Γράφει ο Γ. Σαγιάς
Περί εκλογολογίας.
Η Κυβέρνηση έχει αυτοδυναμία με 157 βουλευτές. Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα τής απλής αναλογικής. Σύμφωνα με τις έως σήμερα δημοσκοπήσεις (με όποιο βαθμό εγκυρότητας και αξιοπιστίας αποδέχεται καθένας σε αυτές), φαίνεται ότι έχει υποστεί φθορά, η οποία, απεικονιζόμενη με βουλευτές βάσει τής απλής αναλογικής, την οδηγεί σε μη αυτοδυναμία και την βάζει σε περιπέτειες δεύτερης (ίσως και τρίτης) εκλογικής αναμέτρησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ενδεχομένως, βάσει τής ενισχυμένης αναλογικής -και με την προϋπόθεση τα εκλογικά αποτελέσματα να μην οδηγούν το δεύτερο ή τρίτο κόμμα των εκλογών σε σχηματισμό υπ' αυτών κυβερνήσεως συνεργασίας-, να μπορεί να σχηματίσει πάλι κυβέρνηση.
Ποιος ο λόγος λοιπόν να προκηρύξει εκλογές ο Πρωθυπουργός πριν το τέλος τής τετραετίας (κάτι που έχει δηλώσει κατ' επανάληψιν), αφήνοντας την αυτοδυναμία του και στοχεύοντας σε μικρότερη αυτοδυναμία ή σε μη αυτοδυναμία και κυβέρνηση συνεργασίας; (Σενάριο για εκλογές που οδηγούν σε μεγαλύτερη αυτοδυναμία, το θέρος τού 2022, δεν υπάρχει).
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί από φιλοκυβερνητικούς αναλυτές πως εκλογές το φθινόπωρο τού 2022, εξασφαλίζουν στην κυβέρνηση -με την 2η ή και 3η εκλογική αναμέτρηση- μικρή αυτοδυναμία ή κυβέρνηση συνεργασίας, υπόθεση σχετικά βολική ("το μη χείρον βέλτιστον") εάν συνυπολογισθούν ο διαφαινόμενος δύσκολος χειμώνας και η αναμενόμενη ένταση τής τουρκικής απειλής (και λόγω εκλογών στην Τουρκία το 2023).
Όμως, ακριβώς σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να εστιάσει το κυβερνητικό επιτελείο ώστε και την τετραετία να εξαντλήσει αλλά και να βελτιώσει τα εκλογικά ποσοστά του, σε αντίθεση με τις υπάρχουσες προβλέψεις -κυρίως αντικυβερνητικών.
Θα μπορούσε δηλαδή το κυβερνητικό επιτελείο να επιχειρήσει ανακατεύθυνση τής κυβερνητικής πολιτικής με έμφαση στα εθνικά θέματα και στη συντηρητική οικονομική διαχείριση, συνδυασμένη με ακόμη πιο εκτεταμένη παροχολογία (ας μας επιτραπεί: από το "λεφτόδεντρο"). Αυτές οι δύο πολιτικοοικονομικές αιχμές, θα μπορούσαν ίσως να βελτιώσουν την κυβερνητική ψηφοθηρία, στερώντας από τα πατριωτικά και εθνικιστικά κόμματα ψηφοφόρους αλλά και από τα -με την τρέχουσα αδόκιμη ορολογία περί "δεξιάς" και "αριστεράς"- κεντροαριστερά αλλά και αριστερά κόμματα.
Τα επιτελεία των πατριωτικών, κοινωνικών και εθνικιστικών κομμάτων, οφείλουν να προβλέψουν σωστά τις εξελίξεις και να προσαρμόσουν την στρατηγική τους, τόσο στην περιχαράκωση όσο και στη διεύρυνση των δυνάμεών τους.
Εάν οι εκλογές γίνουν το φθινόπωρο, τα περισσότερα από αυτά δύσκολα θα μπορέσουν να καταρτίσουν αξιόμαχα ψηφοδέλτια (ή και: απλώς να καταρτίσουν ψηφοδέλτια). Πολυδιάσπαση -εν πολλοίς κατευθυνόμενη-, με κάποια κόμματα χωρίς πραγματική αντιστοίχιση στην κοινωνία ή και με κόμματα που δεσμεύουν κάποιες δυνάμεις και εν τέλει μάλλον δεν θα συμμετάσχουν στις εκλογές-, αρχηγισμός, έλλειψη πολλών ικανών και ανυστερόβουλων στελεχών, ένδεια μέσων εκλογικού αγώνα και επαρκούς προβολής και μη ολοκληρωμένο σχέδιο εθνικής ανάταξης, είναι κάποια από τα συστατικά στοιχεία τής δυσκολίας τους να έχουν δυνατό έρεισμα στο εκλογικό σώμα. Βεβαίως, τα ίδια προβλήματα ενδεχομένως να συνεχίσουν να υφίστανται και στην περίπτωση που οι εκλογές γίνουν το 2023, απλώς θα έχουν λίγο περισσότερο χρόνο προετοιμασίας αλλά και κάποια ελπίδα να καρπωθούν πιθανή μεγαλύτερη φθορά τής κυβερνήσεως (και με την προϋπόθεση να μην πετύχουν οι ανωτέρω εικαζόμενοι δύο πυλώνες τής κυβερνητικής αντεπίθεσης αλλά και η γενικότερη επικοινωνιακή στρατηγική της).
Όλα αυτά, με την αίρεση ότι δεν θα αλλάξει άρδην το πολιτικοοικονομικό τοπίο εξαιτίας τού πολέμου Ρωσίας - Ουκρανίας, τής τουρκικής επιθετικότητας (και) στο πεδίο και αστάθμητων τρίτων παραγόντων.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι λαοί συσπειρώνονται στις κυβερνήσεις τους όταν ο εχθρός προσβάλλει και επιτίθεται παντοιοτρόπως, στοιχείο που σημαίνει ότι -σε πρώτη ανάγνωση- η ακραία ανθελληνική προκλητικότητα τόσο τού Ερντογάν όσο και πολλών Τούρκων συμπολιτευομένων αλλά και αντιπολιτευομένων αυτού, μάλλον λειτουργεί εν Ελλάδι συσπειρωτικά υπέρ τού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβερνήσεως.
Επειδή η πολιτική ανάλυση δεν (πρέπει να) έχει σχέση με τις "πολιτικές χαρτορίχτρες", πατριώτες και εθνικιστές οφείλουν να κατανοήσουν ότι η πολυδιάσπαση σε κόμματα που ενδεχομένως δεν θα ξεπεράσουν το 2,99%, είναι ζητούμενο και στόχος των κυριάρχων τού πολιτικού συστήματος και ευνοεί οποιονδήποτε άλλον εκτός από πατριώτες και εθνικιστές.
Εάν αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να είναι ένα από τα υποσενάρια τού "δημοκρατικού -και δη του κυβερνητικού- τόξου", οφείλουν να κάνουν άμεσα στρατηγικές επιλογές ώστε την επομένη ημέρα να μην αναζητούν υπευθύνους ήττας αλλά να ευχαριστούν υποστηρικτές και ψηφοφόρους νίκης κατά ενός αντεθνικού τόξου.
Η εκλογολογία, μπορεί να λειτουγήσει ως ευκαιρία, ασχέτως πότε θα γίνουν οι βουλευτικές εκλογές.
Γεώργιος Σαγιάς
Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.