Συνέχεια με το τέταρτο μέρος της μελέτης "Περί Πολιτισμού"

 

 

Δ. Η ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΙΔΕΑ

            Η κοινωνία δεν είναι «άθροισμα μονάδων», είναι συλλογικό υποκείμενο. Η βρετανή Μάργκαρετ Θάτσερ, ως Βρεταννίδα Πρωθυπουργός, είπε κάποτε το εξής φοβερό: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες». Βέβαια, η ίδια, έπαιξε το «χαρτί» του πατριωτισμού, προκειμένου να προστατεύει το «Βρεταννικό γόητρο» με τον πόλεμο ενάντια στην Αργεντινή για κάποια «νησάκια» που ονομάζονταν «Φώκλαντς» ή «Μαλδίβες» (για τους Αργεντινούς). Οι εγχώριοι φιλελεύθεροι, που έπιναν νερό στο όνομά της, θεωρούσαν ανοησία να τσακωνόμαστε με τους απέναντι για « βραχονησίδες».

Όπως και να’ χει ο Θατσερικού τύπου «συντηρητισμός» μάς αφήνει ασυγκίνητους. Εμείς ακολουθούμε τον φιλόσοφο Αριστοτέλη που είπε πως «ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον» και μάλιστα συνέχισε «κοινωνικό ον με αυτούς που έχει ΦΥΣΙΚΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ».

            Η κοινωνία, το «Κοινό των Ελλήνων» προϋπάρχει, μετέχουμε στον Κοινό Λόγο, όχι ως άτομα, αλλά ως πρόσωπα.


α) Σώμα και μηχανή

            Υπάρχουν δύο τρόποι για να ερμηνεύσουμε την κοινωνία, κατ’ επέκταση την Πολιτεία και τον Πολιτισμό˙ ο πρώτος είναι σαν μια καλοφτιαγμένη και καλολαδωμένη μηχανή (εξ’ ου και ο όρος «κοινωνική μηχανική» της αριστεράς), ο δεύτερος ως ένα ζωντανό ανθρώπινο σώμα (η οργανική θεώρηση).

            Η μηχανή κατασκευάζεται με συγκεκριμένες προδιαγραφές και για να παράξει ένα ορισμένο, εκ των προτέρων σχεδιασμένο μετρήσιμο αποτέλεσμα˙ τα μέρη της, τα εξαρτήματά της, είναι άψυχα. Τα πάντα σε μία μηχανή μπορούν να αντικατασταθούν χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς δισταγμό, τα ανταλλακτικά υφίστανται «εν αφθονία», «αναλώσιμα» και άψυχα επίσης.

            Η μηχανή νοείται ως το άθροισμα των εξαρτημάτων της (ποσοτική αντίληψη), όχι ως ένα οργανικό σύνολο˙ αντιθέτως, το ανθρώπινο σώμα είναι ένα οργανικό ποιοτικό αποτέλεσμα (ποιοτική αντίληψη), που υπερβαίνει τα μέλη του. Το σώμα προσδιορίζεται ως ένα ζωντανό «όλον», με βάση το «όλον» «ερμηνεύουμε» το κάθε μέλος.

            Το σώμα (και όχι «κορμί»), που αποτελεί και αυτό μέρος μιας ευρύτερης διαλεκτικής, (ψυχή και σώμα δεν είναι παρά η αόρατη και ορατή πλευρά της ίδιας πραγματικότητας), αποτελεί και το ίδιο μία ανώτερου τύπου σύνθεση. Στο ανθρώπινο σώμα, ως οργανικό υπόδειγμα, βλέπουμε τη διαλεκτική ιεραρχίας και αλληλεγγύης – τους δύο πόλους της Κοινότητας.

            Στο σώμα υπάρχει μία αδιαμφισβήτητη ιεραρχία, έκφραση της οποίας είναι η καρδία (το «κέντρο» της ύπαρξης, σύμφωνα και με την Ορθόδοξη θεολογία), αλλά και ο ηγεμονικός νους, «ο νους ο νομοθέτης» και βεβαίως, η «συλαλληλία» νου και καρδιάς.

