Το Θαύμα των Ελλήνων

Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.

 

 

Γράφει ο Μακρυγιάννης Βασίλειος

 

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ-ΝΑΖΙΣΜΟΥ

"O Xίτλερ έχει τσουβαλιάσει τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, μόνο ο Έλληνας τσολιάς κυνηγά στην Κορυτσά τον Ιταλικό γίγαντα-Μουσολίνι". Λεζάντα σε γελοιογραφία της εποχής από την εφημερίδα Daily mail, που αποτυπώνει με χαρακτηριστική ακρίβεια το έπος των Ελλήνων του 1940 όταν όλη η Ευρώπη παραδίδονταν σχεδόν αμαχητί στις δυνάμεις του άξονα.
Συμπληρώνοντας φέτος 80 χρόνια από την εποποιία του <<ΟΧΙ>> των Ελλήνων στις δυνάμεις του Γ' Ράιχ και συγκεκριμένα  στην φασιστική Ιταλία του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Η Ελλάδα και ο ελληνικός στρατός κατάφεραν κάτι που μέχρι τότε έμοιαζε με θαύμα στα πρώτα χρόνια του β ' παγκοσμίου πολέμου, κατάφεραν να νικήσουν μια στρατιωτική υπερδύναμη της εποχής και να δώσουν το πρώτο συμμαχικό χτύπημα στις δυνάμεις του άξονα που μέχρι τότε μετρούσαν μόνο νίκες στα πεδία των μαχών.Η νίκη των Ελλήνων στα βουνά της Αλβανίας και το βροντερό και περήφανο <<ΟΧΙ>> του ελληνικού λαού στις δυνάμεις του φασισμού δημιούργησε ένα τεράστιο κύμμα θαυμασμού του πολιτισμένου κόσμου, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των λαών της Ευρώπης που κινδύνευαν από την μπότα του ναζισμού και του φασισμού.
O δικτάτορας Μουσολίνι της Ιταλίας επιζητούσε την ευκαιρία για να μπεί  στην τροχιά των μεγάλων εξελίξεων. Ο ζωτικός χώρος και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές που αναζητούσε και η Ιταλία καθώς και η αναγνώριση από την παγκόσμια κοινότητα είχαν φέρει στην επικαιρότητα την κυριαρχία στη Μεσόγειο που ο Μουσολίνι θεωρούσε Ιταλική υπόθεση ("nave nostrum'') όπως ίσχυε στα χρόνια των Ρωμαίων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και ο πόλεμος κατά της αδύναμης Αιθιοπίας και η κατάκτηση της Αδδίς Αμπέμπα τον Οκτώβριο του 1935. Το 1938 ο Μουσολίνι στρέφει πια το ενδιαφέρον του στα Βαλκάνια όπου θεωρούσε πως το έδαφος ήταν πια πρόσφορο για δράση. Όταν ο Χίτλερ προσάρτησε τη Βοημία και τη Μοραβία ( 15 Μαρτίου 1939) χωρίς από ότι προκύπτει να ενημερώσει ο Μουσολίνι εισέβαλλε στην Αλβανία στις 7 Απριλίου 1939. 
Αφετηρία των γεγονότων είναι ο Απρίλιος του 1939 όταν με την κατάληψη της Αλβανίας ο Μουσολίνι έκανε ηλίου ολοφάνερες τις προθέσεις του, απέναντι στην πατρίδα μας. Η χώρα μας μετά την μικρασιατική καταστροφή είχε αφοσιωθεί στην θεραπεία  των τεράστιων προβλημάτων που είχαν ανακύψει τότε παραμελώντας την αμυντική της θωράκιση, αφού ήταν κοινή η πεποίθηση ότι μετά το αιματοκύλισμα  του Μεγάλου πολέμου ( Α' Παγκοσμίου ) το ενδεχόμενο για κάποια νέα σύγκρουση θα ήταν απίθανο. Από το 1935 και την Ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία η Ελλάδα όταν η ανησυχία άρχισε να σκιάζει  τους διεθνείς ορίζοντες, άρχισε μια αξιόλογη προσπάθεια για την θωράκιση της άμυνας της δίνοντας  βάρος στην οχύρωση, σε εξοπλισμούς, εκπαίδευση και οργάνωση. Η προσπάθεια οχύρωσης είχε στραφεί σχεδόν αποκλειστικά στη μεθόριο με την Βουλγαρία γιατί από κει φαίνονταν να υπάρχει απειλή, αφού η χώρα αυτή δεν είχε υπογράψει το Βαλκανικό σύμφωνο. Αντίθετα η απειλή από μόνη την Αλβανία θεωρούνταν σαν ουτοπία και η Ιταλία δεν θεωρούνταν άμεση απειλή αφού ίσχυε ακόμη το σύμφωνο φιλίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας του 1928. Όταν λοιπόν ήρθε η 28η Οκτωβρίου η Ελλάδα ήταν σχεδόν έτοιμη να αποκρούσει την Ιταλική επίθεση. Οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην επιτυχημένη αντιμετώπιση της Ιταλικής εισβολής ήταν το υψηλό ηθικό και η ομοψυχία των Ελλήνων, η καλή προπαρασκευή ολόκληρου του ελληνικού πολεμικού μηχανισμού της χώρας και τέλος η υποτίμηση από την Ιταλική ηγεσία του αντιπάλου της.
   Ο Μουσολίνι που δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξή του για την ραγδαία εξέλιξη των επιχειρήσεων του γερμανικού στρατού, που μέσα στους πρώτους μήνες του 1940 κατακτούσε την μία μετά την άλλη τις χώρες της Ευρώπης, φοβούμενος ότι θα στερηθεί '' την δόξα '' του νικητή, κύρηξε στις 10 ιουνίου 1940 τον πόλεμο στη Γαλλία που ήδη ψυχοραγούσε μετά την αποχώρηση των Άγγλων από την Δουνκέρνη τον προηγούμενο μήνα. Από την άλλη μεριά δεν έπαψε να καθησυχάζει την Ελλάδα αλλά και να την κατηγορεί για φιλοαγγλική στάση. Οι ιταλικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας έγιναν πιο δυναμικές και πιο έντονες από τότε που συνθηκολόγησε η Γαλλία στις 24 Ιουνίου. Τα καθημερινά προκλητικά δημοσιεύματα στον ιταλικό και αλβανικό τύπο ακολουθούσαν οι θερμές προσβολές ελληνικών πλοίων από αεροπλάνα στο Αιγαίο με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του εύδριμου του στόλου μας ''ΈΛΛΗ'' στο λιμάνι της Τήνου την μέρα που γιόρταζε η Μεγαλόχαρη.
    Αρχές Οκτωβρίου οι ιταλικές στρατιές πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο τα ελληνοαλβανικά σύνορα και οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου ήταν σχεδόν καθημερινές. Διαβλέποντας αυτή την απότομη επιδείνωση η Ελληνική κυβέρνηση είχε πάρει με μεγάλη μυστικότητα από την άνοιξη του 1940 μια σειρά νέων μέτρων, όπως ήταν η πρόσκληση εφέδρων για εκπαίδευση στα νέα όπλα, η μυστική επιστράτευση κρίσιμων ειδικοτήτων και η συμπλήρωση της δύναμης στρατηγείων και μονάδων στην κρίσιμη περιοχή των αλβανικών συνόρων. Τότε είχε συγκροτηθεί και το απόσπασμα Πίνδου.
    Αφού λοιπόν το έδαφος είχε προετοιμαστεί κατάλληλα από τον Μουσολίνι, το μόνο που περίμεναν όλοι ήταν το πότε ο φασίστας δικτάτορας θα ξεκινούσε επίσημα πια τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας.
Ήταν σχεδόν τρεις τη νύχτα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Γκράτσι επέδωσε στον έλληνα πρωθυπουργό Μεταξά στο σπίτι του στην Κηφισιά, τελεσίγραφο της κυβέρνησής του, με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί στον ιταλικό στρατό να καταλάβει ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους ως εγγύηση για την ουδετερότητα της Ελλάδας και την ασφάλεια της Ιταλίας, και αν τα ιταλικά στρατεύματα συναντούσαν αντίσταση αυτή θα κάμπτονταν με τα όπλα και η Ελληνική κυβέρνηση θα έφερνε την ευθύνη. Μέσα από την αφήγηση του ίδιου του Ιταλού πρεσβευτή Γκράτσι περιγράφεται λέξη πρός λέξη η στιγμή που ο Μεταξάς απάντησε αρνητικά στο απαράδεκτο και αισχρό ιταλικό τελεσίγραφο. ''ΟΧΙ, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ελεύθερη διέλευση.''  Ο Γκράτσι λίγο παρακάτω στην αφήγησή του γράφει '' Εκείνη την στιγμή μίσησα το επάγγελμα μου... Υποκλίθηκα με βαθύτατο σεβασμό στον υπερήφανο γέροντα, που δεν δίστασε να διαλέξει τον δρόμο της θυσίας αντί για την ατίμωση, και έφυγα''.
     Από εκείνη την στιγμή, τον λόγο έλαβε ο ελληνικός λαός και ο ένδοξος ελληνικός στρατός που κλήθηκαν να επικυρώσουν το μεγαλοπρεπέστατο ''ΟΧΙ'' στα πεδία των μαχών γράφοντας στα βιβλία της ιστορίας ένα σύγχρονο θαύμα και ένα στρατιωτικό έπος που σπάνια βρίσκεις όμοιό του. Οι έλληνες πολίτες και στρατιώτες δέχτηκαν με ενθουσιασμό το ''ΟΧΙ'' ενάντια στον ιταλικό επεκτατισμό και στόλισαν τα μπαλκόνια τους με γαλανόλευκες. Με κάθε μέσο οι έλληνες πολίτες έτρεχαν να παρουσιαστούν στις μονάδες τους αμέσως μόλις κηρύχθηκε η επιστράτευη στις 28 οκτωβρίου 1940. Κυριολεκτικά με το χαμόγελο στα χείλη οι Έλληνες στρατιώτες αναχωρούσαν για το μέτωπο και για το ραντεβού τους με την ιστορία. Η επιτυχέστατη έκβαση των μαχών Ελαιάς- Καλαμά και Πίνδου, η σωστή αμυντική στάση του ελληνικού στρατού το υψηλό φρόνημα και ο τεράστιος αγώνας των ελλήνων στρατιωτών και ακόμη και των Ηρωίδων των γυναικών της Ηπείρου που έκαναν και αυτές το δικό τους αγώνα για τον ανεφοδιασμό και την κάλυψη των αναγκών των ελλήνων στρατιωτών στα βουνά της Πίνδου οδήγησαν σε μια μεγαλειώδη νίκη που άλλαξε τους ρόλους του πολέμου και αμυνόμενοι Ελλάδα πέρασε πια στην αντεπίθεση. Χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες καθώς και πολλά λάφυρα των Ιταλών έπεσαν στα χέρια του ελληνικού στρατού που έκανε ένα τεράστιο θαύμα νικώντας μια υπερδύναμη της εποχής και συνυπολογίζοντας  το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός μέχρι τότε δεν είχε ξανα αντιμετωπίσει σύγχρονο στρατό με άρματα μάχης και πολεμική αεροπορία όπως ο ιταλικός. 
     Η Ιταλική επίθεση στόχευσε αρχικά την Ήπειρο και την Πίνδο. Τα σφάλματα που έκαναν οι Ιταλοί στη πρώτη φάση των επιχειρήσεων ήταν τραγικά στη Θεσπρωτία και στην Πίνδο. Στον παραλιακό τομέα ενώ διέσπασαν την ελληνική άμυνα προχωρόντας κάτω από τον Καλαμά αδράνησαν αντί να στραφούν προς τα αριστερά και να βγουν στα νότα της όγδοης ελληνικής μεραρχίας. Η ιταλική μεραρχία Τζούλια εφορμώντας προς την Πίνδο διέλυσε το απόσπασμα του Δαβάκη προχώρησε στη Σαμαρίνα πλησιάζοντας το Μέτσοβο. Ήταν όμως μόνοι και όταν άρχισαν να φτάνουν υπέρτερες ελληνικές δυνάμεις παγιδεύτηκε και άρχισε τον αγώνα για τη σωτηρία της. Στις 13 νοέμβρη 1940 ήταν πια ολοφάνερο ότι το  σχέδιο των Ιταλών είχε ανατραπεί. Ολόκληρο σχεδόν το εθνικό έδαφος ήταν σε ελληνικά χέρια ενώ στο μέτωπο της δυτικής Μακεδονίας ο στρατός μας είχε προχωρήσει πέρα  από τα σύνορα έτοιμος να ορμήσει προς Κορυτσά. Από την άλλη μέρα θα άλλαζαν οι ρόλοι των πρωταγωνιστών αυτού του δράματος. Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η ελληνική αντεπίθεση. Ο ελληνικός στρατός γρήγορα πέταξε τον εχθρό έξω από τα σύνορα και άρχισε να προελαύνει στο έδαφος της βορείου Ηπείρου. Οι ελληνικές πόλεις η μια μετά την άλλη ελευθερώθηκαν με τους κατοίκους να υποδέχονται τους έλληνες στρατιώτες σαν ελευθερωτές και να πανηγυρίζουν. Το Ά Σώμα Στρατού στο νότιο τομέα κατέλαβε τους Άγιους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, το Δελβίνο και τη Χειμάρρα. Το ΄Β Σώμα Στρατού μετά την Πρεμέτη κατέλαβε την Κλεισούρα ενώ το ΄Γ Σώμα Στρατού στις 22 Νοέμβρη μπήκε στην Κορυτσά.
    Η Τρίτη περίοδος του πολέμου από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι τις 26 Μαρτίου 1941 περιλαμβάνει την κατάληψη της Κλεισούρας (10 Ιανουαρίου) καθώς και την Ιταλική εαρινή επίθεση (9 Μαρτίου) αλλά το Β' Σώμα Στρατού και άλλες δυνάμεις του στρατού μας ανάγκασαν τον Μουσολίνι να επιστρέψει στη Ρώμη πικραμένος, απογοητευμένος και ''κορόιδο''.  
     Ο Ελληνοιταλικός πόλεμος απέδειξε περίτρανα ότι ο Δαυίδ μπορεί  να νικήσει τον Γολιάθ, ότι ένας περήφανος λαός μπορεί να νικήσει μια υπερσύγχρονη πολεμική μηχανή, ότι τα περήφανα ''ΟΧΙ'' είναι για τους πραγματικά μεγάλους. Από εκεί και πέρα  όλος ο κόσμος δεν λέει πια ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. (Τσώρτσιλ- Πρωθυπουργός της Βρετανίας).
Το έπος του 1940 είναι μια από τις πιο χρυσές σελίδες της ένδοξης ελληνικής ιστορίας και όλοι οι Έλληνες είμαστε διπλά υπερήφανοι για τον αγώνα και την θυσία των προγόνων μας για τα ιδανικά της ελευθερίας, της εθνικής υπερηφάνειας και της φιλοπατρίας. Η εξέλιξη της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου απέδειξε ότι το σύνθημα ''Αέρα'' των ελλήνων στρατιωτών στα βουνά της Πίνδου σήμανε και την αρχή του τέλους του Γ' Ράιχ και των δυνάμεων του άξονα, καθώς η ήττα των Ιταλών και η ανάγκη για άμεση εμπλοκή της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας άλλαξε τα χρονοδιαγράμματα της επιχείρησης ''Μπαρμπαρόσα" , της γερμανικής δηλαδή επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που έφερε τους γερμανούς  αντιμέτωπους με τον ανίκητο ρωσικό χειμώνα χάνοντας την δυνατότητα πραγματοποίησης του κεραυνοβόλου πολέμου που επιθυμούσαν.
    Η συμβολή των Ελλήνων και στο έπος του 1940 καθώς και στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών στην κατοχή στην ήττα των δυνάμεων του άξονα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τεράστια γεγονός που παραδέχτηκαν όλοι οι τότε μεγάλοι ηγέτες της εποχής σε δηλώσεις τους.
    Σήμερα οφείλουμε τεράστια ευγνωμοσύνη στους Ήρωες προγόνους μας γι αυτόν τον αγώνα και την θυσία τους για μια ελεύθερη και αδούλωτη πατρίδα.
Χρόνια μας πολλά λοιπόν .
ΖΗΤΩ Η 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940.
ΖΗΤΩ ΤΟ ''ΟΧΙ''.
 
