δραγούμης στο έργο του «Ελληνικός Πολιτισμός», δηλαδή να «ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στον θρόνο των Παλαιολόγων».
Αυτή τη συνείδηση συνάντησε στις κοινότητες των Ελλήνων ο Ίων Δραγούμης, ιδιαίτερα στον χώρο της Μακεδονίας, που αποτελούσε εξάλλου και τον τόπο της οικογενειακής καταγωγής του. Αυτές τις αξίες συνάντησε στην πολυτάραχη ζωή του και γι᾽ αυτό έγραψε ότι «ο Ελληνισμός είναι μια οικογένεια από κοινότητες. Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κοινότητες πρέπει να κυβερνηθεί και μόνο με κοινότητες θα προκόψει».
Αυτές τις κοινότητες αναγνώρισε στη Μακεδονία και ο Ντάγκλας Ντάικιν και στο έργο του «Ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία (1897-19123)» ως τον σημαντικό παράγοντα οργανώσεως του απελευθερωτικού κινήματος στην περιοχή. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αν και η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει τις εξελίξεις στη Μακεδονία, ο γηγενής Ελληνισμός, ωστόσο, είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει την άμυνά του. Ολόκληρες κοινότητες είχαν φανερά μείνει πιστές στην Ορθοδοξία, ενώ άλλες, οι οποίες είχαν εξαναγκαστεί να ανακηρυχθούν σχισματικές, παρέμεναν κρυφά πατριαρχικές, έτοιμες να επανακάμψουν στις γνήσιες πεποιθήσεις τους με την πρώτη ευκαιρία».
Ο γηγενής Ελληνισμός και οι γνήσιες πεποιθήσεις του, λοιπόν… Αυτές που έδωσαν τα ιστορικά, γλωσσολογικά και εθνολογικά επιχειρήματα για να προβληθούν διεθνώς τα ελληνικά δίκαια και να υπερισχύσει τελικά η προσπάθεια της ελληνικής πλευράς για την απελευθέρωση έστω και ενός τμήματος της ελληνικής ιστορικής Μακεδονίας.
Οι παγκόσμιοι πόλεμοι που ακολούθησαν, αλλά και η επιβολή των στυγνών και ανελεύθερων κομμουνιστικών καθεστώτων στην περιοχή βορείως των συνόρων μας, αποτέλεσαν την δικαιολογία για ένα άτολμο μέχρι και υποτελές στις μεγάλες δυνάμεις «εθνικό κέντρο», για πολλές δεκαετίες να καθεύδει ενώπιον των προκλήσεων της Ιστορίας αλλά και των κραυγών των ομοεθνών μας, τόσο στον χώρο της μη απελευθερωθείσας περιοχής της Μακεδονίας όσο και στην Βόρειο Ήπειρο και Αν. Ρωμυλία.
Θα περίμενε κανείς, με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, όταν φάνηκε πως άνοιγαν και πάλι οι πανάρχαιοι εκείνοι δρόμοι του εμπορίου και του πολιτισμού, το εθνικό κέντρο να αποπειραθεί να συναντήσει και πάλι αυτούς τους γηγενείς ελληνικούς πληθυσμούς. Όχι κατ᾽ ανάγκην στο πλαίσιο των βίαιων προσπαθειών άλλων λαών να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους, αλλά τουλάχιστον στο πλαίσιο της επαναφοράς του ελληνισμού ως κυρίαρχη οικονομική και πολιτισμική οντότητα στις χώρες αυτές. Το πληθυσμιακό όσο και πολιτισμικό υπόβαθρο υπήρχε. Οι συνθήκες ήταν ιδιαιτέρως ευνοϊκές στον τομέα της οικονομίας.
Κι όμως! Ουδεμία προσπάθεια έγινε για κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, δόθηκαν κίνητρα για να εγκαταλείψουν οι ομογενείς μας τις πατρογονικές εστίες τους και να έλθουν στην Ελλάδα για να ζουν με επιδόματα και βοηθήματα (τα οποία κάποια στιγμή τους κόπηκαν και σε άλλους τα ζητάνε και πίσω!).