            Όμως, υπό την εποπτεία αυτής της ιεραρχίας, όλα τα υπόλοιπα μέλη του σώματος (κύτταρα, εσωτερικά όργανα, ανθρώπινα μέλη) με αλληλεγγύη λειτουργούν, ώστε το σώμα να είναι υγιές, εν κατακλείδι: τίποτα δεν είναι αναλώσιμο, τίποτα δεν αντικαθίσταται, η απώλεια οιουδήποτε μέλους-μέρους του σώματος συνιστά μόνιμη αναπηρία για το «όλον».

Ένα ακόμα εκφραστικό παράδειγμα της οργανικής-ποιοτικής αντίληψης (της αντίληψης που υιοθετούμε για την κοινωνία, την πολιτεία, τον πολιτισμό) είναι η παλάμη του χεριού που γίνεται γροθιά.

Στην παλάμη όλα τα δάχτυλα είναι όμοια (όπως σε μία κοινότητα οι φυσικοί-πνευματικοί αδελφοί), αλλά δεν είναι ίδια, δεν είναι «ίσα»˙ υφίσταται μία ιεραρχία που εντοπίζεται στον αντίχειρα. Ο αντίχειρας είναι «το ηγεμονικό δάκτυλο», το μοναδικό που μπορεί να φτάσει όλα τα υπόλοιπα, στην ύπαρξή του αντίχειρα οφείλεται ο ανθρώπινος πολιτισμός, αν έλειπε το δάχτυλο αυτό οποιαδήποτε δημιουργία θα ήταν αδύνατη - και στη συνέχεια έχουμε τον δείκτη.

Όλα, όμως, τα υπόλοιπα δάχτυλα είναι λειτουργικά και αναντικατάστατα, οποιοδήποτε κοπεί η παλάμη είναι ανάπηρη.

Η παλάμη επίσης γίνεται γροθιά όταν εμφανιστεί κίνδυνος. Όλα τα δάχτυλα, «ηγεμονικό» και υπόλοιπα, σε ένα ενιαίο, συμπαγές σύνολο αντιμετωπίζουν επιθετικά τον κίνδυνο˙ «ηγέτης» και «ομάδα» θα γίνονται ένα.

Και ένα ακόμα, τελευταίο, παράδειγμα: η συμφωνική ορχήστρα.
Ο μαέστρος (ιεραρχία) διευθύνει (ως καρδιά + νους) την ορχήστρα που νοείται όχι ως ένα ποσοτικό άθροισμα μουσικών οργάνων, αλλά ως ένα ενιαίο ποιοτικό οργανικό σύνολο στο οποίο «τίποτα δεν περισσεύει», όλα είναι λειτουργικά, ακόμα και το «τελευταίο όργανο» έχει τη θέση του για να παραχθεί το συνθετικό αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχει «ισότητα», αλλά δεν υπάρχουν και «παρίες», οι πάντες απαραίτητοι, ουδείς αναλώσιμος: Ιεραρχία και αλληλεγγύη, αλληλεγγύη τόσο μεταξύ «κορυφής» και «βάσης», όσο και μεταξύ διαφόρων «μερών» της «βάσης» -αυτή είναι η Οργανική Ιδέα.

            Στην αντίθετη οπτική, τη μηχανική-ποσοτική, η διαλεκτική εξαρθρώνεται. Η ιεραρχία εκφυλίζεται σε ψευδό-ιεραρχίες, σε ταξικότητα και ψευδοελιτισμό και η, εν πολλοίς δικαιολογημένη, αμφισβήτηση αυτού του τύπου της «ιεραρχίας» φέρνει ένα επίσης άσχημο αποτέλεσμα: τον «ισοτισμό», που όμως επειδή δεν είναι συμβατός με τη φύση, δημιουργεί νέου τύπου, το ίδιο ή και περισσότερο άδικες «ιεραρχίες» («Η φάρμα των ζώων» του ευφυούς συγγραφέα Τζορτζ Όργουελ είναι αλληγορική, αριστοτεχνικά διατυπωμένη απεικόνιση αυτού του τύπου «αντιστροφής των ρόλων»).