 
 
Σημ: Με πληροφορίες από την εγκυκλοπαίδεια ''ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ'' Κ.ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟΜΟΣ 11 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.
 
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ.

80 έτη μετά...

Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.

 

 

 

80 έτη μετά...

 Γράφει ο Πασχάλης Μουλάς

 Για μία ακόμη χρονιά κατέφθασε η εορτή της κήρυξης πολέμου από την Ελληνική Κυβέρνηση του 1940 υπό τον Ιωάννη Μεταξά προς την ιταλική κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι. Εφόσον το χρονικό των γεγονότων που αφορούν το τελεσίγραφο, καθώς και την έκβαση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, είναι εν πολλοίς γνωστά, δεν θα τα αναφέρουμε για πολλοστή φορά.

 

 Παρακάμπτοντας μεταγενέστερες καταστάσεις, εναλλασσόμενα καθεστώτα και πρόσωπα στην κεντρική εξουσία της Πατρίδος, θα κάνουμε μνεία κυρίως στην 28η Οκτωβρίου του 2020, εν συγκρίσει με αυτή του 1940. Είναι, βεβαίως, λάθος -με επιστημονική ορολογία «αναχρονισμός»- να συγκρίνουμε διαφορετικές μεταξύ τους χρονολογίες και ιστορικά δρώμενα, γι’ αυτό και δεν θα προχωρήσουμε στο σφάλμα τούτο. Θα ασχοληθούμε, εν προκειμένω, με την Διαχρονική Ελληνική Σκέψη, τις Διαχρονικές Ελληνικές Αξίες και το Διαχρονικό Ελληνικό Συμφέρον, τα οποία είναι ομοούσια και αδιαίρετα στο πέρας των ετών.

 

 Κάθε Ελληνίδα, κάθε Έλλην οφείλει να προασπίζει στο έπακρο τα σύνορα της Πατρίδος και την ακεραιότητα των εδαφών, όποτε και εάν κληθεί να το πράξει, με τον τρόπο που μπορεί να το πράξει. Οι πολιτικοί, όμως, έχοντας την διακυβέρνηση των εδαφών αυτών στα χέρια τους σε καθημερινή βάση, χειριζόμενοι τα διπλωματικά μέσα, είναι πολύ περισσότερον υποχρεωμένοι εκ της θέσεώς των να διαφυλλάττουν την αδιαπραγμάτευτη ισχύ και θέληση του Έθνους προς επίτευξη ευημερίας και ειρήνης εντός των τειχών του ελλαδικού κράτους.

 

 Το «Alors, c’ est la guerre» του Ιωάννου Μεταξά εκφράζει μία πολυδιάστατη ελληνική αντίληψη. Οι Έλληνες πάντοτε πολεμούσαν και πολεμούν για την δόξα και όχι απαραίτητα για να νικήσουν. Πολεμούν για να συνεχίσει το ένδοξο Έθνος τους να περνά με χρυσά γράμματα στην καταγραφή της Παγκόσμιας Ιστορίας. Πολεμούν για να τιμήσουν τους πατεράδες και τους παππούδες τους και για να προστατέψουν τις οικογένειές τους από τη μπότα του κατακτητού. Δεν τον ρώτησαν ποτέ ποιό είναι το δόγμα του: αν είναι φασίστας, ναζί, σοσιαλιστής ή δημοκράτης. Για τους Ιταλούς φασίστες που μας επετέθησαν και άφησαν πίσω τους χιλιάδες Έλληνες νεκρούς... Για τους Γερμανούς ναζί που ήρθαν να υποστηρίξουν τους Ιταλούς συμμάχους των βυθίζοντας στην φτώχεια και την εξαθλίωση τον ελληνικό πληθυσμό με πάνω από μισό εκατομμύριο νεκρούς... Για τους Άγγλους δημοκράτες που απηγχόνιζαν τους Κυπρίους πατριώτας της ΕΟΚΑ που αγωνίζονταν για απελευθέρωση και ένωση με την Μητέρα Ελλάδα, αλλά και για τους Σοβιετικούς «σοσιαλιστές» που ήθελαν με την συνδρομή των εγχώριων σοβιετικών να βάλουν στη  στρούγγα των «γκούλαγκ» την Ελλάδα... η αντιμετώπιση ήτο ίδια και απαράλλακτος: Αντίσταση και Πάλη!

 

Όποιος και εάν είναι, είναι κατακτητής και δεν πρέπει να περάσει!

 

 Το διαχρονικό εθνικό συμφέρον της Ελλάδος επιτάσσει την Ενότητα, την Εθνική Στρατηγική, τις Υγιείς φωνές από όλες τις μεριές, την διπλωματία Ελληνικού Χαρακτήρα και την οικονομία μιας Αληθινώς αναπτυγμένης χώρας. Η διχόνοια, η μιζέρια, ο ωχαδερφισμός και η αδράνεια είναι ενάντια στο Ελληνικόν Πνεύμα. Όλες και όλοι είμαστε αδέλφια -όσες και όσοι θέλουμε το καλό της Ελλάδος τουλάχιστον, έστω και από διαφορετική σκοπιά ο καθένας- και δεν χωρούν μεμψιμοιρίες και πισώπλατα «μαχαιρώματα», ούτε αλληλοσκοτωμοί.

 

 Σε μια εποχή που το κλίμα είναι αρκετά τεταμένο με τις διεκδικήσεις των σελτζούκ-τούρκ έναντι ημών, το τελευταίο που έχει ανάγκη ο πανέμορφος αυτός τόπος είναι η πόλωση. Αντί να μαλώνουν μεταξύ τους οι πολιτικοί αρχηγοί στο κοινοβούλιο, ας βρουν μια κοινή συνισταμένη, ας ανακοινώσουν έστω μία κόκκινη γραμμή συντεταγμένα και ενωτικά: για να γνωρίζει ο τούρκος ότι είμαστε έστω κι έτσι μια γροθιά σε περίπτωση που επιχειρήσει το απονενοημένο, αλλά και για να γνωρίζουμε εμείς οι απλοί Έλληνες πολίτες που πονάμε την Πατρίδα, μέχρι πού είναι ικανό να φτάσει το ομολογουμένως διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα για να αμυνθεί των Πατρίων Εδαφών.

 

 Η 28η Οκτωβρίου του 2020 μας βρίσκει χωρίς παρελάσεις, χωρίς τις αυθόρμητες μοτοπορείες, χωρίς τα ελληνόπουλα να υψώνουν τις Ελληνικές Σημαίες με βηματισμό για να τιμήσουν τους Ήρωες της Αντίστασης. Δεν θα εξετάσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη αυτό, ούτε θα αναλύσουμε ΦΕΚ, ΚΥΑ κ.ά. Αυτό που, όμως, θα πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι επιβάλλεται να έχουμε ως Έλληνες σθένος, αλλά και φόβο μόνον Θεού: κανενός άλλου είδους!

 

 Είμαστε αυτοί που λέγουμε «του ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται». Είμαστε εκείνοι που έχουμε πει και ακόμη λέγουμε στον εχθρό και στους παρατρεχάμενούς του «Μολών Λαβέ», που πολεμούμε «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

 

 Ας περάσουμε από τα λόγια, πλέον, στις πράξεις. Ας αλλάξουμε πρώτα εμείς τις λανθασμένες επιλογές μας. Ας πάψουμε να παραπονούμαστε συνεχώς σαν κακόμοιροι, ας περάσουμε στον Νυν Υπέρ Πάντων Αγώνα και ας εκλέξουμε επιτέλους εκείνους τους πολιτικούς που αξίζουν στην Ιστορία μας, που αξίζουν σε εμάς.

 

Μα πάνω απ’ όλα εμείς, ως Έλληνες, πρώτα πρέπει να αξίζουμε στους εαυτούς μας και στους προκατόχους μας.

 

Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!

Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!

Ζήτω η Αδιαίρετος Ελλάς!

Δόξα και Τιμή στους Ήρωες πεσόντες!

ΑΘΑΝΑΤΟΙ

 

 

Πασχάλης Κ. Μουλάς

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1941-1944

Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.

 

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1941-1944

 

Γράφει ο Χρήστος Τσιόλας

Ένα από τα θέματα που απασχολούν την συζήτηση σχετικά με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα, είναι η δράση της Εθνικής Αντίστασης, και απώλειες που προκάλεσε στις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Η  συζήτηση αυτή κρατάει χρόνια, και αυτό που παρατηρούμε είναι είτε η υπερβολή, είτε η υποτίμηση των Γερμανικών απωλειών. Σε αυτές τις τοποθετήσεις κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα ιδεολογικά και πολιτικά «στερεότυπα» του καθένα, αλλά και το πώς αντιλαμβάνεται το όλο ιστορικό πλαίσιο με βάση τις πολιτικές και ιδεολογικές του αναζητήσεις. Η ιστορία όμως δεν «γράφεται» έτσι, πολλές φορές λειτουργεί «ψυχρά» και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Η ιστορία σε κάποιες άλλες περιπτώσεις γράφεται συνέχεια, και ιδιαίτερα όταν μιλάμε για την ιστορία του 20ου αιώνα, και μάλιστα στο συγκλονιστικότερο γεγονός του τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Νέα αρχεία έρχονται συνεχώς στο φως, νέες έρευνες πραγματοποιούνται και ολοκληρώνονται με νέα στοιχεία. Στρατιωτικά και πολιτικά αρχεία ανοίγονται και αξιολογούνται συνεχώς. Με βάση όλα αυτά λοιπόν θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια απάντηση για την έκταση των Γερμανικών απωλειών στην Ελλάδα.

Η Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα ξεκινά ουσιαστικά στο τέλος του Μαΐου του 1941, όταν καταλαμβάνεται και η Κρήτη, και η Ελλάδα χωρίζεται σε τρεις ζώνες κατοχής: Ιταλική, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, Γερμανική, και Βουλγαρική. Από τα τέλη του 1941 συγκροτούνται ήδη οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες, και η δράση τους αρχίζει να  αυξάνεται η δράση της Σε μια Ιταλική αναφορά του 1942 σημειώνεται: «Δεν μιλάμε πλέον για ορισμένα παλιόπαιδα που μας προκαλούν ζημιές, αλλά για κάτι πολύ πιο οργανωμένο και βαθύ» (1). Η πρώτη μεγάλη αντιστασιακή ενέργεια που προκαλεί αίσθηση (αλλά έχει αμφίβολο στρατιωτικό και στρατηγικό αποτέλεσμα αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς) είναι η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβριο του 1942. Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Κατακόρυφη άνοδος των Αντιστασιακών ενεργειών, απώλεια ελέγχου από τους Ιταλούς, και τέλος την συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943. Οι Γερμανοί που παίρνουν την θέση τους έχουν φροντίσει από πριν να φέρουν στην Ελλάδα μεγάλους σχηματισμούς φοβούμενοι πιθανή απόβαση των Συμμάχων στην Ελλάδα, αλλά υποψιάζονται και αυτοί την πιθανή συνθηκολόγηση των Ιταλών. Η κατοχή στην Ελλάδα περνά σε νέα φάση πλέον.

Κύριες ιστορικές  πηγές των απωλειών που προκαλούν οι Αντιστασιακές  ομάδες στους Γερμανούς εκτός των προσωπικών ημερολογίων των αγωνιστών της Αντίστασης, και των ανακοινώσεών τους στον Αντιστασιακό τύπο, αποτελούν και τα αρχεία των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, οι πράκτορες των οποίων στέλνουν σε καθημερινή βάση αναφορές στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής σχετικά με τις δράσεις εναντίων των Γερμανών , αλλά και την γενικότερη πολιτική και στρατιωτική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Οι αναφορές αυτές είναι στην ουσία αυτά που λένε οι αντάρτες στους  Άγγλους σχετικά με τις απώλειες που οι ίδιοι εκτιμούν πως προκάλεσαν στους Γερμανούς, αλλά και απώλειες που οι Άγγλοι πράκτορες εκτιμούν πως προκαλούνται στους Γερμανούς από μάχες στις οποίες λαμβάνουν μέρος και οι ίδιοι. Και οι δυο  πηγές μπορούν όμως να αμφισβητηθούν καθώς οι αριθμοί που αναφέρουν είναι υπερβολικοί έως εξωπραγματικοί, (2)ενώ μπαίνουν και πρακτικά ζητήματα, καθώς σε συνθήκες μάχης και μάλιστα μάχης ανταρτών ή καταδρομέων με τακτικό στρατό, νύχτα συνήθως, καθιστά δύσκολο τον ακριβή προσδιορισμό των νεκρών.

Την απάντηση θα την πάρουμε από την Γερμανική πλευρά. Και συγκεκριμένα μέσα από τα αρχεία τους, που θεωρούνται παγκοσμίως από τα πλέον αξιόπιστα και περιλαμβάνουν την εσωτερική τους αλληλογραφία, ενώ  υπάρχουν και οι πλέον αδιάψευστοι μάρτυρες: Τα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία.

Στην εσωτερική αλληλογραφία των Γερμανών σε καθημερινή βάση υπάρχουν αναφορές για επιθέσεις που δέχονται σε ολόκληρη την χώρα. Οι περισσότερες επιθέσεις, αφορούν  μικρές συμπλοκές οι οποίες τους προκαλούν μικρές απώλειες , που σπάνια ξεπερνούν τον διψήφιο αριθμό,  αλλά περιλαμβάνουν και μεγάλες μάχες που τους προκαλούν απώλειες ολόκληρων λόχων (3).

Τα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία όμως μας βοηθούν να καταλάβουμε  πολύ καλύτερα το εύρος των Γερμανικών απωλειών. Στην Ελλάδα υπάρχουν δυο μεγάλα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία. Το πρώτο βρίσκεται στην Κρήτη στο Μάλεμε και δημιουργήθηκε  κατά την διάρκεια του πολέμου, και εκεί ετάφησαν οι πεσόντες της μάχης της Κρήτης αλλά και οι πεσόντες κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στο νησί. Το δεύτερο βρίσκεται στον Διόνυσο της Αττικής στην Ραπεντόζα. Εκεί ετάφησαν όλοι πεσόντες στην ηπειρωτική χώρα και στα νησιά του Αιγαίου από την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, μέχρι την αποχώρησή τους από την πατρίδα μας τον Οκτώβριο του 1944. Το νεκροταφείο δημιουργήθηκε μεταπολεμικά και εκεί μεταφέρθηκαν τα οστά των πεσόντων Γερμανών από τα Γερμανικά νεκροταφεία ολόκληρης της χώρας.(4)

Στην μεν Κρήτη υπάρχουν 4.465 ταφές, εκ των οποίων οι 3.352 αφορούν την Μάχη της Κρήτης. Άρα έχουμε έναν αριθμό 1.113 νεκρών Γερμανών κατά την διάρκεια της κατοχής στο νησί. Από τον αριθμό αυτό (1.113)πρέπει να αφαιρέσουμε τις απώλειες που προκλήθηκαν εκτός  μάχης (ασθένειες, ατυχήματα, αυτοκτονίες, εκτελέσεις λιποτακτών ή παραπτωματιών) και απώλειες που προκλήθηκαν από Συμμαχικούς αεροπορικούς  βομβαρδισμούς. Με απόλυτη ακρίβεια δεν μπορούμε να ορίσουμε ακριβή αριθμό, καθότι η έρευνα συνεχίζεται μέχρι σήμερα, σίγουρα όμως ένας αριθμός 800 νεκρών από την δράση της Αντίστασης στον νησί είναι αρκετά κοντά στην πραγματικότητα.

