Γράφει ο Γιάννης Σαρρής.
Πολιτιστική Διπλωματία και ήπια ισχύς.
Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Michael Waller έχει ορίσει την «Πολιτιστική Διπλωματία» (Cultural Diplomacy) ως ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών, καλλιτεχνικών, γλωσσικών και άλλων πολιτιστικών στοιχείων μεταξύ των εθνών και των λαών τους, με σκοπό την γνωριμία και την αμοιβαία κατανόηση[1]. Είναι προφανές ότι η φιλελεύθερη οπτική του Waller δίνει έμφαση στον όρο «πολιτιστική», θεωρώντας την σχετική διπλωματία ως αποστολή πολιτισμικού παρά πολιτικού κινήτρου. Τα υπουργεία εξωτερικών και πολιτισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας φαίνεται πως δεν αγνοούν την διαπολιτισμική διάσταση του έργου τους. Πράγματι, στο λήμμα περί «Πολιτιστικής Διπλωματίας» στον ιστότοπο του Υπ.Εξ., παρουσιάζονται ενδιαφέροντα δεδομένα για τις δραστηριότητες και τις συνεργασίες της χώρας μας με μουσεία και διεθνείς επιτροπές, όπως της UNESCO[2]. Άλλωστε, η διαχρονική οικουμενική εμβέλεια και τα καταπιστεύματα του Ελληνισμού, του πολιτισμού που γέννησε την φιλοσοφία κι επεζήτησε το καλὸν κἀγαθόν, δεν χρήζουν ιδιαιτέρας αναλύσεως και νοηματοδοτούν αναπόδραστα οιανδήποτε απόπειρα διαπολιτισμικής επικοινωνίας, παρά το γεγονός ότι από γενέσεως του νέου ελλαδικού κράτους υποτιμώνται συστηματικά σπουδαίες πτυχές του που δεν έχουν σχέση με την Αθήνα, όπως το Βυζάντιο, η Μακεδονία, η Ιωνία και η Μικρά Ασία, οι μεσογειακές αποικίες, πολιτισμοί της Εποχής του Χαλκού κ.α.
Παρ’ όλα αυτά, εφόσον οι φιλελεύθεροι ορισμοί της «Πολιτιστικής Διπλωματίας» αποκρύπτουν και έναν άλλον απώτερο, «ρεαλιστικό» και πολιτικά επωφελή σκοπό της, τότε...ενδεχομένως να τον υπηρετούν. Κατά τους ορισμούς της «ρεαλιστικής» σχολής γεωπολιτικών, η εξωτερική πολιτική αποσκοπεί ανομολόγητα ή εκπεφρασμένα στην ανακατανομή της ισχύος, στην απόκτηση δυνάμεως εκ μέρους του δρώντος. Και η πάσης φύσεως διπλωματία υπαγορεύεται από την εξωτερική πολιτική. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ιωάννη Μάζη, η εν πολλοίς αφηρημένη έννοια της «γεωπολιτικής ισχύος» συνίσταται σε τέσσερεις πυλώνες, την αμυντική, την οικονομική, την πολιτική και την πολιτισμική-πληροφοριακή ισχύ[3]. Επομένως, ο έλεγχος της προβολής πολιτισμικών στοιχείων και της ροής των σχετικών πληροφοριών εξασφαλίζει ισχύ επί των δεκτών τους χωρίς άμεσο εξαναγκασμό, δηλαδή μία «ήπια ισχύ» (soft power) κατά την ορολογία του Joseph Nye[4]. Σε αυτό το πλαίσιο πολιτιστικής επιρροής εντάσσονται και τα διάφορα είδη προπαγάνδας, που σήμερα πραγματώνονται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τους μεροληπτικούς αλγορίθμους των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Η επιτηδευμένη προβολή της ίδιας κουλτούρας σε συνδυασμό με την απαξίωση της αλλότριας ήταν τακτική διόλου σπάνια ήδη από την εποχή του μεγάλου Θουκυδίδη. Στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνος, η «ευημερία» και η «ελευθερία» του «αμερικανικού ονείρου» αντιμάχονταν λυσσαλέα το «ειρηνικό όραμα» και την «αταξική» τάξη του «κομμουνιστικού παραδείσου», με το πρώτο να αναδεικνύεται τελικά αδιαμφισβήτητος νικητής. Και η ιστορία γράφεται από τους νικητές, εν είδει πολιτιστικής επιχειρήσεως...