Στην ποσοτική κοινωνία δεν υπάρχει ύπαρξη και συνύπαρξη θεμελιωμένη σε μία μη χρησιμοθηρική αντίληψη που, αν χρειαστεί, εκδηλώνεται και με τη θυσία.
Ο «κοινός τόπος» είναι ο θεσμικός πολιτισμός της «σύμβασης», η κουλτούρα της «συναλλαγής», τα πάντα είναι «μετρήσιμα», «εφήμερα», «αναλώσιμα», γι’ αυτό και σε αυτού του τύπου τις κοινωνίες επικρατούν οι ψευδο-ιεραρχίες, αλλά είναι πολλοί και οι «παρίες».

Οποιαδήποτε ενασχόληση που δεν αποσκοπεί σε ένα μετρήσιμο αποτέλεσμα, είναι «μη παραγωγικοί», χάσιμο χρόνου, διότι «ο χρόνος είναι χρήμα» και «όπου γης Πατρίς». Τόσο ο ήρωας, όσο και ο άγιος που εκφράζουν ακριβώς «το αλλιώς της ύπαρξης», η ανώτερη μορφή δράσης και θυσίας που δικαιώνεται (και) μεταφυσικά και η ανώτερη έκφραση πνευματικότητας, θεμελιωμένη στο Ιερό και στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που νοηματοδοτεί την καθημερινότητά του κοινού βίου, είναι «ακατανόητη τύποι ανθρώπου» και, πάντως, μη παραγωγικοί¹.
Το Ιερό «θρησκειοποιείται», διαποτίζεται από μία προτεσταντικού τύπου «χρήσιμη ηθική» και τα μνήματα ή μνημεία των ηρώων περιλαμβάνονται στα υπόλοιπα «τουριστικά αξιοθέατα».

Η οργανική κοινότητα παράγει Πολιτισμό, δηλ. «νόημα βίου», ύπαρξης και συνύπαρξης, αναμετράται με το Κρόνο-Χρόνο, διότι «οι νεκροί και οι αγέννητοι» είναι τμήμα της, ο ήρωας και ο άγιος οδοδείκτες ζωής, θέλει να δημιουργήσει οικοδομήματα που αναμετρώνται με το εφήμερο και τη φθορά, η μηχανική κοινωνία αντιθέτως, αποθεώνει το εφήμερο, κάνει το εφήμερο «πολιτισμό», οι εμβληματικοί της εκπρόσωποι είναι ακριβώς οι διαχειριστές της εφήμερης «μαζικής κουλτούρας» (παράδειγμα ο Άντι Γουόρχολ).

Ο ήρωας σχετικοποιείται, εκφυλίζεται σε «υπερήρωα των μαζών» (Marvel comics) και οι πιο ευγενείς μύθοι και θρύλοι αποτυπώνονται με γλυκανάλατο συναισθηματισμό ή, επειδή ακριβώς, απoϊερoποιούνται έχουμε ακόμα και παρωδίες- «κωμωδίες» τους.

Τα πάντα σχετικοποιούνται, μαζοποιούνται, ευτελίζονται...

«Το ταλέντο αντικαθιστά τη μεγαλοφυΐα και η καλαισθησία το ταλέντο», μα και η καλαισθησία, νομοτελειακά, θα παραδώσει τη θέση της στο άσχημο γούστο του μαζανθρώπου. Πρωταγωνιστής και στον πολιτισμό γίνεται είτε ο αστός «ο πλούσιος πολίτης με τις ηδονές και τα πάθη του, υλιστής, σκεπτικιστής και χαροκόπος»² είτε ο κομισσάριος «επί του πολιτισμού», ο εκπρόσωπος του γραφειοκρατικού «κόμματος».