Στην Αττική τώρα, στο Διόνυσο, υπάρχουν 9.905 ταφές. Αν υπολογίσουμε ότι οι απώλειες για την κατάληψη της Ελλάδας (εκτός Κρήτης) ανέχονταν σε 2.559 νεκρούς  ο αριθμός αυτός μας δίνει ένα υπόλοιπο 7.346 νεκρών. Εδώ όμως μπαίνει μια άλλη παράμετρος  αφού αρκετοί Γερμανοί το 1941 ετάφησαν στην Βουλγαρία (απώλειες στην γραμμή Μεταξά) ενώ ένας άλλος μικρός αριθμός  νεκρών μεταφέρθηκε εκτός Ελλάδος κατά την υποχώρηση των Γερμανών.. Επίσης και εδώ, όπως στην περίπτωση της Κρήτης, πρέπει να αφαιρέσουμε ένα αριθμό από απώλειες εκτός μάχης. Με βάση λοιπόν τους 14.370 Γερμανούς που είναι θαμμένοι στα δυο νεκροταφεία και αφαιρώντας τους αριθμούς που αναφέρθηκαν (δυστυχώς κατά προσέγγιση σε κάποιες περιπτώσεις, αφού η έρευνα ακόμη συνεχίζεται) ο αριθμός  των νεκρών Γερμανών από την δράση της Εθνικής Αντίστασης πρέπει να υπολογίζεται περίπου σε 7.000-7.500 άνδρες.

Τα ερωτήματα που μπαίνουν από εδώ και πέρα, δεν πρέπει να είναι ο αριθμός των νεκρών, τον οποίο έχουμε ήδη εντοπίσει κατά προσέγγιση , και σε λίγα χρόνια με βάση τις έρευνες που συνεχίζονται  από ιστορικούς, ιστορικούς ερευνητές, και αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, θα έχει προσδιοριστεί με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια, αλλά ερωτήματα του τύπου, αν ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερος, ή μικρότερος, ή  το αν και πόσο συνέβαλλαν οι απώλειες αυτές στην αποχώρηση των Γερμανών. Γνώμη του γράφοντος είναι πως οι απώλειες αυτές δεν είναι ούτε μικρές, αλλά ούτε και μεγάλες, αλλά αξίζουν κάθε σεβασμού και τιμής άνθρωποι που ασχέτως ιδεολογίας και ιστορικής εξέλιξης των γεγονότων, και της πορείας που ακολούθησε ο καθένας από αυτούς ξεχωριστά, τόλμησαν να τα βάλουν με την πιο σύγχρονη πολεμική μηχανή που είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα. Σε κάθε περίπτωση από ότι φαίνεται, η ιστορία της ταραγμένης δεκαετίας του 1940 μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις ακόμη.

 

  1. Αρχεία 11ης Ιταλικής Στρατιάς. Αναφορά της κατάστασης στην Ελλάδα Φεβρουάριος 1942. Μικροφίλμ χωρίς αριθμό.
  2. Ο Αρχηγός του ΕΛΑΣ Στ .Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ» μιλά για 2.000 μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ . Το περιοδικό «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» αναφέρει ότι οι νεκροί Γερμανοί ανέχονται μόνο από την δράση του ΕΛΑΣ σε 17.536. Η διόγκωση των αριθμών είναι οφθαλμοφανής. Αν στους αριθμούς αυτούς των νεκρών που αναφέρουν οι εν λόγω πηγές υπολογίσουμε και τους τραυματίες αυτό θα σήμαινε πως  πάνω από το 1/3 των Γερμανών στην Ελλάδα, ήταν νεκροί ή τραυματίες.
  3. Από το πολεμικό ημερολόγιο  του OberkommandoHeersgruppeE με ημερομηνία  9 Αυγούστου 1944: «Το ΙΙΙ Τάγμα του 18ου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών των Ες-Ες πρέπει να θεωρηθεί επίσημα πλέον στο σύνολό του (πλην ενός λόχου) αγνοούμενοι». ΝΑ-RA, Τ-311, Roll 182 KTB Oberkommando Heersgruppe E.. Η καταγραφή αφορά τις απώλειες των Γερμανών κατά την μάχη της Καρούτας.
  4. Γερμανικά νεκροταφεία  κατασκευάστηκαν σε εκατοντάδες σημεία σε ολόκληρη την Ελλάδα, από την αρχή ήδη της εισβολής στη χώρα. Μεγάλα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα το Βόλο,  την Λαμία και την Κοζάνη.

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου

Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.

 

Η διπλωματική προϊστορία και το παρασκήνιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου

 

Γράφει ο Ιωάννης Σαρρής

 

Οι διπλωματικές διεργασίες που οδήγησαν στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 και την τριπλή κατοχή της Ελλάδος αποτελούν ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας, η σκιά του οποίου έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από κύκλους ορισμένου ιδεοληπτικού προσανατολισμού για την προώθηση ανακριβών απόψεων. Η μανιχαϊκή νοοτροπία που επιμένει να βλέπει παγιωμένα στρατόπεδα καλών και κακών συνάδει μόνο με πρακτικές γηπεδικού οπαδισμού ή φθηνής προπαγάνδας. Εν προκειμένω, αναφέρομαι τόσο στο αφελές μεταπολεμικό αφήγημα του αστικού καθεστώτος της Ελλάδος που «αγιοποίησε» τους Αγγλοσάξονες, όσο και στην προσπάθεια αναθεωρητών να κατηγορήσουν την υποτιθέμενη αγγλόφιλη πολιτική του Ιωάννου Μεταξά, υποβαθμιζόντων την επιθετικότητα του Άξονος. Ας μην λησμονούμε πως η αντικειμενική εξιστόρηση του νωπού παρελθόντος φαντάζει δυσχερής, εφόσον δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει οι συνθήκες και οι παράγοντες που το διεμόρφωσαν. Στην πραγματικότητα, η μοναδική ενδεδειγμένη οδός για την ανάγνωση της νεωτερικής ιστορίας, όπου τα συμφέροντα πλάθουν ιδεοληψίες και όχι το αντίστροφο, είναι η «Realpolitik». Οι απαντήσεις στα ερωτήματα τίς και πώς ωφελείται, σε επιτακτικό συνδυασμό με ιστορικά τεκμήρια και εξακριβωμένες πηγές, δύνανται να μας οδηγήσουν στην αλήθεια. Η παρούσα μελέτη, άνευ οιασδήποτε μεροληπτικής προθέσεως, αποπειράται να συνοψίσει και να ερμηνεύσει τα σημαντικότερα διπλωματικά γεγονότα που συσχετίστηκαν με το έπος του ‘40.

Α. Οι ιταλικές βλέψεις

Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στα κράτη της Ιταλίας και της Γερμανίας, η αντικατάσταση της δημοκρατίας από το φασιστικό και το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αντίστοιχα δεν μετέβαλε την ιμπεριαλιστική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής τους. Απεναντίας την γιγάντωσε. Ειδικότερα το βασίλειο της Ιταλίας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνος επεδίωκε τον έλεγχο της Αδριατικής και γι’ αυτό είχε έλθει μοιραία σε σύγκρουση με τα ελληνικά συμφέροντα, με δηλωτικότερο παράδειγμα την υποστήριξη δημιουργίας αλβανικού κράτους την περίοδο 1912-1914 δια της αποσπάσεως της βορείου Ηπείρου[1]. Τότε η Αυστοουγγαρία και η Γερμανική Αυτοκρατορία τήρησαν την ίδια στάση. Επιπλέον, ύστερα από τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο του 1912, τα Δωδεκάνησα (όπως και η Λιβύη στην βόρειο Αφρική) περιήλθαν στην κατοχή των Ιταλών. Κατά το σύμφωνο Βενιζέλου-Τιττόνι το 1919 και την Συνθήκη των Σεβρών το 1920, η ιταλική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να παραχωρήσει αυτονομία στην Ρόδο και να συναινέσει με την ενσωμάτωση των υπολοίπων νήσων στην Ελλάδα[2]. Βέβαια, εξαιτίας της διπλωματικής συντριβής της Ελλάδος μετά την μικρασιατική εκστρατεία (οπόταν οι Ιταλοί είχαν υποστηρίξει τον Κεμάλ)[3] και της κατισχύσεως του Μπενίτο Μουσσολίνι, η δέσμευση ποτέ δεν τηρήθηκε. Μάλιστα, στα ακόλουθα έτη οι ιταλικές αρχές προσεπάθησαν να εκλατινίσουν τα νησιά, εισάγουσες έως και Ιταλούς εποικιστές[4]. Ειρήσθω εν παρόδω ότι στην νότιο Ιταλία, καθ’ όλην την διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος, τόσο η ελληνική διάλεκτος των Γκρεκάνικων όσο και οι χρήστες της, που ήσαν απόγονοι των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων της Καλαβρίας και την Απουλίας, ευρίσκοντο υπό διωγμό[5].

Ο Μουσσολίνι, που από το 1922 κυβερνούσε την Ιταλία, παρέλαβε αρκετά γεωπολιτικά ερείσματα προκειμένου να κινηθεί επεκτατικά, θεμελιώνοντας το αφήγημα περί αναγεννήσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία θα καθιστούσε την Μεσόγειο δική της θάλασσα («Mare Nostrum»)[6]. Το πρώτο ιμπεριαλιστικό βήμα του Μουσσολίνι στόχευσε στο Ιόνιο πέλαγος, που σύμφωνα με τον ίδιο έπρεπε να ανήκει στην Ιταλία λόγω της επί τέσσερις αιώνες βενετικής κατοχής του[7]. Ήδη από τον Ιούλιο του 1923 η «Regia Marina» προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κερκύρας[8]. Στις 27 Αυγούστου, ο Μουσσολίνι βρήκε την αφορμή που αποζητούσε, όταν μία ιταλική αντιπροσωπεία δέχθηκε δολοφονική επίθεση από αγνώστους πλησίον των Ιωαννίνων. Οι Ιταλοί κατηγόρησαν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αρνήθηκε πάσα ανάμειξη. Αφότου η ελληνική πλευρά εξέφρασε αδυναμία εκπληρώσεως όλων των εξωφρενικών ιταλικών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν αποζημίωση 50.000.000 ιταλικών λιρών[9], στις 31 Αυγούστου το ιταλικό ναυτικό βομβάρδισε την Κέρκυρα και απεβίβασε μία κατοχική δύναμη αρκετών χιλιάδων στρατιωτών. Παρότι η (δημοκρατική) Γαλλία τάχθηκε υπέρ των Ιταλών, διότι είχε καταλάβει με παρόμοιο τρόπο την γερμανική βιομηχανική ζώνη του Ρουρ[10], τον Σεπτέμβριο η Κοινωνία των Εθνών πρότεινε μία συμβιβαστική λύση για την αποχώρηση των Ιταλών και την ικανοποίηση όρων (και αποζημιώσεων) εκ μέρους της Ελλάδος, η οποία έγινε αμοιβαία αποδεκτή.

Στα επόμενα έτη, ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν. Αρχικά το καθεστώς του Θ.Παγκάλου επεδίωξε προσέγγιση της Ιταλίας, ώστε να στραφεί με ασφαλισμένα νώτα κατά Βουλγάρων και Τούρκων[11].  Ακολούθως, η Ιταλία και η Ελλάδα απέκτησαν έναν κοινό αντίπαλο, την Γιουγκοσλαβία, η οποία αφενός υπέσκαπτε την ιταλική υπεροχή στην Αδριατική και αφετέρου διεκδικούσε δικαιώματα επί του λιμένος της Θεσσαλονίκης[12]. Στην Ρώμη, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1928, ανάμεσα στον νέο Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Μουσσολίνι υπεγράφη σύμφωνο φιλίας[13]. Εκείνη την περίοδο, προς απομόνωση της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσσολίνι φιλοδοξούσε να διαμορφώσει ένα διαβαλκανικό τόξο ιταλικής επιρροής από την Τουρκία έως την Ουγγαρία. Εν τούτοις, ο Βενιζέλος κινήθηκε παραλλήλως, καθώς το 1929 υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με την Γιουγκοσλαβία και το 1930 με την Τουρκία, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την πρωτοβουλία διεξαγωγής ενός ετησίου παμβαλκανικού συνεδρίου πολιτικής συνεννοήσεως[14].  

Β. Ο Άξονας Γερμανίας-Ιταλίας

Τον Οκτώβριο του 1935 οι Ιταλοί, εφορμώμενοι εκ των αποικιακών προγεφυρωμάτων τους σε Ερυθραία και Σομαλία, εισέβαλαν στην Αιθιοπία, την οποία υπέταξαν τον Φεβρουάριο του 1937[15]. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι σημαντικό μέρος του εξοπλισμού των Αιθιόπων προήλθε από την Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ[16]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Χίτλερ, ως γνήσιος μακιαβελικός πολιτικός, ενδεχομένως να θέλησε να συνετίσει (ή να δείξει στο εσωτερικό του ακροατήριο ότι συνετίζει) τον Μουσσολίνι, ώστε να μην εγείρει αντιρρήσεις στην επιχειρούμενη προσάρτηση της Αυστρίας. Βέβαια αυτή πρέπει να θεωρείται τακτική και όχι στρατηγική κίνηση, δεδομένου ότι έως τότε η Ιταλία αμφιταλαντευόταν διπλωματικώς μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων[17]. Όπως είχε προ πολλού εξηγήσει και η περίφημος ρήση του λόρδου Πάλμερστον, στην πολιτική δεν υφίστανται αιώνιοι φίλοι ή εχθροί, παρά μόνον αιώνια συμφέροντα. Άλλως τε, ο Α.Χίτλερ στο διάσημο βιβλίο του «Mein Kampf» (1925) είχε διευκρινίσει ότι προτίθεται να αφήσει το γερμανόφωνο Νότιο Τυρόλο στην κυριότητα του Μουσσολίνι, προκειμένου να στραφεί μαζί με την Ιταλία (που ονειρευόταν παντοδυναμία στην Μεσόγειο) κατά της Γαλλίας. Η Αλσατία και οι εύφορες πεδιάδες της μισητής του Γαλλίας (και περισσότερο της ανατολικής Ευρώπης) θα απέβαιναν χρησιμότερες για την ανάπτυξη της γερμανικής φυλής σε σύγκριση με λίγα χιονισμένα χωριά των Άλπεων[18]. Η ιδεολογική εγγύτητα μεταξύ του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού θα αποτελούσε απλώς επιστέγασμα της επικειμένης συμμαχίας. Πράγματι, οι εξωτερικές πολιτικές των δύο χωρών ευθυγραμμίστηκαν μετά το 1936, όταν από κοινού εξόπλισαν τις εθνικιστικές δυνάμεις του Φρανθίσκο Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο[19].   