Και μια και αναφερθήκαμε στην αρχή στην Τουρκία, είναι αξιοσημείωτο να δει κάποιος τον τρόπο προσέγγισης και διείσδυσής της στις περιοχές αυτές. Έχοντας ένα παρελθόν που δεν ξυπνάει και τις καλύτερες μνήμες στη συντριπτική πλειονότητα των λαών της περιοχής, δεν δίστασε να εμφανιστεί και πάλι στα εδάφη που είχε αιματοκυλίσει για σειρά αιώνων, αυτή τη φορά με το προσωπείο του προστάτη. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των Γκαγκαούζων της Μολδαβίας, ενός λαού που κατέφυγε εκεί διωγμένος από τις μικρασιατικές εστίες του λόγω της θρησκείας του (είναι χριστιανοί ορθόδοξοι), την ημιαυτόνομη περιοχή των οποίων ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, κατά την διάρκεια της θητείας του την επισκέφθηκε τρεις φορές. Κι αυτό, διότι λόγω της τουρκοφωνίας που τους είχε επιβληθεί επί της οθωμανοκρατίας, οι Τούρκοι τους θεωρούν … ομοεθνείς τους, παρέχοντάς τους έκτοτε πλήθος υποτροφιών στα πανεπιστήμιά τους, βοήθεια σε καύσιμα, επενδύσεις κ.λπ. Κι όλα αυτά για έναν πληθυσμό περίπου 100.000 ανθρώπων!
Είναι σαφής η διαφορά της στρατηγικής νοοτροπίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Και δυστυχώς, όχι μόνο σε επίπεδο ηγεσίας πλέον… Μπορεί και στο παρελθόν να κυριαρχούσαν στις ηγεσίες της χώρας η δειλία και η διστακτικότητα, αλλά συνήθως η αποφασιστικότητα που επεδείκνυε ο λαός ήταν τελικά ικανή να οδηγήσει στη μεταστροφή τους. Σήμερα αποδείχθηκε ότι αρκούσαν λίγα χημικά και η ψευδαίσθηση μιας πολιτικής αλλαγής για να θεωρήσουν κάποιοι ότι έκαναν το χρέος τους απέναντι στην Ιστορία.
Κι όμως. Οι ελληνικές κοινότητες των Ελλήνων της Μακεδονίας είναι εκεί και περιμένουν. Περιμένουν από τη μάνα Ελλάδα μια μικρή έστω κίνηση, ή έστω μια δήλωση, για να νοιώσουν ότι αυτή είναι δίπλα τους. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, όταν ρωτήθηκε ποια θεωρεί πως πρέπει να είναι τα σύνορα της Ελλάδος, απάντησε: «Τα σύνορα της Ελλάδος εδώ και τέσσερις αιώνες, από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έχουν οροθετηθεί από ακλόνητα δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι ανυπολόγιστες συμφορές από τους Τούρκους, ούτε η πολεμική κατάκτηση κατόρθωσαν ποτέ να παραγράψουν. Χαράχθηκαν δε αυτά τα σύνορα από το 1821 από το αίμα το ελληνικό, που χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και στις πολυάριθμες ναυμαχίες και πεζομαχίες, στις οποίες δοξάστηκε τούτο το Έθνος. Τα πραγματικά σύνορα της Ελλάδος ήταν εκείνα που περιέγραψε ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων: Από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία και την Ήπειρο, ως τούς Άγιους Σαράντα, από τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους ως και την Μικρά Ασία.
Αυτά ήταν τα ιστορικά και φυσικά σύνορα της Ελλάδος, τα όποια οι Έλληνες είχαν ιερό χρέος να διεκδικήσουν. Αυτό το χρέος το ιερό και απαραβίαστο δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να περιορίσει η να σμικρύνει και στο ελάχιστο τα όρια της χώρας της. Αν τα ωμά συμφέροντα των ισχυρότερων χωρών την αναγκάσουν να σιγήσει αυτό το χρέος, τότε οι Έλληνες θα έχουν δικαίωμα να αναρωτηθούν: Άραγε οι μεσίτριες Δυνάμεις φθάνουν στο σημείο να αναγκάσουν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τούς ομογενείς αδελφούς τους στον βάρβαρο οθωμανικό ζυγό;»
Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει οθωμανικός ζυγός, αλλά το όραμα της επανεπιβολής του σιγοκαίει στη σκέψη κάποιων. Μπορεί το διεθνές πλαίσιο να μην αποδέχεται μεταβολές των κρατικών συνόρων, αλλά ενώπιον της ισχύος η απολυτότητα αυτή κάμπτεται. Το είδαμε στη χερσόνησο του Αίμου, στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, στην Κριμαία. Το βλέπουμε ακόμη στην Κύπρο. Όταν το εθνικό πνεύμα υπερισχύσει της διαχειριστικής αντίληψης μιας κρατικής εξουσίας, τότε και οι Έλληνες της Μακεδονίας θα συναντήσουν ξανά νικηφόρα την Ιστορία.