Δεν είμαστε ούτε «νεωτεριστές» ούτε Θατσερικού τύπου «συντηρητικοί». Σ’ εμάς η έννοια του «Συντηρητισμού», όταν χρησιμοποιείται δεν έχει την πουριτανική, ηθικολογική διάσταση ούτε τη «νοσταλγία του χθες». Έχει να κάνει με ότι για εμάς υπάρχουν διαχρονικές, ακατάλυτες Αξίες που δεν υπόκεινται στη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών. Αξίες που μπορούν με νέο ένδυμα και κάτι περισσότερο: που διαμορφώνουν την Οδό που πορευτεί το Μέλλον.

 

  1. Αυτήν ακριβώς τη λογική εκφράζοντας ο κ. Θ. Πάγκαλος, «εμβληματικός» πολιτικός της «μεταπολίτευσης» και σήμερα «παροπλισμένος» (και για αυτό πριν κοπεί πικρόχολος) χαρακτήρισε όταν ήταν ακόμα ενεργός στην πολιτική, τους άντρες και τις γυναίκες των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας, δηλαδή τους πρώτους από τους εν δυνάμει ήρωες, ως… «αντιπαραγωγικούς».
  2. Βλέπε προηγούμενη υποσημείωση από τον «Μοριά» (Ταξιδεύοντας) του Ν. Καζαντζάκη.

 

β) Ιεραρχία και διαλεκτική.

«Για το γνήσιο επαναστατικό συντηρητισμό αυτό που πραγματικά μετράει είναι να είσαι πιστός όχι σε απαρχαιωμένες μορφές και θεσμούς αλλά σε αρχές από τις οποίες τέτοιες μορφές και θεσμοί προέκυψαν σαν ειδικές εκφράσεις, κατάλληλες για μία χρονική περίοδο και μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Και όπως αυτές οι ειδικές εκφράσεις θα πρέπει να θεωρούνται σαν μεταβλητές και εφήμερες αφού συνδέονται με ιστορικές συνθήκες που συχνά είναι μη επαναλαμβανόμενες, παρομοίωση αντίστοιχες αρχές που τις κινητοποίησαν έχουν μία άξια η οποία δεν επηρεάζεται από τέτοια ενδεχόμενα, καθώς κατέχουν μία αιώνια πραγματικότητα. Νέες μορφές, που αντιστοιχούν ως προς την ουσία με τις παλιές, είναι έτοιμες να αναδυθούν από αυτές με τον ίδιο σπόρο. Έτσι όταν αντικαθιστούν τις παλιές μορφές (ακόμα και με έναν «επαναστατικό» τρόπο) αυτό που μένει είναι μία αδιαφιλονίκητη συνέχεια εν μέσω των μεταβαλλόμενων ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών παραγόντων»¹.

Σε έναν Αυτοκρατορικό Πολιτισμό, το «Κέντρο» (καρδιά+νους) είναι το «ηγεμονικό έθνος», σ’ έναν Εθνικό Πολιτισμό είναι η «ηγεμονική παράδοση».
Ο Εθνικός Πολιτισμός, σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορεί να νοηθεί ως η διαλεκτική των επιμέρους παραδόσεων από τις οποίες μία είναι εκείνη που κυριαρχεί, που ασκεί τον ηγεμονικό ρόλο και δρα ως καταλύτης στην οριστική διαμόρφωση του Πολιτισμού.
Πριν, όμως, προχωρήσουμε στην αναζήτηση των επιμέρους παραδόσεων και στον εντοπισμό της «ηγεμονικής», ας κάνουμε την απαραίτητη διάκριση μεταξύ Παράδοσης (με «Π» κεφαλαίο) και παραδόσεων, στις οποίες συγκαταλέγεται και η ηγεμονική.

«Η Παράδοση στην ουσία της, είναι κάτι ταυτόχρονα μεταϊστορικό και δυναμικό. Είναι μία γενική ρυθμιστική δύναμη, στην υπηρεσία των αρχών που έχουν το χρίσμα μιας υπέρτερης νομιμότητας (μπορούμε ακόμα να τις αποκαλέσουμε «αρχές εκ των άνω»).Αυτή η δύναμη δρα μέσω των γενεών, με μία συνέχεια πνεύματος και φώτισης, διαμέσου θεσμών, νόμων και κοινωνικών ιεραρχήσεων που μπορεί να εμφανίζουν ακόμα και μία αξιοσημείωτη ποικιλία και διαφορετικότητα²».