Η επικράτηση του Μουσσολίνι στην Αιθιοπία, παρά το σχετικά υψηλό κόστος της, κόμισε αισιοδοξία στους Ιταλούς και το όραμα επανασυστάσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επανήλθε στο προσκήνιο. Επόμενος άμεσος στόχος ήταν η χερσόνησος του Αίμου και συγκεκριμένα η χώρα που μέχρι τότε τελούσε άτυπος δορυφόρος της Ιταλίας, η ανοχύρωτη Αλβανία, η οποία την άνοιξη του 1939 δέχθηκε απόβαση και κατόπιν μηδαμινής αντιστάσεως[20] κατέστη προτεκτοράτο του ιταλικού στέμματος. Προηγουμένως, το 1938, ο Χίτλερ υπό το βάσιμο πρόσχημα του ακρωτηριασμού της γερμανικής αυτοκρατορίας από την συνθήκη των Βερσαλλιών και της πολιτικής καταπιέσεως γερμανικών πληθυσμών εκτός Γερμανίας, είχε προσαρτήσει την Αυστρία (Anschluss) αλλά και την Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας, ύστερα από τον διπλωματικό του θρίαμβο επί Άγγλων-Γάλλων στην σύσκεψη του Μονάχου (μολονότι οι Ιταλοί είχαν προβάλει ενδοιασμούς για αμφότερες τις περιπτώσεις)[21].

Στις 22 Μαΐου 1939 στο Βερολίνο, παρουσία του Α.Χίτλερ, οι υπουργοί εξωτερικών της Γερμανίας Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) και της Ιταλίας Τσιάνο (Galeazzo Ciano) υπέγραψαν το λεγόμενο «Χαλύβδινο Σύμφωνο» (Stahlpakt)[22], που καθιέρωνε πολιτική και στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών. Για την υπογραφή του συμφώνου είχε προσκληθεί εις μάτην και η Ιαπωνία, που το 1936 είχε υπογράψει μαζί με την Γερμανία το Σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά οι συνθήκες για την τυπική και πλήρη ένταξή της στον Άξονα δεν είχαν εισέτι ωριμάσει. Στο άρθρο 3 του συμφώνου προβλεπόταν ότι εάν ένα εκ των συμβαλλομένων εμπλακεί σε στρατιωτική σύγκρουση με τρίτη δύναμη, το άλλο μέρος θα προστρέξει άμεσα στο πλευρό του ως σύμμαχος και θα το υποστηρίξει στρατιωτικά σε ξηρά, θάλασσα και αέρα[23]. Σε αυτό το σημείο προοικονομείται η επιχείρηση «Μαρίτα» (η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, προς αρωγή των ηττημένων ιταλικών δυνάμεων).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μουσσολίνι συναίνεσε άτυπα με την ηπειρωτική επέκταση της Γερμανίας και ο Χίτλερ με την μετατροπή της Μεσογείου σε ιταλική λίμνη[24]. Ο αρχικός διακανονισμός για την μέλλουσα ιταλική επιρροή επί Ελλάδος, Αλβανίας και Γιουγκοσλαβίας μάλλον είχε συντελεσθεί στην επαφή μεταξύ Τσιάνο και Χίτλερ στις 24/10/1936 στο Berchtesgaden[25]. Παρά ταύτα, η πολιτική και στρατιωτική ικανότητα της Ιταλίας να ακολουθήσει αποτελεσματικά την Γερμανία σε ολοκληρωτικό πόλεμο έχει αμφισβητηθεί από τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν. Ενώ στην Γερμανία ο Χίτλερ είχε επιβάλει απολύτως ολοκληρωτικό σύστημα διακυβερνήσεως, ελέγχοντας άπασες τις κρατικές λειτουργίες, τον στρατό, τις κοινωνικές δομές και την πλουτοπαραγωγική μεγαλοαστική τάξη, το πολίτευμα της φασιστικής Ιταλίας παρέμεινε υβριδικό, παρότι είχε εν μέρει εμπνεύσει τον προαναφερθέντα. Από το 1922, μετά την πορεία των μελανοχιτώνων στην Ρώμη, ο Μουσσολίνι τελούσε de facto δικτάτορας «πρωθυπουργός», έχοντας καταφέρει την δόμηση ενός συντεχνιακού κοινωνικού κράτους σε οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, ανώτατος θεσμικός άρχων της Ιταλίας εξηκολούθησε να είναι ο βασιλέας Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του την παλαιά αστική τάξη και αριστοκρατία (συμπεριλαμβανομένων αρκετών στρατηγών) και τελικώς υιοθέτησε φιλοαγγλοσαξονική στάση[26]. Εν ολίγοις, το συντηρητικό «βαθύ κράτος» της Ιταλίας δεν επηρεάσθηκε. Το γεγονός ότι ο Μουσσολίνι δεν ήλεγχε επαρκώς τον στρατό και το κράτος καταδεικνύεται στο πόσο εύκολα ανετράπη υπό του βασιλέως και του «Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου» το 1943, μόλις οι «Σύμμαχοι» απεβιβάσθησαν στην Ιταλία[27]. Ίσως να μην ήλεγχε ούτε την οικογένειά του, αφού ακόμη και ο Γκαλεάτσο Τσιάνο, Υπ.Εξ. της Ιταλίας και γαμβρός του, τάχθηκε υπέρ της αποπομπής του κι εν τέλει συνελήφθη και εξετελέσθη ως προδότης από την γερμανο-ιταλική διοίκηση του Σαλό[28].

Ο Χίτλερ καθώς διεμόρφωνε την «νέα ευρωπαϊκή τάξη» δεν αρκέστηκε στον προσεταιρισμό της Ιταλίας, αλλά έθεσε υπό την επιρροή του και άλλα κράτη-δορυφόρους όπως την Ουγγαρία, την Ρουμανία και την Βουλγαρία. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1940 η γερμανική διπλωματία διαπραγματευόταν με την Βουλγαρία την προσχώρησή της στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονος, υπεγράφη μεταξύ των δύο και ένα ξεχωριστό, μυστικό πρωτόκολλο που όριζε τα υπέρ του βουλγαρικού εδαφικού αναθεωρητισμού ανταλλάγματα[29]. Στο βουλγαρικό κράτος θα ενσωματωνόταν μεταπολεμικώς η περιοχή του ελληνικού βασιλείου ανάμεσα στο Δέλτα του ποταμού Στρυμόνα δυτικά και το Δέλτα του ποταμού Έβρου ανατολικά (βλ. το μήνυμα του Ribbentrop προς τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Bogdan Filov, Bi;ennh 1/3/1941)[30]. Όντως αυτά τα εδάφη θα περιήρχοντο στον έλεγχο των Βουλγάρων κατά την μετέπειτα τριπλή κατοχή και οι κάτοικοί τους θα υπέφεραν τα πάνδεινα από τον αταβιστικό φθόνο των πρώην κομιτατζήδων[31]. Εκτός αυτού, ο Χίτλερ, στις επανειλημμένες προσπάθειές του να εντάξει τους Γιουγκοσλάβους στο Τριμερές Σύμφωνο, τους προέτεινε τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης και ελεύθερη πρόσβαση στο Αιγαίο πέλαγος[32].

Γ. Η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά

Στην Ελλάδα, κατόπιν μίας εκτεταμένης περιόδου τρομακτικής πολιτικής αστάθειας και αλλεπαλλήλων κινήσεων και πραξικοπημάτων, στις 4 Αυγούστου 1936 ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, σε συνέργεια με τον μεγαλοφυή πρώην στρατιωτικό και νυν πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά (που αναρριχήθηκε σε αυτήν την θέση δια των ψήφων της Βουλής)[33] ανέστειλε με διάταγμα την λειτουργία της Βουλής και ορισμένα άρθρα του συντάγματος. Έτσι παγιώθηκε μία de facto δικτατορία με πρόεδρο της κυβερνήσεως τον μετέπειτα αρχιτέκτονα του έπους του ’40, Ιωάννη Μεταξά. Το προκείμενο λαοφιλές[34] καθεστώς παρουσίασε αρκετά φασιστικά μορφολογικά γνωρίσματα, αλλά για ιδεολογικούς, πολιτικούς και οικονομικο-κοινωνικούς λόγους δεν δύναται να ταυτιστεί με καμία αυταρχική διακυβέρνηση της τότε Ευρώπης[35]. Στην συμβατική ιστοριογραφία της εποχής μας επικρατεί η γενική πεποίθηση ότι ο ιδιαιτέρως αγγλόφιλος[36] Γεώργιος Β΄ και το βαθύ κράτος συνέχισαν να προσανατολίζουν γεωπολιτικά την χώρα, ενώ στον Μεταξά εναπετέθη η άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Ο Μεταξάς, παρότι δεν συμμεριζόταν την προκατάληψη του βασιλέως32 και στον Εθνικό Διχασμό είχε ταχθεί κατά της επεμβάσεως της Entente, ήδη από το 1922 είχε εκφράσει την λογική άποψη ότι το συμφέρον της Ελλάδος ενέκειτο στην σύμπλευση με τους (νικητές) Αγγλο-Γάλλους[37]. Επιπλέον, κατά το 1938 ενίσχυσε σημαντικά την θέση του έναντι του βασιλέως και η πολιτική του θα πρέπει να θεωρείται συνειδητή[38].

Όπως μαρτυρούν και τα αποκόμματα του προσωπικού του ημερολογίου, ο εθνικός κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς έτρεφε -για διαφορετικούς λόγους- σεβασμό τόσο για τους πειθαρχημένους Γερμανούς όσο και για τους θαλασσοκράτορες Άγγλους, αλλά τασσόταν πρωτίστως υπέρ του ελληνικού συμφέροντος. Σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 3/3/1934 (σχετικά με το περιεχόμενο του Βαλκανικού Συμφώνου), ο Μεταξάς ανέλυσε την (βενιζελίζουσα) γεωστρατηγική σκέψη του:

«Ἡ Ἑλλάς δέν εἶναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη ἀπό θάλασσαν, ἀλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη ὑπό ξηρᾶς…ἡ Ἑλλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ὡς ἐκ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως μέ καμμίαν ἀπολύτως ναυτικήν Δύναμιν Μεγάλην. Εἶναι πράγμα τό ὁποῖον οὐδέ δύναται νά σκεφθῆ… Ἄν καί εἶναι βεβαίως παράτολμον εἰς τήν πολιτικήν νά δημιουργῆ κανείς δόγματα, ἡ Ἑλλάς δύναται νά θέση ὡς δόγμα πολιτικόν ὅτι ἐν οὐδεμία περιπτώσει δύναται νά ευρεθῆ εἰς στρατόπεδον ἀντίθετον ἐκείνου, εἰς τὀ ὁποῖον θά εὐρίσκεται ἡ Ἀγγλία.»[39]

Εάν αναλογισθούμε τους πολλούς ναυτικούς αποκλεισμούς που υπέστη η χώρα τον 19ο αιώνα από Μεγάλες Δυνάμεις, η θέση αυτή φαντάζει -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- λογική. Εξάλλου, από το 1830 η Ελλάδα ήταν δεμένη πισθάγκωνα στο άρμα της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής. Και επί Μεταξά ένα σημαντικό ποσοστό του δημοσίου εξωτερικού χρέους της Ελλάδος εναπέκειτο σε Βρετανούς ομολογιούχους. Oι απαιτούμενες θυσίες για μια ιστορική αλλαγή την δεδομένη στιγμή δεν θα προσέφεραν κάτι θετικό, αφού οι δυνητικοί εχθροί ήσαν άλλοι και ήσαν κοντά. Το 1935, επί Π.Τσαλδάρη, η Ελλάς είχε υποστηρίξει την βρετανική πρωτοβουλία για επιβολή κυρώσεων επί της Ιταλίας εξαιτίας της εισβολής στην Αιθιοπία[40]. O Ιωάννης Μεταξάς ήδη από την θέση του υπουργού συγκοινωνιών το 1926-8 ακολουθούσε μία τάση εξυπηρετήσεως των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων (σε τομείς τηλεπικοινωνιών και άλλων εργολαβιών), η οποία συνεχίστηκε από τον Γεώργιο Β΄ και επί διακυβερνήσεώς του[41]. Οι δε Άγγλοι, ενώπιον απειλών κατά του status quo της Μεσογείου από τις ιταλικές φιλοδοξίες και τους αναδυομένους αραβικούς εθνικισμούς, δεν είχαν λόγο να διακόψουν τις φιλικές σχέσεις με το αντιλιμπεραλιστικό καθεστώς Μεταξά[42].

Τον Οκτώβριο του 1938 ο Μεταξάς είχε ζητήσει από τον Βρετανό πρέσβυ Sydney Waterlow, που είχε πολύ καλή γνώμη για το καθεστώς του[43], την ανάπτυξη στενοτέρων διμερών σχέσεων. Εκείνην την περίοδο, όπως απεκάλυψεν αργότερα σε συνέντευξή του στην Daily Telegraph (1/5/1940), ο Μεταξάς είχεν επιχειρήσει σύναψη επισήμου συμμαχίας με τους Βρετανούς[44], οίτινες την απέφυγαν διότι τότε (επί N.Chamberlain) τηρούσαν κατευναστική στάση έναντι της Ιταλίας, με την οποία το 1937 είχαν υπογράψει την «Συμφωνία Κυρίων» προς συντήρηση του status quo στην Μεσόγειο. Ωσαύτως, οι Βρετανοί φλέρταραν μέχρι τελευταίας στιγμής και με την Βουλγαρία, στην οποία δεν θα δίσταζαν να προτείνουν την πολυπόθητη πρόσβαση στο Αιγαίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται[45].  

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν επ’ουδενί πρόθεση του Μεταξά να πολεμήσει υπέρ των Άγγλων. Σκοπός του ήταν να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη και αλώβητη από την πολεμική λαίλαπα, την οποία προέβλεπε με χαρακτηριστική ενάργεια, όπως άλλωστε και την τελική νίκη του «αγγλοσαξονικού κόσμου»[46]. Μπροστά στις αναθεωρητικές ροπές Βουλγαρίας και Ιταλίας, ο Μεταξάς συνέχισε την πολιτική του Βαλκανικού Συμφώνου Φιλίας, που από το 1934 έως το 1938 προέβλεπε συμμαχία Ελλάδος, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας[47] (τυπικώς η «συμμαχία» ανανεώθηκε τον Φεβρουάριο του 1940, αλλά οι όροι της ουδέποτε εφηρμόσθησαν)[48]. Για μια επίσημη συμμαχία με την Βρετανία, όμως, ήθελε εγγυήσεις για την δυνατότητα αμέσου στρατιωτικής υποστηρίξεως. Η βρετανική εγγύηση για την ακεραιότητα της Ελλάδος  εδόθη στις 7 Απριλίου 1939[49], όταν οι Ιταλοί εισέδυσαν στην Αλβανία και τα στρατόπεδα άρχισαν να σχηματοποιούνται.

Οι ηγέτες του βαλκανικού συμφώνου από συνδιάσκεψη στην Άγκυρα. (Mustafa Kemal της Τουρκίας, Milan Stojadinović της Γιουγκοσλαβίας, Ιωάννης Μεταξάς και Nicolae Petrescu-Comnen της Ρουμανίας).