Για την επίτευξη ενός πολιτικού σκοπού, οι πολιτιστικές επιχειρήσεις των γεωπολιτικώς δρώντων μπορούν να αναμοχλεύουν, να χαλκεύουν ή να κατασκευάζουν εκ του μηδενός πολιτιστικά ή ακόμη και εθνολογικά αφηγήματα. Ενδεικτικώς επισημαίνονται η προσπάθεια του κομμουνιστικού καθεστώτος της Γιουγκοσλαβίας για θεμελίωση «σλαβομακεδονικής» εθνότητος με βάση τον σλαβο-βουλγαρικό πληθυσμό των Σκοπίων[5], η από πλευράς Αμερικανο-Ισραηλινών εργαλειακή χρήση του κουρδικού εθνικισμού στην Μέση Ανατολή, καθώς και η συμβολή των δυτικών υπηρεσιών στην εμφατική ανάδυση της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας στους αντι-μοσχοβίτικους πληθυσμούς της κεντρικής και βορειοδυτικής Ουκρανίας[6]. Έως και η Παγκοσμιοποίηση μπορεί να ιδωθεί ως μία κολοσσιαία πολιτιστική επιχείρηση υπερεθνικών οικονομικών δικτύων που στοχεύει στην οικουμενική άμβλυνση των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, μέσω οικουμενικής επιβολής των «φιλελευθέρων» αμερικανικών προτύπων[7].
Εις ό,τι αφορά την πατρίδα μας, οι πολιτικοί ιθύνοντες ασφαλώς δεν τολμούν να αναπτύξουν τέτοιες έννοιες. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε, όταν πολλοί εξ αυτών συνετέλεσαν στην επονείδιστη σύμβαση των Πρεσπών, που ανεγνώρισε «μακεδονικό» έθνος και «μακεδονική» γλώσσα στους Σκοπιανούς και, πέραν των πλείστων άλλων ξενικών επιρροών, ανέχονται επί χρόνια και την προβολή δεκάδων τουρκικών σειρών προπαγανδιστικού χαρακτήρα στην ελληνική τηλεόραση; Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Τουρκία διά της παροχής προσιτών τηλεοπτικών προγραμμάτων, τα οποία διαφημίζουν όσα κοινωνικά και ιστορικά της στοιχεία δύνανται να εξωρραϊστούν, προσφέρει ένα έξοχο παράδειγμα Πολιτιστικής Διπλωματίας και ωσαύτως πάντα βρίσκει προθύμους διαύλους προπαγάνδας προς δυσμάς. Το ελληνικό κράτος, όντας παραδοσιακά δέκτης και ποτέ πομπός τέτοιων πολιτιστικών επιχειρήσεων, δεν χρειάζεται να αναμοχλεύει μυθεύματα και να αποτολμήσει κάτι δύσκολο, παρά μόνο να πράττει τα αυτονόητα, να υπερασπίζεται καταρχήν τα δίκαια των εκτός συνόρων ελληνογενών πληθυσμών. Όμως αδιαφόρησε για την καταπίεση των βορειοηπειρωτών ακόμη και μετά την δολοφονία Κατσίφα, ενώ κατόπιν του πολέμου στην Ουκρανία δεν έκανε σχεδόν τίποτε για την ασφάλεια του -πλέον ευρισκόμενου μάλλον υπό ρωσική κατοχή- εκεί ελληνογενούς πληθυσμού. Κι ας μην μιλήσουμε καλύτερα για την εγκατάλειψη των Ποντίων και άλλων Μικρασιατών, των ορθοδόξων Ρωμιών της Συρίας ή της Γραικάνικης κοινότητας στην Καλαβρία και την Απουλία. Ο Ελληνισμός συρρικνώνεται και το κράτος δεν δυσφορεί με αυτό.