Η Παράδοση, λοιπόν, περιλαμβάνει «αρχές τόσο παλιές όσο ο Κόσμος και, ταυτόχρονα, καινούργιες όσο η κάθε ημέρα που ξημερώνει», δηλ. αρχές των οποίων η προέλευση χάνεται στην «αχλή της Ιστορίας» και, συνήθως, κωδικοποιούνται με τους αρχαίους μύθους (και όχι, απλά, «θρύλους»- οι θρύλοι είναι προέκταση του μύθου, από αυτούς βγαίνουν, στη συνέχεια, τα «παραμύθια», άλλοτε ως «περί» του μύθου και άλλοτε ως «παρά» του μύθου (παραφθορά) διήγηση), και, παράλληλα, είναι πάντοτε παρούσες στο ιστορικό γίγνεσθαι- κάτι περισσότερο: κινητοποιούν το ιστορικό γίγνεσθαι.

Από την Παράδοση «προκύπτουν» τα συλλογικά Αρχέτυπα «που διαπερνούν» τις παραδόσεις, μεταξύ των οποίων και την ηγεμονική- ιδιαίτερα την ηγεμονική- και διαμορφώνουν τα σε κάθε εποχή «κατάλληλα» μοντέλα ζωής.
Παράδειγμα: Οι αρχές πού ενσαρκώνονται στον «Απόλλωνα» στον «Διόνυσο» και, κυρίως, η μεταξύ Απόλλωνα και Διονύσου διαλεκτική που «επισημοποιείται» και στον «ομφαλό του Κόσμου» στο Μαντείο των Δελφών.

Το Ομηρικό Αρχέτυπο, η μυστηριακή τελετουργία (π.χ. Ελευσίνια Μυστήρια), η «ιερή βασιλεία», δηλ. η νομιμοποιημένη και «μεταφυσικά» «βασιλεία» (εξουσία) που λειτουργεί ως «γέφυρα» (ποντοφτιάχτης) μεταξύ του «επέκεινα» και του «ενθάδε»˙ αυτή την «ιερή βασιλεία», ο Ιούλιος Έβολα την αποκαλεί «imperium» ως σύνθεση πολιτικής-ιερατικής εξουσίας (οι «βασιλείς φιλόσοφοι» του Πλάτωνα ή το ρωμαϊκό imperium), βέβαια, στην Ελληνική Παράδοση δεν έχουμε ακριβώς «ιερή βασιλεία» αλλά τη διαλεκτική³ βασιλείας-εξουσίας (σώμα) και Ιερού (πνεύμα) στη βάση της Κοινότητας, αλλά και υπερ’ άνω της κοινότητας (εδώ διαχωριζόμαστε από τον Έβολα) σ’ ένα ισοσκελές τρίγωνο με βάση την κοινότητα και του οποίου τα σκέλη κατευθύνουν σε μία ανώτερη μεταφυσική αρχή (π.χ. Βυζαντινή συλλαληλία Αυτοκράτορα-Πατριάρχη υπό την «σκέπη» του Τριαδικού Θεού και με βάση την κοινότητα-κοινότητες).

Για αυτό στην Ελληνική παράδοση τόσο ο «Καισαροπαπισμός», όσο και ο «Παποκαισαρισμός» (η κατίσχυση της μιας αρχής επί της άλλης, η εξάρθρωση της διαλεκτικής) συνιστά παρέκβαση.