Ο Μεταξάς είχε επιχειρήσει να κρατήσει σε ασφαλή πλαίσια και τις σχέσεις του με το Βερολίνο, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, ήδη απ’ όταν διατελούσε υπουργός στρατιωτικών[50]. Επί καθεστώτος 4ης Αυγούστου, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μία απόπειρα γερμανικής οικονομικής διεισδύσεως μέσω επενδύσεων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1936 την Αθήνα είχε επισκεφθεί ο υπουργός Γιόζεφ Γκαίμπελς. Επιπλέον, μέσω συνεχίσεως των συμφωνιών clearing (ανταλλαγής προϊόντων), εξήγαγε προς την Γερμανία καπνό και εισήγαγε εξ αυτής πολεμικό εξοπλισμό[51], που μελλοντικά θα χρησιμοποιούσε εναντίον της (σε μια περίοδο μάλιστα καθ’ήν οι Άγγλοι ήσαν διστακτικοί ως προς την εξόπλιση των Ελλήνων). Η πολιτική πυγμή της τότε Ελλάδος διαφαίνεται στο γεγονός ότι, προς απόκτηση ξένου συναλλάγματος, εξήγαγε λαθραία πλην επικερδέστατα μέρος αυτού του οπλισμού προς αμφότερες τις αντιμαχόμενες πλευρές του ισπανικού εμφυλίου[52]. Πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι Γερμανοί, βέβαια, αντελαμβάνοντο ότι η ένταξη της Ελλάδος στον Άξονα δεν ήταν εφικτή.

Στα πλαίσια της μεταξικής πολιτικής ουδετερότητος και ύστερα από διερευνητικές επιστολές ανάμεσα στον Μεταξά και τον εν Αθήναις Ιταλό πρέσβυ Εμ. Γκράτσι (Emanuele Grazzi), στις 28 Οκτωβρίου 1939 οι δύο πλευρές συνηγόρησαν σε κοινή διακοίνωση υπέρ της διατηρήσεως «φιλικών σχέσεων»[53], αλλά χάρη στην πίεση του Foreign Office δεν επανελήφθη ένα σύμφωνο με τους όρους του 1928. Τον Μάρτιο του 1939 ο Μεταξάς είχε υποψιαστεί ότι η Αγγλία, σε συνεργασία με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Εμ. Τσουδερό, πιθανώς να απεργαζόταν την πτώση του[54], αλλά ενεφανίσθη και αποφασισμένος να πολεμήσει τους Ιταλούς εάν παραβούν την εθνική κυριαρχία της Ελλάδος[55]. Λίγο αργότερα, με τις μεγάλες δυνάμεις να έχουν ολοκληρώσει εν πολλοίς τα εξοπλιστικά τους προγράμματα, ξεσπά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αφού η Γαλλία και η Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στην Γερμανία (3/9/1939). Πλέον έγινε φανερό ότι η Ελλάς πολύ δύσκολα θα απέφευγε σύρραξη, αλλά ο προνοητικός Μεταξάς την περίοδο 1936-1940 είχε δαπανήσει συνολικά 12 δις δραχμών για τον εξοπλισμό και την οχύρωσή της[56].

Στο κέντρο ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Ιταλός πρέσβυς Εμμανουέλε Γκράτσι.

Στις 10/6/1940 η Ιταλία ενέβη στον πόλεμο υπέρ της Γερμανίας (καταπατούσα την «Συμφωνία Κυρίων»), ενώ μία ημέρα αργότερα ο Μεταξάς δήλωσε ότι η Ελλάδα θα παραμείνει αυστηρώς ουδέτερη και δεν θα επιτρέψει στον βρετανικό στόλο να εισέλθει σε ελληνικούς λιμένες[57][58]. Τις ειλικρινείς προσπάθειες του Μεταξά για αναίμακτη τήρηση της ουδετερότητος θα ανεγνώριζε αργότερα στο προσωπικό του ημερολόγιο και ο ίδιος ο Γκράτσι[59], παρότι είχε σοβαρούς λόγους να τις αμφισβητήσει. Βέβαια, σε τελική ανάλυση ολίγα εξηρτώντο από την βούλησή του. Εν μέσω ιταλικών προκλήσεων, το καλοκαίρι του 1940 εξιχνιάσθηκε υπό του Κ.Μανιαδάκη συνωμοσία γερμανοφίλων αξιωματούχων, που, δια της τοποθετήσεως του Κ.Πλατή στην αρχηγία του ΓΕΣ συμβαλούσης της γερμανικής πρεσβείας, αποσκοπούσαν στην ανατροπή του Μεταξά. Μεταξύ των εμπλεκομένων ήσαν ο υπουργός Κ.Κοτζιάς[60] και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Στ.Στεφανόπουλος[61].

Στις 15 Αυγούστου 1940, ανήμερα της μεγάλης ορθοδόξου εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τρεις τορπίλες ιταλικού υποβρυχίου βύθισαν το καταδρομικό Έλλη, που είχε προσαράξει πλησίον της Τήνου για να συμμετάσχει στους εορτασμούς. Η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε την δημοσιοποίηση του κοινού μυστικού, του υπαιτίου της ιεροσυλίας[62], όμως εξεκίνησε αθόρυβα τις προετοιμασίες για την αναπόφευκτη επίθεση[63].

Κατόπιν της πρωτοφανούς αυτής προκλήσεως, ο Μεταξάς επεχείρησε να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του Βερολίνου ως  προς το ενδεχόμενο η Ελλάς να απόσχει του πολέμου. Στις 30 Οκτωβρίου 1940, σε ανακοίνωσή του προς τους ιδιοκτήτες και συντάκτες του αθηναϊκού τύπου στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», δήλωσε τα εξής διαφωτιστικά:

«{…} Εἰς σχετικάς βολιδοσκοπήσεις πρός τήν κατεύθυνσιν τοῦ Ἄξονος μοῦ ἐδόθη νά ἐννοήσω σαφῶς ὅτι μόνη λύσις θά μποροῦσε νά εἶναι μία ἑκουσία προσχώρησις τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις πού θά ἐγένετο ὅλως εὐχαρίστως δεκτή ἀπό τόν Χίτλερ «ὠς ἐραστήν τοῦ Ελληνικοῦ πνεύματος». {...} Μέ καταφανῆ προσπάθειαν ἀποφυγῆς σαφοῦς καθορισμοῦ μοῦ ἐδόθη νά καταλάβω ὅτι ἡ πρός τούς Ἕλληνας στοργή τοῦ Χίτλερ ἦτο ἡ ἐγγύησις ὅτι αἱ θυσίαι αὐταί [για την προσχώρηση στην «Νέα Τάξη»] θά περιορίζοντο «εἰς τό ἐλάχιστον δυνατόν». Ὅταν ἐπέμεινα νά κατατοπισθῶ, πόσον ἐπί τέλους θά μποροῦσε νά εἶναι αὐτό τό ἐλάχιστον τελικῶς, μᾶς ἐδόθη νά καταλάβωμεν ὅτι τοῦτο συνίστατο εἰς μερικάς ἱκανοποιήσεις πρός τήν Ἰταλίαν δυτικῶς μέχρι Πρεβέζης, ἴσως καί πρός τήν Βουλγαρίαν ἀνατολικῶς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θά ἔπρεπε διά νά ἀποφύγωμεν τόv πόλεμον, νά γίνωμεν ἐθελονταί δοῦλοι καί νά πληρώσωμεν αὐτήν τήν τιμήν...μέ τό ἅπλωμα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τῆς Ἑλλάδος πρός ἀκρωτηριασμόν ἀπό τήν Ἰταλίαν καί τοῦ ἀριστεροῦ πρός ἀκρωτηριασμόν ἀπό τήν Βουλγαρίαν. Φυσικά δέν ἦτο δύσκολον νά προβλέψη κανείς ὅτι εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οἱ Ἄγγλοι θά ἔκοβαν καί αὐτοί τά πόδια τῆς Ἑλλάδος. {...} Κυρίαρχοι πάντοτε τῆς θαλάσσης δέν θά παρέλειπον, ὑπερασπίζοντες πλέον τόν ἑαυτόν των, ἔπειτα ἀπό μίαν τοιαύτην αὐτοδούλωσιν τῆς Ἑλλάδος εἰς τούς ἐχθρούς των νά καταλάβουν τήν Κρήτην καί τάς ἄλλας νήσους μας τουλάχιστον. Τό συμπέρασμα αὐτό δέν προέκυψεν μόνον ἀπό τήν πλέον ἁπλήν λογικήν, ἀλλά καί ἀπό ἀσφαλείς καί βεβαίας πληροφορίας ἐξ Αἰγύπτου, καθ’ ἅς εἶχεν ἤδη προμελετηθῆ καί ἀντιμετωπισθή ἡ ἐνέργεια πού θά ἔπρεπε νά γίνη ὠς φυσικόν ἐπακόλουθον πάσης τυχόv ἑκουσίας ἤ ἀκουσίας συνεργασίας τῆς Ἑλλάδος μέ τόν Ἄξονα, εἰς τάς ἑλληνικάς νήσους καί πρός παρεμπόδισιν ἐν περιπτώσει τῆς δυνατότητος διά τόν Ἀξονα νά τάς χρησιμοποιήση. {...} Ἀλλά τότε ὁ Ἑλληνικός λαός δικαίως θά ἐτάσσετο ἐναντίον τῆς κυβερνήσεως ἡ ὁποία διά vά τόν προφυλάξη ἀπό τόν πόλεμον θά τόν κατεδίκαζε εἰς ἐθελουσίαν ὑποδούλωσιν μετ’ ἐθνικοῦ ἀκρωτηριασμού. Αὐτή ἡ δῆθεν προφύλαξις θά ἦτο διά τήν τύχην τῆς εἰς τό μέλλον Ἑλληνικῆς φυλῆς, πλέον ὀλεθρία καί ἀπό τάς χειροτέρας ἔστω συνεπείας ὁποιουδήποτε πολέμου.{…} Θά προσέξατε τό τηλεγράφημα τοῦ κ. Τσῶρτσιλ, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη σήμερον στάς ἐφημερίδας {...} ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἰς τό τηλεγράφημα αὐτό δέν βλέπουν γραπτήν τήν ἐπιβεβαίωσιν ἀγράφου συμφωνίας διά τά Δωδεκάνησα [εννοεί την προοπτική απονομής των στην Ελλάδα κατόπιν αγγλικής νίκης], δέν ξέρουν νά διαβάζουν μέσα ἀπό τίς γραμμές.{…}»[64]

Στις 12 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσσολίνι, με αίσθημα αντιζηλίας έναντι του συμμάχου του που εισέβαλε στην Γαλλία χωρίς να τον ενημερώσει, δήλωσε στον Τσιάνο: «Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτήν την φορά θα τον πληρώσω με το δικό του νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι έχω καταλάβει την Ελλάδα»[65].

Δ. Το παρασκήνιο μετά την ιταλική επίθεση

Στις 27 Οκτωβρίου 1940, όπως ανέμενε, ο Μεταξάς αντελήφθη την διενέργεια προπολεμικής προβοκάτσιας στα ελληνοαλβανικά σύνορα και μαζί με το επιτελείο του προέβη στις κατάλληλες κινήσεις[66]. Στις 3:00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, την οικία του Μεταξά επισκέπτεται ο πρέσβυς Γκράτσι. Δια τελεσιγράφου ζητά την ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια, τα οποία θα κατελάμβαναν στρατηγικά σημεία[67]. Ο Μεταξάς του απαντά κοφτά στην γαλλική γλώσσα ότι αυτό σημαίνει πόλεμο[68]. Στις ακόλουθες εβδομάδες, εκτυλίχθηκε το θαύμα, ο θρίαμβος, η δόξα. Οι Έλληνες όχι μόνον απέκρουσαν την εξ Αλβανίας ιταλική εισβολή, αλλά πέρασαν στην αντεπίθεση απελευθερούντες την Βόρειο Ήπειρο.

Εκείνην την περίοδο, οι Άγγλοι ακόμη κι αν ήθελαν να βοηθήσουν την Ελλάδα δεν ηδύναντο, καθώς είχαν εξ ολοκλήρου επικεντρωθεί στην άμυνα δικών τους θέσεων σε Βρετανία και Μέση Ανατολή. Ωστόσο είχαν ενθαρρύνει τον Μεταξά με υποσχέσεις περί υποτιθεμένης στρατιωτικής βοηθείας[69]. Τους συνέφερε η θυσία της μικρής Ελλάδος, διότι με ένα νέο μέτωπο στα Βαλκάνια ο Άξονας θα αποπροσανατολιζόταν εκ των αρχικών του επιχειρήσεων. Οι Άγγλοι, επιπροσθέτως, θα μπορούσαν μεσοπρόθεσμα να χρησιμοποιήσουν ελληνικές αεροπορικές βάσεις για να βομβαρδίσουν τις γερμανικές πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι της Ρουμανίας. Για τους άνωθεν λόγους οι Γερμανοί εξανέστησαν με την πρωτοβουλία του Μουσσολίνι, θεωρούντες την συγκυρία ακατάλληλη για την επίθεση[70] και διαβεβαίωσαν άμεσα τον Μεταξά ότι η παρουσία μικρών αεροπορικών βρετανικών μονάδων στην Ελλάδα δεν αποτελούσε αιτία πολέμου για εκείνους, παρά μόνον εάν χρησιμοποιούσαν τα αεροδρόμια της βορείου Ελλάδος[71]. Ο Μεταξάς, πράγματι, στις 30-31 Δεκεμβρίου δεν θα επιτρέψει σε Άγγλους την εγκατάσταση αεροπορικής βάσεως στην Θεσσαλονίκη[72], ενώ στις 17/11/1940 είχε αρνηθεί αγγλική πρόσκληση σε συνέδριο συμμαχικών χωρών ευρισκομένων σε εμπόλεμο κατάσταση μετά της Γερμανίας[73].

Μετά τον ελληνικό θρίαμβο των πρώτων εβδομάδων, οι Γερμανοί φέρονται να επεδίωξαν κατάπαυση του πυρός σε παρασκηνιακές διμερείς επαφές και όχι δημόσια. Στις 17 Δεκεμβρίου 1940 στην Μαδρίτη, ο πρέσβυς της Ουγγαρίας Rudolf Andorka διεβίβασε στον Έλληνα ομόλογό του Περικλή Αργυρόπουλο μία πρόταση, την οποίαν είχε λάβει από τον επιτετραμένο του Χίτλερ φον Κανάρη[74]. Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση, που αμέσως κοινοποιήθηκε στον Μεταξά, θα μπορούσε να υπογραφεί ειρήνευση, οι Έλληνες να κρατήσουν τα εδάφη που ανακατέλαβαν και μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων στην Αλβανία να δημιουργηθεί μια γερμανική ουδέτερη ζώνη, εφόσον όμως εξεδιώκοντο οι Άγγλοι εκ της Ελλάδος[75]. Η γερμανική διπλωματία διεκινούσε και άλλες παραλλαγές αυτής της προτάσεως υπό μορφήν ανευθύνων ψιθύρων[76]. Στις 20 Δεκεμβρίου ο Γερμανός πρέσβυς εν Αθήναις Victor zu Erbach-Schönberg επεσκέφθη τον Ιωάννη Μεταξά[77] και δεν αποκλείεται να του επανέλαβε την γερμανική πρόταση. Τότε πάντως ο Μεταξάς του διεμήνυσε ότι δεν θα επιτρέψει την αποβίβαση βρετανικού στρατού στην Ελλάδα, για όσο χρόνο οι γερμανικές δυνάμεις παρέμεναν έξωθεν της Βουλγαρίας και βορείως του Δούναβη[78]. Ο Μεταξάς υπό την ομόφωνη συναίνεση του υπουργικού συμβουλίου δεν απεδέχθη την πρόταση και καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις, έως ότου βολιδοσκοπήσει και την αγγλική άποψη[79]. Βέβαια, όπως συνάγεται και εκ του ημερολογίου του, δεν είχε κανέναν λόγο να εμπιστευθεί τους Γερμανούς, οι οποίοι στην παρούσα φάση μπορεί να επιθυμούσαν απλώς την αναβολή των σχεδίων τους. Με τον σχεδιασμένο μελλοντικό διαμελισμό της Ελλάδος θα ικανοποιούντο περισσότερες και χρησιμότερες χώρες από την Ελλάδα. Άλλως τε, είχε ήδη αποδειχθεί πως ο Χίτλερ (όπως ίσως και οι Άγγλοι) δεν ήταν καθόλου αξιόπιστος συνομιλητής[80]. Από την άλλη πλευρά, αντί της γερμανικής κατοχής, μία μεσοπρόθεσμη ανακωχή (μέχρι το τέλος του πολέμου) με γερμανική διαμεσολάβηση, όπως συνέβη στον ρωσο-φινλανδικό πόλεμο, δεν ήταν ανέφικτη, μολονότι η απόσπαση ενός συμμάχου θα προεκάλει δικαίως την μήνιν των μετέπειτα νικητών.