Στον τομέα της υποδείξεως πολιτιστικών προτύπων, εκτός της απολύτως αναγκαίας και μέχρι τούδε σχετικώς αξιοπρεπούς προβολής του αρχαίου πολιτισμού στον δυτικό κόσμο, μία ανεξάρτητη Ελλάδα μέσω του βυζαντινού παρελθόντος της θα ανέπτυσσε φίλιες πολιτιστικές σχέσεις με χριστιανικές κοινότητες του Λεβάντε και με χώρες της ανατολικής Ευρώπης και ιδίως της Χερσονήσου του Αίμου, επί της οποίας η πολιτιστική και οικονομική επιρροή συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδος σε περιφερειακή δύναμη της Μεσογείου. Η ζωντανή ορθόδοξη παράδοση και η οικουμενική αποδοχή των ελληνοφώνων εκκλησιών (σε βαθμό που στην αγγλόσφαιρα ο όρος «Greek Orthodox» καθίσταται συχνά συνώνυμος του Ορθοδόξου) παρουσιάζουν έως και στις μέρες μας δυναμική και μεγάλη διαπολιτισμική διεισδυτικότητα. Μια τέτοια ανεξάρτητη Ελλάδα θα προωθούσε προπαγανδιστικά όψιμες αντιδράσεις των διαρκώς πληθωριζόμενων πολιτών της Τουρκίας που μέσω δοκιμασιών DNA ανακαλύπτουν κάποια ελληνική ρίζα τους[8], ενώ θα χαρακτήριζε τις πόλεις της Ανατολίας (και όχι μόνο την...«Ιστανμπούλ») με τα αυθεντικά τους ονόματα, αναδεικνύοντας την ελληνική ιστορία τους. Επιπροσθέτως, ως μέλος διεθνών οργανισμών ανάδειξης πολιτιστικής κληρονομιάς, η Ελλάδα θα μπορούσε να διαλεχθεί υπερήφανα και ισότιμα, υπό το πρόσχημα πολιτιστικών ζητημάτων, και με εκτός Ευρώπης ισχυρές χώρες κληρονομήσασες εξίσου αρχαίους πολιτισμούς, όπως η Κίνα, το Ιράν, το Μεξικό, η Αίγυπτος κ.α. Ας μην λησμονούμε, ειρήσθω εν παρόδω, ότι η υγιής διαπολιτισμική επικοινωνία μεταξύ κρατών διαφέρει ουσιαστικά από την βεβιασμένη πολυπολιτισμικότητα στις τοπικές κοινωνίες, η οποία οδηγεί στον κατακερματισμό των κοινοτήτων και τελικά στην μονοπολιτισμικότητα του τίποτα. Ωστόσο, γενικότερα, η ανάληψη κοπιωδών πρωτοβουλιών προς εξαγωγή πολιτισμού και διεκδίκηση ηπίας ισχύος δεν γίνεται από δοτές κυβερνήσεις, εξαρτημένα κράτη και προτεκτοράτα. Προϋποθέτει την εθνική αυτοδιάθεση.
Ιωάννης Σαρρής
[1] Michael J. Waller, “Strategic Influence: Public Diplomacy, Counterpropaganda, and Political Warfare”, Institute of World Politics Press, 2009, 74.
[2] Βλέπε το λήμμα «Πολιτιστική Διπλωματία», https://www.mfa.gr/eidika-themata-exoterikis-politikis/politistike-diplomatia/ (ανακτήθηκε τον Ιούλιο 2022).
[3] Ιωάννης Μάζης, “Η Γεωπολιτική: Η Θεωρία και η Πράξη”, Παπαζήση, 2002.
[4] Joseph S. Nye, “Soft Power”, Foreign Policy, no. 80 (1990), 153-171.
[5] Jonathan Bousfield, Dan Richardson, “Bulgaria”, Rough Guides 2002, 454-456.
[6] Αναφορικά με τον εγγενή (φιλο)δυτικιστικό προσανατολισμό του νεοουκρανικού εθνικισμού, βλέπε: Karina Korostelina, “ Constructing the Narratives of Identity and Power: Self-Imagination in a Young Ukrainian Nation”, Lexington Books 2013, 185-195. ΣτΣ: Ο εργαλειακός κυνισμός με τον οποίον περιγράφεται η δυνατότητα σύνθεσης, αποσύνθεσης και ανασύνθεσης κάποιου «νεότευκτου έθνους», βάσει πολιτικών κριτηρίων και συμφερόντων, αποκαλύπτει την ευρύτερη φιλοσοφία του «identity politics» των μεταμοντέρνων πολιτικών και παγκοσμιοποιητών, σύμφωνα με την οποία κάθε ταυτότητα -ακόμη και αυτή του γενετησίου φύλου- πρέπει να είναι λυόμενη, συναλλάξιμη και αντιμεταθέσιμη, ωσάν καπιταλιστικά διακινούμενο αγαθό.
[7] John Storey, “Cultural Studies and the Study of Popular Culture”, Edinburgh University Press 2010, 161-172.
[8] Αναφορικά με την δυσφορία των Τούρκων για τις δοκιμασίες DNA της Ancestry.com, βλέπε: Paul Antonopoulos, “Turkish DNA Project calls for boycott after Ancestry.com highlights many Greeks were Turkified”, 1/6/2021, https://greekcitytimes.com/2021/06/01/turkish-dna-project-greeks-turkified/ (ανακτήθηκε τον Ιούλιο του 2022).