Ο νεοελληνικός πολιτισμός, διότι «αυτό» είναι το ζητούμενο, συνίσταται στη διαλεκτική (η διαλεκτική είναι η βασική έννοια) των επιμέρους ελληνικών παραδόσεων (από το Ιόνιο μέχρι το Αιγαίο και από το Αιγαίο μέχρι την Καππαδοκία, από την «κορυφή» της Χερσονήσου του Αίμου μέχρι την Ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας) υπό την «εποπτεία» μιας ηγεμονικής παράδοσης. Η τραγική Εθνική συρρίκνωση (από τους Μικρασιάτες μέχρι τους Αιγυπτιώτες) «έφερε» αυτές τις παραδόσεις στη σημερινή ελληνική επικράτεια με αποτέλεσμα (το «θετικό» στην τραγωδία) να υπάρξει ένα δημιουργικό «μπόλιασμα» και από αυτό η ανάδειξη νέων μορφών Πολιτισμού (από τη διατροφή και την ένδυση μέχρι την μουσική-μικρασιατική κουζίνα, ρεμπέτικο κ.λπ.).

Η «ηγεμονική παράδοση» είναι το Δημοτικό Κοσμοείδωλο, το Δημοτικό Έπος (που αρχίζει με τον «ακριτικό κύκλο»), όπως εκφράζεται μέσα από το δημοτικό τραγούδι (ιδιαίτερα τα κλέφτικα και τις παραλογές) μέσα από αυτό βλέπουμε την αυτούσια αναβίωση του Ομηρικού Αρχετύπου ακόμα και στη «μεταφυσική» («το τραγούδι του νεκρού αδελφού»).

Ο αξιακός κώδικας του Ομηρικού Τρόπου αφορά το «ενθάδε», όχι το «επέκεινα», τις αυθεντικές ζωικές αξίες, τον ηρωικό τρόπο ζωής. Στην Ομηρική Κοσμοθέαση δεν υπάρχει μεταφυσική δικαίωση και εδώ έγκειται η τραγικότητα του Ομηρικού Ανθρώπου (στον «Άδη», στον οποίο «επιβιώνουν» οι αυθεντικές αξίες της ζωής π.χ. η ανδρική φιλιά- Αχιλλέας και Πάτροκλος- καταλήγουν όλοι, ήρωες και Θερσίτες).

Ο Ομηρικός Άνθρωπος πολεμά και σκοτώνεται χωρίς «μεταφυσική επιβράβευση» (σε αντίθεση με τους Βόρειους που πηγαίνουν στην «Βαλχάλα»), ακριβώς για να συνεχιστεί αδιατάρακτος αυτός ο αξιακός κώδικας που νοηματοδοτεί την επίγεια ζωή˙ μοναδική «μετά θάνατον» δικαίωση είναι η «δόξα» να αποτελέσει ο ίδιος προσωπικό σημείο αναφοράς αυτού του κοσμοειδώλου⁴.
Ο Δημοτικός Άνθρωπος, ο Άνθρωπος του Δημοτικού Έπους, είναι η επανεμφάνιση του Ομηρικού Ανθρώπου και αυτό είναι το συγκλονιστικό.
Ο ετοιμοθάνατος ήρωας-κλέφτης προστάζει να του φτιάξουν «κιβούρι» που θα έχει παράθυρο για να μπορεί να ακούει τα πουλάκια (που έχουν ανθρώπινη λαλίτσα), να βλέπει την Άνοιξη και τις κοπέλες που «πάνε στη βρύση για νερό» (εδώ διαπιστώνουμε μία ακόμα διαλεκτική˙ εκείνη του Ομηρικού-Ακριτικού πνεύματος), και αν υπάρχει μία «μεταφυσική» είναι και αυτή-το επαναλαμβάνουμε- Ομηρικού Τύπου (παραλογές και ιδιαίτερα «το τραγούδι του νεκρού αδελφού»⁵).
Όμως, επειδή, η τραγικότητα του Ομηρικού Ανθρώπου είναι αδιέξοδη υπήρχε και ο άλλος «πόλος», τα Ελληνικά Μυστήρια (Ελευσίνια κ.λ.π), διότι το «Ιερό» με τον έναν ή άλλο τρόπο, δεν μπορεί, παρά να αποτελέσει σημείο Αναφοράς του «κοινού βίου».
Στο Δημοτικό Έπος υπάρχει το Ιερό, «η εκκλησία», «ο παπάς». Το Ιερό είναι αναμφισβήτητο, διαποτίζει αυτή «η ανώτερη μεταφυσική αρχή» την καθημερινότητα, ακόμα και ο «καπετάνιος», αποτίει σεβασμό στον παπά, ακόμα και οι «Κολοκοτρωναίοι».
Μπορεί να προσκυνούν «καβάλα» με Ομηρικό τρόπο, αλλά σε αντίθεση με τον Ομηρικό πρόγονο, προσκυνούν.