Στην δύσκολη εξίσωση που εκαλείτο να λύσει ο Μεταξάς, υφίστατο (μεταξύ των επισφαλών βαλκανικών καθεστώτων) και η μεταβλητή μιας Τουρκίας  με τα μάτια στραμμένα στο Αιγαίο, που έμενε εν αρχή ουδέτερη αλλά φρόντιζε να συναναστρέφεται με αμφότερα τα στρατόπεδα. Οι Βρετανοί δεν αποκλείεται να έταζαν και στους Τούρκους τα Δωδεκάνησα, εάν εισήρχοντο στον πόλεμο και συνέβαλαν στην κατάληψή τους[81].

Στις 14 Ιανουαρίου 1941, η ελληνική αντικατασκοπεία πληροφορήθηκε περί επικειμένου γερμανικής εισβολής[82]. Τις επόμενες ημέρες οι Άγγλοι επέμειναν να αποβιβάσουν στην Θεσσαλονίκη ένα λείψανδρο σύνταγμα και έναν λόχο τεθωρακισμένων. Ο Μεταξάς, σε συνεννόηση με τον αντιβασιλέα της Γιουγκοσλαβίας και θεωρώντας ότι υπάρχει ανάγκη πέντε πλήρων μεραρχιών προς αναχαίτιση των Γερμανών, αρνήθηκε μία τόσο μικρή δύναμη που το μόνο που θα πετύχαινε ήταν η πρόκληση ή η επίσπευση της γερμανικής καθόδου στα Βαλκάνια[83]. Πέραν του στρατηγικού αντιπερισπασμού, τα κίνητρα των Άγγλων θα πρέπει να θεωρούνται κυρίως πολιτικά. Αποσκοπούσαν στην αλίευση και άλλων συμμάχων στην ευρύτερη περιοχή και στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης διεθνώς (και ιδίως της αμερικανικής)[84] αναφορικά με τον συμμαχικό αγώνα και το ποδοπάτημα αδυνάτων υπό των «εχθρών της ελευθερίας» Γερμανών. Σε αυτό το σημείο επήλθε σύγκρουση ανάμεσα στον Μεταξά και τους Βρετανούς. Ακολούθως, εξαιτίας φαρυγγίτιδος ο Μεταξάς προσκομίσθηκε σε νοσοκομείο και άφησε σύντομα την στερνή πνοή του. Στο περίεργο από παθοφυσιολογικής σκοπιάς[85] ιατρικό ανακοινωθέν της 29ης Ιανουαρίου, ειπώθηκε ότι κατέληξε κατόπιν «τοξιναιμικών επιπλοκών» και «γαστρορραγίας»[86][87]. Το 1942 σε αγγλική δεξίωση του Καΐρου, ο διατελέσας υποδιευθυντής της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών Σπυρίδων Παξινός θα εξεδήλωνε την επιθυμία να διερευνήσει τον θάνατο Μεταξά και να συγγράψει μεταπολεμικώς ένα σχετικό βιβλίο. Αργότερα, συμπτωματικώς, συνελήφθη υπό των βρετανικών αρχών σαν «κατάσκοπος των Γερμανών» και μεταφέρθηκε στην Ινδία[88], ενώ το 1958 δολοφονήθηκε στο Πακιστάν υπό μυστηριώδεις συνθήκες[89]. Το σίγουρο είναι ότι οι Βρετανοί τελικώς απέφυγαν την αμήχανη υποχρέωση να παρουσιάσουν στις εξόριστες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις του Καΐρου έναν «φασίζοντα δικτάτορα»[90]. Πάντως έως τούδε δεν απεκαλύφθησαν απτά τεκμήρια περί δηλητηριάσεως υπό συνέργειαν Άγγλων.

Τον Μεταξά διεδέχθη ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός ο διοικητής της Εθνικής Τραπέζης Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος είδε τους Ιταλούς να αντεπιτίθενται και τους Άγγλους να αποβιβάζονται, για να τραπούν σε φυγή προς την Κρήτη κατόπιν ολίγων εβδομάδων. Την περίοδο 8-15 Μαρτίου 1941, η ανδρεία των Ελλήνων οδήγησε εκ νέου σε πανωλεθρία την προσπάθεια των τριπλασίων πλέον Ιταλών να κάμψουν την αντίσταση των εξηντλημένων Ελλήνων, ελέω «παμφασιστικής σταυροφορίας». Τοιαύτη εξέλιξη, σε συνδυασμό με την προκληθείσα υπό Αγγλο-Αμερικανών ανατροπή της γιουγκοσλαβικής κυβερνήσεως (27/3)[91], κατέστησε την γερμανική κάθοδο αναπόδραστη, όπως φανέρωσαν τόσο οι διπλωματικές βολιδοσκοπήσεις του Κορυζή, όσο και η αυθαίρετη και αποτυχημένη απόπειρα του αντιστρατήγου Γ.Τσολάκογλου (12/3) να αποδεθχεί δια του συντ/χου Α.Πετίνη -έστω και αργά- την πρόταση Κανάρη στο γερμανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης[92]. Ήταν ο ίδιος αντιστράτηγος που στις 20 Απριλίου 1940 θα υπέγραφε, πάλιν αυθαίρετα, πρωτόκολλο ανακωχής με τον προελαύνοντα Josef Dietrich[93] (το οποίο εάν ετηρείτο υπό Γερμανών θα απέτρεπε τον ακρωτηριασμό της Ελλάδος, συνολικώς θα υπέγραφε άλλες δύο συνθηκολογήσεις) κι εν τέλει θα δεχόταν να γίνει ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός.

Στις 6 Απριλίου 1941, ελάχιστη ώρα μετά την έναρξη της εκ Βουλγαρίας γερμανικής εισβολής, ο Α.Κορυζής είχε εκφράσει το δεύτερο «Όχι» στο τελεσίγραφο του πρέσβεως Έρμπαχ για εκδίωξη των βρετανικών στρατευμάτων[94]. Στις 18 Απριλίου, ύστερα από μία μυστική -και ίσως επεισοδιακή- συνομιλία με τον αγγλόδουλο Γεώργιο Β΄, βρέθηκε νεκρός στην οικία του με δύο (sic) σφαίρες στην καρδιά[95]. Οι εφημερίδες της εποχής ομίλησαν γενικώς και αορίστως περί αιφνιδίου θανάτου. Αργότερα διοχετεύθηκε στην συμβατική ιστοριογραφία και την κοινή γνώμη η άποψη ότι αυτοκτόνησε για να μην παραδοθεί στους Γερμανούς[96], οι οποίοι περαίωσαν την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδος στις 27 Απριλίου. Στην θέση του προέδρου της ελληνικής κυβερνήσεως διορίστηκε από Άγγλους και βασιλέα ο πειθήνιος αγγλόφιλος Εμμανουήλ Τσουδερός. Οι Άγγλοι μαζί με τον ελληνικό χρυσό και τους εντολοδόχους της ελληνικής κυβερνήσεως μετεκινήθησαν στην Κρήτη κι από ‘κει στην Αίγυπτο.

Χάρη στο ηρωικό έπος του ’40 και την σχεδόν δίμηνη αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων προ του χιτλερικού οδοστρωτήρος, η γερμανική εκστρατεία κατά της Ρωσίας υπέστη σημαντική αναβολή, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να ανασχεθούν μεσούντος του ρωσικού χειμώνος και να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της συντριβής των[97]. Όμως οι περιπέτειες της πολύπαθης Ελλάδος θα καθυστερούσαν πολύ να κοπάσουν, καθώς οι μεγαλύτερες θυσίες της στον βωμό της τιμής και της ελευθερίας δεν είχαν ακόμη εκπληρωθεί, όπως και η πανθομολογούμενη ιστορική δικαίωση των αγώνων της. Λίγα χρόνια μετά τις θυσίες της Ελλάδος, οι -κατά τ’ άλλα λαλίστατοι ως προς την «ευγνωμοσύνη» τους- σύμμαχοί της θα απηγχόνιζαν ανερυθριάστως ελληνόπουλα στην Κύπρο... 

 

[1] Gerard E. Silberstein, “The Troubled Alliance: German-Austrian Relations, 1914—1917”, University Press of Kentucky 2014, σ.46

[2] Γιάννης Γιαννόπουλος, “Δωδεκάνησος, η γένεση ενός ονόματος και η αντιμετώπισή του από τους Ιταλούς” [Dodecanese, the genesis of a name and the Italian approach]. Ἑῶα καὶ Ἑσπέρια 6 (2006), 2 σ.725-295

[3] Richard Lamb, “Mussolini as Diplomat”, John Murray Publishers 1998, σ.291-292

[4] Βάσει των αρχείων του ελληνικού Υπ.Εξ: “Diplomatic Documents Relating to Italy's Aggression Against Greece: The Greek White Book, American Council on Public Affairs 1943, σ.7-8

[5] Alan Clarke, “Managing and Developing Communities, Festivals and Events”, Springer 2016, σ.137

[6] Marta Petricioli, “L'Europe Méditerranéenne”, Peter Lang 2008, σ.89

[7] Αριστοτέλης Α. Καλλής, “Fascist Ideology Territory and Expansionism in Italy and Germany, 1922-1945”, Routledge 2000, 50-51

[8] Α. Καλλής, ό.π, σ.68

[9] James Barros, “The Corfu Incident if 1923: Mussolini and the League of Nations”, Princeton University Press 1965. σ.339

[10] James Burgwyn, “Italian Foreign Policy in the Interwar Period: 1918-1940”, Praeger 1997, σ.23

[11] Θάνος Βερέμης, “Οικονομία και Δικτατορία: η συγκυρία 1925-1926”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας 1982, σ.38-39

[12] Πηνελόπη Κισσούδη, “The Balkan Games and Balkan Politics in the Interwar Years 1929–1939: Politicians in Pursuit of Peace”, Routledge 2013, σ.43  

[13] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΕ': “Νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το 1941”, Εκδοτική Αθηνών 1978, σ.343-348

[14] Zara S. Steiner, “The Lights that Failed: European International History, 1919-1933”, Oxford University Press 2007, σ.499

[15] Anthony Mockler, “Haile Selassie's War”, Olive Branch Press 2003, σ.172-73

[16] Robert Leckie, “Delivered from Evil: The Saga of World War II”, Harper & Row 1987, σ.64

[17] Hamish MacDonald, “Mussolini and Italian Fascism”, Nelson Thornes 1998, σ.33-34

[18] Αδόλφος Χίτλερ (μτφρ. Λεωνίδας Προεστίδης), “Ο Αγών μου”, εκδόσεις Κάκτος 2006, σ.769-794

[19] Gordon Martel, “Origins of the Second World War Reconsidered”, Routledge 2002, σ.212-218

[20] Owen Pearson, “Albania in the Twentieth Century, A History” Vol.I “Albania and King Zog”, I.B.Tauris 2004, σ.439

[21] Harold J. Goldberg, “Competing Voices from World War II in Europe: Fighting Words”, ABC-CLIO 2010, σ.7-8

[22] Conan Fischer, “Europe between Democracy and Dictatorship: 1900 - 1945”, John Wiley & Sons 2011, σ.263

[23] Völkischer Beobachter, 23/05/1939

[24] Ο Χίτλερ ήδη από την περίοδο συγγραφής του ανεκδότου «δευτέρου βιβλίου» του (που αποτελούσε συπλήρωμα του «Mein Kampf» επι ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και του οποίου η γνησιότητα έχει αναγνωρισθεί από πολλούς διαπρεπείς ιστορικούς) χαιρέτιζε αυτήν την προοπτική (όπως και την συμμαχία με την θαλασσοκράτειρα Αγγλία), όντας ο ίδιος αδιάφορος για αποικιακές-εμπορικές φιλοδοξίες: «Ο φυσικός χώρος της ιταλικής επεκτάσεως είναι και θα παραμείνει η περιοχή που περιβάλλει την Μεσόγειο. Όσο περισσότερο η σημερινή Ιταλία απομακρύνεται από την προηγούμενη πολιτική εθνικής ενοποίησης και μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστική, τόσο πιστότερα θα βαδίζει στα χνάρια της αρχαίας Ρώμης {...} Και αν σήμερα η Ιταλία επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή της στην περίμετρο της λεκάνης της Μεσογείου και να αποκτήσει αποικίες, τότε αυτή είναι [επίσης] η μόνη φυσική πραγμάτωση των συμφερόντων της». Βλ. Α.Χίτλερ (1928), επίμ. Gerhard L. Weinberg, Krista Smith, “Hitler’s Second Book: The Unpublished Sequel to Mein Kampf”, Enigma Books 2006, σ.177-178

[25] Galeazzo Ciano (εκδ. Malcolm Muggeridge, μτφρ. Stuart Hood), “Ciano’s Diplomatic Papers”, Odhams Press 1948, σ.55-60

[26] Mack Smith, “Denis Italy and Its Monarchy”, Yale University Press 1989, σ.321

[27] John Pollard, “The Fascist Experience in Italy”, Routledge 2005, σ.111-114

[28] James Burgwyn, “Mussolini and the Salò Republic, 1943–1945: The Failure of a Puppet Regime”, Springer 2018, σ.51-55

[29] Stefane Groueff, “Crown of Thorns: The Reign of King Boris III of Bulgaria, 1918-1943”, Lanham 1998, σ.292-293

[30] Documents on German Foreign Policy 1918-1945 (DGFP), Series D (1937-1945), Vol.12, No 114, (Foreign Office, United States Department of State, HMSO: Λονδίνο 1949), σ.203  

[31] Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού 1998, σ.422-424

[32] Perica Hadzi-Jovancic, “The Third Reich and Yugoslavia: An Economy of Fear, 1933-1941”, Bloomsbury Publishing 2020, σ.178-182

[33] Γιώργος Μαυρογορδάτος, “Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940”, 2003, σ.29

[34] Βλ. Συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στην Βίκυ Φλέσσα, στην εκπομπή «Στα άκρα» της ΕΡΤ, 29/01/2010

[35] Χρήστος Χατζηιωσήφ, “Ιστορία της Ελλάδας του 20ου Αιώνα: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940” τόμος Β2, Βιβλιόραμα 2003, σ.118-120

[36] Δημήτριος Κιτσίκης, “Ἡ Ἑλλάς τῆς 4ης Αὐγούστου καὶ αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις: ἀρχεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, 1936–1941”, Ίκαρος 1974, σ.33

[37] Μόλις δηλαδή ίδρυσε το ενωτικό κόμμα των Ελευθεροφρόνων, βλ. εφημ. Καθημερινή, 18/10/1922

[38] Ευάγγελος Χρυσός, Wolfgang Schultheiß, “Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων”, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία 2010, σ.207

[39] Παναγιώτης Πιπινέλης, “Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος, 1923–1941”, Αθήναι 1948, σ.198-200

[40] James Barros, “Britain, Greece and the Politics of Sanctions: Ethiopia, 1935-1936”, Royal Historical Society 1982

[41] Χ.Χατζηιωσήφ, ό.π., σ.114-115

[42] Αυτό φαίνεται και στην ομιλία Sir Antony Eden στην βρετανική βουλή (28/4/1937) περί πρωτίστης σημασίας των φιλικών καθεστώτων κι έπειτα των ιδεολογικώς συγγενών. Βλ. Δ.Κιτσίκης, ό.π, σ.32-33

[43] Jon V. Kofas, “Authoritarianism in Greece: The Metaxas Regime”, East European Monographs 1983, σ.183-192

[44] Αναστάσιος Ζολώτας, “Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου”, Ερωδιός 2005, σ.79

[45] Σε κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα προς την πρεσβεία του Λονδίνου στις 14/2/1938 (αρ. πρωτ. 3084), ο Μεταξάς εξέφρασε την αγανάκτησή του καθώς ο βρετανικός παράγων είχε αναμειχθεί σε συνομιλίες για την ικανοποίηση των βουλγαρικών εδαφικών αξιώσεων εις βάρος της Ελλάδος. Βλ. Ιωάννης Μεταξάς (επίμ. Φαίδων Βρανάς), “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” (“Η Τετάρτη Αυγούστου”, “Ο Πόλεμος 1940-1941”), Ίκαρος 1960, σ.294-295

[46] Ιωάννης Μεταξάς, “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” (“Η Τετάρτη Αυγούστου”), Ίκαρος 1960, σ.524

[47] League of Nations Treaty Series, [9/2/1934] LNTSer 20, No3514, σ.154-159

[48] Πηνελόπη Κισσούδη, “The Balkan Games and Balkan Politics in the Interwar Years 1929 – 1939: Politicians in Pursuit of Peace”, Routledge 2013, σ.168

[49] Θάνος Βερέμης, “Βαλκάνια: από τον 19ο ως τον 21ο αιώνα”, Πατάκης 2005, σ.69

[50] Ε.Χρυσός, W.Schultheiß, ό.π., σ.205

[51] Ηλίας Ηλιόπουλος (εκδ. Θ.Βερέμης), “Ο Μεταξάς και η Εποχή του” (κεφ. “Η Ελληνική Στρατηγική Ανάσχεσης έναντι της Αναθεωρητικής Απειλής και τα Όριά της”), Αθήνα 2009, σ. 156-168

[52] Βλ. Αναφορά του πρέσβεως εν Αθήναις Sydney Waterlow προς τον Βρετανό Υπ.Εξ. Anthony Eden στις 19/2/1938. FO 371/22371 R2032.

[53] Ιωάννης Μεταξάς, “Το Προσωπικό του Ημερολόγιο: 1933-1941” τόμ.Δ,  Ίκαρος 1960, σ.402-403

[54] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.359 (εγγραφή 12-19/5/1939)

[55] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.359-360

[56] Ι.Μεταξάς, ό.π., σελ.426

[57] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.475

[58] Emanuele Grazzi (μτφρ. Γ.Χρυσώ), “Η αρχή του τέλους (η επιχείρηση κατά της Ελλάδας)”, Εστία  1980, σ.124-125

[59] E.Grazzi, ό.π., σ.50-51

[60] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.485

[61] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.537

[62] Heinz Richter (μτφρ.Κώστας Σαρρόπουλος), “Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος”, εκδ.Γκοβόστη 1998, σελ.60

[63] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.494, 498, 502

[64] “Ο ελληνοιταλικος πολεμος, 1940-1941: η ιταλικη εισβολη (28 Οκτωβριου μεχρι 13 Νοεμβριου 1940)”, Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού 1960, σ.290-292 (Αρχείον ΔΙΣ Φ. 618/ΣΤ/1)

[65] Galeazzo Ciano (επίμ. H.Gibson, S.Welles), “Ciano Diaries 1939-1943” (Unabridged Diaries of Count Galeazzo. Italian Minister for Foreign Affairs 1936-1943), Doubleday & Co 1946, σ.247

[66] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.513

[67] Σπυρίδων Μαρκεζίνης, “Σύγχρονης Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος (1936-1975)”, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος 1994, σ.170

[68] «Alors, c'est la guerre»

[69] Ιωάννης Κολιόπουλος, “Παλινόρθωση, Δικτατορία, Πόλεμος, 1935-1941”, Εστία 1984, σ.192-193

[70] Ο Χίτλερ πίστευε ότι η επίθεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί μετά τις εκλογές των ΗΠΑ (5/11/1940), ειδεμή η αμερικανική κοινή γνώμη θα αντιδρούσε κατά του Άξονος επανεκλέγουσα τον αντιναζιστή Ρούζβελτ. Βλ: Αναστάσιος Ζολώτας, “Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου”, Ερωδιός 2005, σ.49

[71] Hagen Fleischer, “Στέμμα και σβάστικα: Η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης 1941-1944”, εκδ. Παπαζήση 1988, σ.64

[72] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.549-550

[73] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.537

[74] Ο Wilhelm von Canaris ήταν επικεφαλής της γερμανικής αντικατασκοπείας (Abwehr) και διατεινόταν ότι καταγόταν από την ελληνική οικογένεια των Κανάρηδων.

[75] Höhne Heinz, “Canaris; Patriot im Zwielicht”, Bertelsmann, Μόναχο 1976, σ. 415-421

[76] Εκτός του Κανάρη, ως δίαυλοι επικοινωνίας έχουν κατονομασθεί ο στρατιωτικός ακόλουθος της εν Αθήναις γερμανικής πρεσβείας Christian Clemm von Hohenberg, ο πρέσβυς εν Αγκύρα Franz von Papen ακόμη και η γυναίκα του διαδόχου Παύλου Φρειδερίκη. Βλ. Αναστάσιος Ζολώτας, “Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του ελληνοϊταλικού πολέμου”, Ερωδιός 2005, σ.98-141

[77] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.545

[78] Mogens Pelt, “Tobacco, Arms, and Politics: Greece and Germany from World Crisis to World War, 1929-41”, Museum Tusculanum Press 1998, σ.208-209

[79] Αννίβας Βελλιάδης, “Μεταξάς-Χίτλερ: Ελληνογερμανικές σχέσεις στη μεταξική δικτατορία, 1936-1941”, Ενάλιος 2003, σ.301-303

[80] Η χιτλερική Γερμανία είχε ήδη παραβιάσει αρκετές συνθήκες και εγγυήσεις, με πλησιέστερο παράδειγμα την Ρουμανία, της οποίας την απώλεια εδαφών προς την Ουγγαρία είχε επιβάλει ύστερα από προσχώρησή της στον Άξονα. Επίσης με την μακράν ισχυρότερη Ε.Σ.Σ.Δ. είχε υπογράψει ένα μακράν επισημότερο σύμφωνο (23/8/1939) το οποίο μάλιστα περιείχε τους όρους του Χαλυβδίνου Συμφώνου. Όμως μετά την Ελλάδα επετέθη και στην Ε.Σ.Σ.Δ.

[81] Achilles N. Sakell, “A Ripple on the Seas”, Vantage Press 1986, σ.72

[82] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.558

[83] Ι.Μεταξάς, ό.π., σ.559-560

[84] Ο επιτετραμμένος του προέδρου Φ.Ρούζβελτ στα Βαλκάνια συντ/χης  William Donovan δήλωσε στον Υπ.Εξ. Βρετανό A.Eden ότι «σημαντική βοήθεια προς την Ελλάδα θα επηρεάσει σημαντικά την αμερικανική κοινή γνώμη, ιδιαιτέρως δε την Γερουσία και την Βουλή». Βλ. Βάσος Μαθιόπουλος, “Η συμμετοχή της Ελλάδος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο”, Ακαδημία Αθηνών 1998, σ.268

[85] O K.Μανιαδάκης δήλωσε πως «εάν ο Μεταξάς είχε νοσηλευθεί και στην τρίτη θέση ενός δημοσίου νοσοκομείου, θα είχε σωθεί». Βλ. Ιάκωβος Χονδροματίδης, “Η συνωμοσία της Αγγλίας κατά της Ελλάδος”, Εκδόσεις Θούλη 2012, σελ.43-45

[86] Θεοφύλακτος Φ. Παπακωνσταντίνου, “Η Μάχη της Ελλάδος, 1940-1941”, εκδ. Γαλαξίας-Κεραμεικός 1966, σ.161

[87] Σύμφωνα με θεωρία συνωμοσίας του ιστορικού Δημητρίου Μιχαλοπούλου που επικαλείται μαρτυρία του υιού του κυρίως ιατρού που συνέταξε το ανακοινωθέν, στις 25 ή 26/1 ο εκδότης του «Βήματος» και των «Νέων» Δημήτρης Λαμπράκης (ως «πράκτωρ Άγγλων») είχε παραθέσει στον Μεταξά το τελευταίο, «μακάβριο» γεύμα. Βλ. συνέντευξή του στην εκπομπή «Δελτίο των 11» του Σπύρου Χατζάρα στον τηλ. σταθμό Blue-Sky στην 1η/4/2011.

[88] Δημήτρης Μιχελίδης, “Ο μυστικός πράκτορας στο ΚΚΕ”, εκδ. Γλάρος 1986, σ.112

[89] Βλ. πρωτοσέλιδο του φύλλου υπ’ αριθμ. 15547 της εφημερίδος «Μακεδονία» στις 25/11/1958

[90] Α.Ζολώτας, ό.π., σ.121

[91] Richard Dunlop, “Donovan, America's Master Spy”, Rand McNally 1982, σ.258-277

[92] Σύμφωνα με το αρχείο του βιογράφου του φον Κανάρη Heinz Höhne. Βλ. Ζολώτα, ό.π., σ.160-161

[93] Γεώργιος Τσολάκογλου, “Απομνημονεύματα”, Ακρόπολις 1959, σ.250

[94] Ιωάννης O. Ιατρίδης, “Ambassador MacVeagh Reports: Greece, 1933-1947”, Princeton University Press 2014, σ.328-330

[95] Κωνσταντίνος Κοτζιάς, “Ελλάς, ο πόλεμος και η δόξα της”, Αθήνα 1947, σ.405

[96] Δημοσθένης Κούκουνας, “Η γερμανική εισβολή και η συνθηκολόγηση: Απρίλιος 1941”, εκδ. Μέτρον 1983, σ.60

[97] Ο ίδιος ο Χίτλερ παραδέχεται στην πολιτική διαθήκη του ότι με τις πέντε εβδομάδες που έχασε στα Βαλκάνια θα μπορούσε να καταλάβει την Μόσχα εγκαίρως και να τελειώσει τον πόλεμο. Αυτές οι πέντε εβδομάδες τον γονάτισαν στο τέλος. Βλ. Α.Χίτλερ, “The Testament of Adolf Hitler: The Hitler-Bormann Documents, February-April 1945”, Icon Books 1962, σ.27-32

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Το Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ (Κέντρο Φ), θέλοντας να τιμήσει τα 80 Χρόνια από την εποποιΐα του 1940 (και σε συνέχεια της δράσης τιμής που οργάνωσε για τα 2.500 Χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας), συγκέντρωσε κείμενα τα οποία γράφτηκαν για αυτό τον σκοπό κατόπιν σχετικού καλέσματος τού Κέντρου Φ.
Σε πνεύμα επιστημονικής ελευθερίας, δίνονται στη δημοσιότητα για το ευρύ κοινό.
 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

 

Του Άρη Πετράκη

 

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος[1] ήταν στρατιωτική σύρραξη στην οποίαν συμμετείχαν τα περισσότερα κράτη του κόσμου, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο αντίθετες συμμαχίες, των Συμμάχων και του Άξονα. Υπήρξε η αιματηρότερη πολεμική σύρραξη καθόσον έχασαν τη ζωή τους πάνω από 60 εκατομμύρια άνθρωποι, οι περισσότεροι εξ αυτών άμαχοι.

Ημερομηνία πραγματικής έναρξης του Β΄ ΠΠ θεωρείται η 1-9-1939, κατά την οποία ο Χίτλερ, χωρίς να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Πολωνίας εξαπολύει τα στρατεύματά του εναντίον της και βομβαρδίζει με αεροπλάνα τις πόλεις της. Ημερομηνία επίσημης έναρξης του πολέμου θεωρείται η 3-9-1939, οπότε η Αγγλία και η Γαλλία, έπειτα από την άρνηση της Γερμανίας να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Πολωνία, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της. Ο Β΄ ΠΠ στην Ευρώπη έληξε το Μάιο του 1945 με την ήττα των Δυνάμεων του Άξονα[2] και την ανάδειξη της Ε.Σ.Σ.Δ. και των Η.Π.Α. στις δύο υπερδυνάμεις του πλανήτη.

Η Ελλάδα εισήλθε στον Β΄ ΠΠ στο πλευρό των Συμμάχων, όταν την 28-10-1940 ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, που διήρκεσε μέχρι την 23-4-1941. Ο πόλεμος αυτός ήταν αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής της Ιταλίας, η οποία νωρίτερα - την άνοιξη του 1939 - είχε κατακτήσει την Αλβανία. Ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

Επίσημη έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου θεωρείται η ιδιόχειρη επίδοση τελεσιγράφου τις πρώτες πρωινές ώρες της 28-10-1940 από τον Ιταλό Πρέσβη στην Αθήνα, Εμμανουέλε Γκράτσι, προς τον Εθνικό Κυβερνήτη Ι. Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Κατόπιν της ρητής άρνησης του Ι. Μεταξά, οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις επικουρούμενες και από αλβανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα την 5:30΄ της 28-10-1940, μισή ώρα πριν τη λήξη του τελεσιγράφου.

Την ίδια ημέρα στην Ελλάδα κηρύχθηκε γενική επιστράτευση με την έκδοση των σχετικών Β.Δ.[3] και σύμφωνα με τον Α.Ν. 2606/1940[4] η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Με το Β.Δ. της 10-11-1940[5] η Ιταλία και η Αλβανία ορίσθηκαν ως εχθρικά κράτη κατά την έννοια του Α.Ν. 2636/1940[6] από την 28-10-1940.

Ο ελληνικός στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση. Την 4-12-1940 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Πόγραδετς. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα είχε αποτύχει και ο ελληνικός στρατός, μάλιστα, είχε προχωρήσει μέχρι την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο. Ο Ι. Μεταξάς απεβίωσε υπό περίεργες συνθήκες την 29-1-1941. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Α. Κοριζή, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Ταυτόχρονα έγινε αθρόα αντικατάσταση πολλών σωματαρχών (Δράκος, Κοσμάς, Παπαδόπουλος, Γεωργούλης κ.α.) όσο πλησίαζε η γερμανική επίθεση. Ο Αντιστράτηγος Τσολάκογλου γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του: «Την επομένην ημέραν (7 Μαρτίου) […] έμαθον ότι οι στρατηγοί Κοσμάς του Α΄ Σώματος και Παπαδόπουλος του Β΄ Σώματος απεστρατεύοντο αντικαθιστάμενοι αντιστοίχως παρά του Αντιστρατήγου Δεμέστιχα και του Υποστρατήγου Μπάκου (ο κ. Δεμέστιχας είχε απομακρυνθή εκ του ιδίου Σώματος προ τριών μηνών). Επί πλέον τούτων αντικατεστάθη και ο Διοικητής του Τ.Σ.Η. Αντιστράτηγος Δράκος, αποστρατευθείς όλως αναιτίως και ωρίζετο εις την θέσιν του ο Διοικητής του Τ.Σ.Δ.Μ. αντιστράτηγος Πιτσίκας. Αντί του στρατηγού Πιτσίκα ωρίσθην ο υποφαινόμενος ως Διοικητής Τμήματος Στρατιάς. Αι αντικαταστάσεις συνεχρονίσθησαν με την εξαπόλυσιν της εαρινής επιθέσεως του εχθρού […]»[7]. Η εαρινή αντεπίθεση των Ιταλών, που ξεκίνησε στις 9-3-1941 ενόψει της προετοιμαζόμενης γερμανικής επίθεσης κατά της Ελλάδας μέσω της Βουλγαρίας, απέτυχε, καθώς είχε ως κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας.