Δεν σέβονται απλά το Ιερό (την Ορθόδοξη Εκκλησία), αντλούν από αυτή «νόημα ζωής». Προσκυνούν καβαλάρηδες….


Καβάλα παν’ στην εκκλησία
καβάλα προσκυνάνε
καβάλα παίρνουν το αντίδωρο
απ’ του παπά το χέρι
Ρίχνουν φλουριά στην Παναγία
φλουριά και στους αγίους
και στον Αφέντη το Χριστό
τις ασημένιες πάλες.

 

Παίρνουν το αντίδωρο από του παπά το χέρι, τον λειτουργό του Ιερού και «στον αφέντη το Χριστό» δίνουν ό,τι πολυτιμότερο διαθέτουν.
        Ο νεοελληνικός Πολιτισμός είναι η ανώτερη διαλεκτική Ομηρικών και Βυζαντινών Αρχετύπων μέσα από την πλούσια εμπειρία της νεοελληνικής κοινότητας.
Ο Δημήτρης Τσάκωνας, συνεχιστής του Καραβίδα και θεωρητικός του νεοελληνικού κοινοτισμού, όρισε αυτή τη διαλεκτική ως «το ήθος του παλληκαριού (κλέφτη) και το κοινοβιακό φρόνημα της Ορθοδοξίας».

Μέσα από την πλούσια εμπειρία της κοινοτικής ζωής, υπό την «ηγεμονική του παράδοση» ο Νεοελληνισμός αφομοιώνει και «δάνεια στοιχεία» που του ταιριάζουν, τα οποία όχι μόνο δεν δρουν διαλυτικά, αλλά αφομοιωμένα εμπλουτίζουν την καθημερινή εμπειρία.

«Ούτε σαν τον αρχαίο, ούτε σαν τον πιο αρχαίο, ούτε σαν το Βυζαντινό, ούτε και σαν τον ευρωπαϊκό, το συγκαιρινό, θα είναι ο νέος ελληνικός πολιτισμός. Κάτι άλλο θα είναι που θα κλη και πολλά ανατολίτικα στοιχεία. Και η γεωγραφική θέση της πατρίδας της φυλής, ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, το λέει πως ο πολιτισμός, που θα γεννηθεί από τους Έλληνες, θα γίνη αναγκαστικά διαφορετικός από το δυτικό, και, μ’ όλα τα ξένα η παλιά στοιχεία, που θα ‘χει πάρει, θα είναι ελληνικώτατος⁶».
Υπό ένα «Κέντρο» και μία «ηγεμονική παράδοση» ο Ελληνικός Πολιτισμός «κινείται επί πτερύγων ανέμων», διότι το «πνεύμα όπου θέλει πνέει» κανένας ντετερμινισμός, καμία αιτιοκρατική «λογική» δεν προδικάζει κανένα αποτέλεσμα. Η βούληση, η Πίστη, η ενόραση, «το μη μετρήσιμο μέγεθος» αποτελούν διακριτικά του γνωρίσματα.
Ο Νεοελληνισμός μας διακόπηκε βίαια από τη Βαυαροκρατία, τη βίαιη δυτική θεσμική επιβολή, τη μεταπρατική «διανόηση».

Ένα πραγματικά Εθνικό Κράτος «θα ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που κόπηκε», θα δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να ξανανθίσει, να γίνει «νόημα ζωής», θεμέλιο ύπαρξης και συνύπαρξης.

Πως το Εθνικό Κράτος θα λειτουργήσει ώστε να παραχθεί ένας Ελληνικός Πολιτισμός, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε στο επόμενο και τελευταίο κεφάλαιο.

       1.2. Ιούλιος Έβολα: «Άνθρωποι ανάμεσα στα ερείπια». ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΠΙΟΝ», ΑΘΗΝΑ 2013.

  1. Δημήτρης Κιτσίκης: «Το βυζαντινό πρότυπο διακυβερνήσεως και το τέλος του κοινοβουλευτισμού»
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΣΟΠΤΡΟΝ», ΑΘΗΝΑ 2001.
  2. Ο Ν. Καζαντζάκης αποκαλεί τον Όμηρο «τον Πατριάρχη της ράτσας μας» και τα έπη του «την Παλαιά Διαθήκη της ράτσας μας».

  3. Υπάρχει η βάσιμη υπόνοια ότι «ο Πατριάρχης της ράτσας μας» δούλεψε με «πρώτη ύλη» τα δημοτικά τραγούδια της εποχής του για να συνθέσει τα Έπη του. Το Δημοτικό Κοσμοείδωλο χρειάζεται τον δικό του Όμηρο. Από κάθε άποψη πάντως είναι λυπηρό ότι οι Έλληνες συγγραφείς προσπέρασαν τους θησαυρούς του δημοτικού τραγουδιού, όπως και του ακριτικού κύκλου. Οι Έλληνες, άλλοι όμως όχι.
    Από τους Έλληνες ελάχιστοι εμπνεύστηκαν από αυτό το θησαυρό. Ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Ν. Καζαντζάκη, π.χ., ήταν «ο Πρωτομάστορας», εμπνευσμένο από το «Γεφύρι της Άρτας» και αφιερωμένο στον Ίωνα Δραγούμη, το οποίο μελοποιήθηκε από τον Μανώλη Καλομοίρη.
    Ο Δραγούμης στον «Ελληνικό Πολιτισμό» μάς το επισημαίνει: «Έχεις χρέος να τα μελετήσεις αυτά, γιατί όλα είναι δικά σου και αρκετά πια τα περιφρόνησες ως τώρα με το να έχουν κοντέψει να σε πείσουν πως είναι πρόστυχα, άσχημα, κατώτερα και για πέταμα...»
  4. Ο πολυμεταφρασμένος Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ, για παράδειγμα, δούλεψε με τους δημοτικούς μας μύθους, στους οποίους έδωσε….αλβανική προέλευση (στο βιβλίο του «Ποιος έφερε τη Ντορουντίν», βασισμένο στην παραλογή του «Νεκρού αδελφού», ερμηνεύει την ανάσταση του Κωνσταντή ως αποτέλεσμα της δύναμης της αρχαϊκής αλβανικής «μπέσας», που καταλύει, έστω και προσωρινά, το νόμο του θανάτου, προκειμένου να υλοποιηθεί η υπόσχεση του αδερφού στη μητέρα να φέρει πίσω την παντρεμένη στα ξένα αδερφή «ό,τι και να συμβεί»)˙ αυτή η «μπαλάντα» όπως την αποκαλεί, μαζί με το «Γεφύρι της Άρτας» (στο μυθιστόρημα «το γεφύρι με τις τρεις καμάρες») είναι ένα αρχετυπικό δίπολο που διαποτίζει όλο το έργο του συγγραφέα. Άξονας του Κανταρεϊκού «σύμπαντος» είναι ο αρχαίος αλβανικός εθιμικός κώδικας «Κανούν» μυθιστορήματα «Ρημαγμένος Απρίλης», «Κρύα λουλούδια του Μάρτη»), ο οποίος έχει…ομηρικές καταβολές. Ο Κανταρέ είναι θαυμαστής του Ομήρου (μυθιστόρημα «Φάκελλος Ο» και του Αισχύλου (το δοκίμιο «Αισχύλος ο μεγάλος αδικημένος» και...μαζί με την Ελλάδα, βεβαίως θεωρεί την Αλβανία ως τη δεύτερη… Ομηρική χώρα των Βαλκανίων και, μάλιστα, να διατηρεί πιο αυθεντικά τα ομηρικά χαρακτηριστικά. Που είναι οι ανάλογοι δικοί μας συγγραφείς;

 

Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.