Η πανωλεθρία των Ιταλών υποχρέωσε τους Γερμανούς να παρέμβουν. Την 2-3-1940 γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο βουλγαρικό έδαφος από τη Ρουμανία, κατέλαβαν τα αεροδρόμιά της Βουλγαρίας και εντός μίας εβδομάδας έφτασαν στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Τις ίδιες ημέρες ανακοινώθηκε και η προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Άξονα.

Το πρωί της 6-4-1941 ξεκίνησε η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, όμως οι απόψεις περί της ακριβούς ώρας έναρξής της διίστανται. Σύμφωνα με τον Κοραντή[8], την 6-4-1941 περί ώρα 05:45΄ ο Γερμανός πρέσβυς στην Αθήνα, φον Έρμπαχ, ενεχείρισε στον Πρωθυπουργό Α. Κοριζή διακοίνωση με την οποία ανακοινώνονταν η επίθεση του Γερμανικού στρατού που είχε ήδη  ξεκινήσει την 05:15΄. Σύμφωνα με τον Χολέβα[9], την 6-4-1941 τα γερμανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν ταυτόχρονη επίθεση εναντίον τόσο της Γιουγκοσλαβίας όσο και της Ελλάδας, έπειτα από την επίδοση διακοίνωσης προς τον πρέσβυ της Ελλάδας στο Βερολίνο την 06:15΄ της ίδιας ημέρας, με την οποία αναγγέλθηκε στον Έλληνα πρωθυπουργό Α. Κοριζή η κήρυξη του πολέμου της Γερμανίας κατά της Ελλάδας[10]. Την ίδια ημέρα ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο Πρωθυπουργός Α. Κοριζής απηύθυναν διαγγέλματα[11] προς τον Ελληνικό Λαό με τα οποία τον ενημέρωναν για τη γερμανική επίθεση. Στο διάγγελμά του προς τον Ελληνικό Λαό ο Πρωθυπουργός Α. Κοριζής ανέφερε ότι «Ο Πρεσβευτής της Γερμανίας επεσκέφθη σήμερον την 5:30΄ πρωϊνήν τον Πρωθυπουργόν και ανεκοίνωσεν αυτώ εκ μέρους της Κυβερνήσεώς του ότι ο Γερμανικός στρατός θα επιτεθή κατά της Ελλάδος. Ταυτόχρονα εκ των συνόρων πληροφορίαι έφερον πραγματοποιουμένην αμέσως την γερμανικήν απειλήν […]». Σύμφωνα, δηλαδή, με την επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης, ο ελληνογερμανικός πόλεμος  ξεκίνησε τυπικά και ουσιαστικά την 05:30΄ - και όχι την 05:45΄ ή την 06:15΄ - της 6-4-1941. Η Γιουγκοσλαβία παραδόθηκε στις 14-4-1941 και συνθηκολόγησε την 17-4-1941[12]. Μέσω του εδάφους της τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από την περιοχή της δυτικής Μακεδονίας, υπερφαλαγγίζοντας τη γραμμή Μεταξά, η οποία με οχυρά όπως αυτό του Ρούπελ κράτησε τις αμυντικές θέσεις της χωρίς να διασπασθεί. Ο γερμανικός στρατός διεισδύει μέσω της λίμνης Δοϊράνης, προελαύνει ταχύτατα μη συναντώντας αντίσταση και ύστερα από δύο ημέρες καταλαμβάνει την Θεσσαλονίκη. Την 9-4-1941 ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, υπέγραψε πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως με τους Γερμανούς, παρόλο που το μέτωπο δεν είχε καταρρεύσει, διότι η γραμμή Μεταξά ήταν περικυκλωμένη. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε το Β.Δ. της 9-4-1941[13] με το οποίο η Γερμανία ορίστηκε ως εχθρικό κράτος, κατά την έννοια του Α.Ν. 2636/1940[14], από την 6-4-1941. Το ανωτέρω Β.Δ. δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 12-4-1941.

Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, ταυτόχρονα με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12-4-1941, ο ελληνικός στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Τα γερμανικά στρατεύματα σταδιακά προωθήθηκαν προς την Αθήνα. Την 20-4-1941 κατέλαβαν τη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Την ίδια ημέρα και ώρα 18:00΄ ο Αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου, διοικητής του Γ΄ ΣΣ, υπέγραψε πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως των ελληνικών μονάδων του αλβανικού μετώπου με τους Γερμανούς. Ο Βελλιάδης υποστηρίζει ότι «την συνθηκολόγηση υπέγραψε (ενν. ο Τσολάκογλου) όχι εκ μέρους ολόκληρου του ελληνικού στρατού, αλλά μόνον για τα τμήματα της Ηπείρου και της Δ. Μακεδονίας» και ότι «οι όροι του υπογραφέντος πρωτοκόλλου ήσαν άκρως ευνοϊκοί για την ελληνική πλευρά, διότι απεφεύγετο κυρίως η παράδοση του ελληνικού στρατού στους Ιταλούς»[15]. Ακολούθως, ο Αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου την 21-4-1941 υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση και την 23-4-1941 δεύτερο πρωτόκολλο παραδόσεως, με δυσμενέστερους όρους από το πρώτο, στη Γερμανία[16]. Την προηγούμενη ημέρα τα γερμανικά στρατεύματα είχαν εισέλθει στον Βόλο και τη Λαμία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η νομική ισχύς όσων υπέγραψε ο Αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου την 21-4-1941 και την 23-4-1941 αμφισβητείται διότι από την 20-4-1941, οπότε και υπέγραψε το πρώτο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, ο ίδιος απέκτησε εν τοις πράγμασιν την ιδιότητα του αιχμαλώτου πολέμου, ή έστω του στρατιωτικού που έχει τεθεί εκτός μάχης, παρότι στο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης υπήρχε όρος ότι οι αξιωματικοί τιμητικώς θα διατηρούσαν την εξάρτυση και τον οπλισμό τους μη θεωρούμενοι αιχμάλωτοι πολέμου. Συνεπώς, δεν είχε την δυνατότητα να διαπραγματευθεί υπό καθεστώς ελευθερίας οποιοδήποτε πρωτόκολλο συνθηκολόγησης ή παράδοσης στον εχθρό, αφού πλέον δεν είχε την ιδιότητα του στρατιωτικού που πολεμούσε αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί είτε αιχμάλωτος πολέμου είτε στρατιωτικός που έχει τεθεί εκτός μάχης..

Οι συγκρούσεις τους ελληνικού με τον ιταλικό στρατό στην Ήπειρο συνεχίστηκαν μέχρι την 23-4-1940, διότι οι Έλληνες δεν είχαν συνθηκολογήσει μ’ αυτούς. Τελικά την 23-4-1940 υπογράφηκε πρωτόκολλο συνθηκολόγησης και με τους Ιταλούς και την ίδια ημέρα όλα τα μέλη τα ελληνικής κυβέρνησης αναχώρησαν για την Κρήτη[17].

Μεταξύ 16 και 18 Απριλίου συζητείται η αναχώρηση της κυβέρνησης από την Αθήνα, η οποία αναβάλλεται λόγω της αυτοκτονίας του Πρωθυπουργού Α. Κοριζή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ πριν εγκαταλείψει την Αθήνα επιθυμεί να ορκίσει νέα κυβέρνηση στην πρωτεύουσα για να μην υπάρξει διακοπή της κυβερνητικής συνέχειας. Τελικά την 21-4-1941 ο Ε. Ι. Τσουδερός ορκίστηκε πρωθυπουργός και στις 02:30΄ της 23-4-1941 αναχώρησε με υδροπλάνο για την Κρήτη[18].

Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης Ε. Ι. Τσουδερός απηύθυναν διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό την 22-4-1941 και την 23-4-1941 αντίστοιχα[19], με τα οποία τον ενημέρωναν για τη μετακίνηση της κυβέρνησης και τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Κρήτη. Επίσης αμφότεροι εξέφραζαν την αποδοκιμασία τους προς την εν αγνοία τους και άνευ εξουσιοδοτήσεώς τους υπογραφή πρωτοκόλλων συνθηκολογήσεως και δήλωναν ότι αυτό δεν δεσμεύει την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα συνέχιζε τον πόλεμο με τις δυνάμεις που της είχαν απομείνει.   

Την 25-4-1941 εγκαταλείφθηκε η αμυντική γραμμή στον Αλιάκμονα και οι Άγγλοι αποχώρησαν από τις Θερμοπύλες κινούμενοι προς το νότο. Τα γερμανικά στρατεύματα την 26-4-1940 κατέλαβαν την Κόρινθο και τη Θήβα, την 27-4-1941 εισήλθαν στην Αθήνα και λίγες μέρες αργότερα έφτασαν στη νότιο Πελοπόννησο.

Στις 29-4-1941 ο Στρατηγός Γ. Τσολάκογλου απηύθυνε προκήρυξη προς τον Ελληνικό Λαό[20] με την οποία τον ενημέρωνε ότι κατόπιν της φυγής της Ελληνικής Κυβέρνησης σχηματίστηκε υπό την προεδρία του νέα κυβέρνηση, η οποία θα είναι η μοναδική νόμιμη κυβέρνηση στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα συνέχισαν να μάχονται οι Βρετανικές δυνάμεις μέχρι τις 27 Μαΐου θέλοντας να βρουν διέξοδο για να διαφύγουν. Η δραστηριότητα των βρετανικών δυνάμεων και των λοιπών δυνάμεων της βρετανικής Κοινοπολιτείας στην Ελλάδα έληξε με τη Μάχη της Κρήτης, έπειτα από την οποία στα τέλη Μαΐου 1941 ολόκληρη η ελληνική επικράτεια είχε καταληφθεί από τους τέσσερεις εισβολείς (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία, Αλβανία).

Έτσι ξεκίνησε η τριπλή κατοχή του συνόλου της ελληνικής επικράτειας όχι μόνο από τη Γερμανία και την Ιταλία αλλά και τη Βουλγαρία, καθόσον οι Γερμανοί είχαν επιτρέψει στους Βούλγαρους να εισέλθουν και να καταλάβουν την 21-4-1942 ελληνικά εδάφη κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, διότι η Βουλγαρία ουδέποτε κήρυξε επίσημα πόλεμο εναντίον της Ελλάδας[21]. Η Ιταλία είχε προσαρτήσει την Αλβανία και αλβανικές στρατιωτικές μονάδες συμμετείχαν στον πόλεμο και στην κατοχή στο πλευρό των Ιταλών. Η κατεχόμενη Ελλάδα χωρίστηκε σε τρείς ζώνες κατοχής: τη γερμανική (Κρήτη, Αττική, ορισμένα νησιά του Αιγαίου, το Μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας και μία ζώνη έκτασης 2.800 τετραγωνικά χιλιόμετρα κατά μήκος του Έβρου, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το Σβίλεγκραντ της Βουλγαρίας), τη βουλγαρική (ανατολική Μακεδονία και Θράκη, μεταξύ Στρυμόνα και Έβρου με εξαίρεση μία ζώνη κατά μήκος του Έβρου, Θάσος και Σαμοθράκη) και την ιταλική (η υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, τα μη γερμανοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου και τα Επτάνησα)[22]. Με το Κανονιστικό Διάταγμα της 11-8-1941 «περί κηρύξεως της λήξεως της εμπολέμου καταστάσεως»[23], που εκδόθηκε από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου και δημοσιεύθηκε την 13-8-1941, έληξε τυπικά η εμπόλεμη κατάσταση που είχε αρχίσει την 28-10-1940, όταν με τα Β.Δ. της ίδιας ημερομηνίας κηρύχθηκε γενική επιστράτευση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Μεγάλο μέρος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που διέφυγαν από την Ελλάδα συνέχισαν τον αγώνα τους στη Β. Αφρική, τη Μεσόγειο και την Ευρώπη μέχρι τη λήξη του Β΄ ΠΠ. Επίσης οι Έλληνες δε σταμάτησαν να πολεμούν τους κατακτητές στην κατεχόμενη Ελλάδα δημιουργώντας κίνημα εθνικής αντίστασης.

Υπό το πρίσμα των διαγγελμάτων του Γεωργίου Β΄ και του Ε. Ι. Τσουδερού και του γεγονότος ότι μετά τη Μάχη της Κρήτης οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις συνέχισαν να πολεμούν τις δυνάμεις του Άξονα στη Μ. Ανατολή, την Αφρική και τη Μεσόγειο στο πλευρό των Συμμάχων τίθεται εν αμφιβολία αν οι συμβάσεις συνθηκολογήσεως με τη Γερμανία και την Ιταλία και το Κ.Δ. της 11-8-1941 της Κυβέρνησης Τσολάκογλου πράγματι περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλογερμανικό πόλεμο.

Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας την 3-9-1943 υπήρξε κρίσιμο σημείο στην ιστορία του Β΄ ΠΠ για την Ελλάδα καθόσον μετά από αυτή οι Γερμανοί κατέλαβαν τα εδάφη που κατείχε η Ιταλία. Στις αρχές Οκτωβρίου 1944 τα γερμανικά στρατεύματα σταδιακά άρχισαν να υποχωρούν προς Βορρά για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους και στις 18-10-1944 αποβιβάστηκε στον Πειραιά η «εξόριστη» ελληνική κυβέρνηση. Η κατοχή ουσιαστικά είχε λήξει[24] για την Αθήνα και τις επόμενες ημέρες έληξε και στις υπόλοιπες περιοχές σε διαφορετική ημερομηνία με τη σταδιακή αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Οι Βούλγαροι επίσης αποχώρησαν τον Οκτώβριο του 1944 από τα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη[25].

Ο Β΄ ΠΠ τελείωσε επίσημα με την κατάληψη του Βερολίνου από τους Συμμάχους και την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας την 7-5-1945, σύμφωνα με την οποία οι μάχες σταμάτησαν τα μεσάνυχτα της 8 προς 9 Μαΐου 1945. Στην Ελλάδα, όπως και στα υπόλοιπα συμμαχικά κράτη, καθιερώθηκε η 9η Μαΐου ως ημέρα εορτασμού της λήξης του Β΄ ΠΠ[26]. Ακολούθησε ο διαμελισμός της Γερμανίας σε ζώνες ευθύνης (Η.Π.Α., Ε.Σ.Σ.Δ., Αγγλία, Γαλλία) και λίγο αργότερα ο Ψυχρός Πόλεμος.

Ο Ζολώτας κάνει τον παρακάτω απολογισμό του ελληνοϊταλογερμανικού πολέμου και της Κατοχής: «Η Ελλάς είχεν απωλείας (νεκρούς και τραυματίας) συνεπεία της γερμανικής επιθέσεως, ανερχομένας εις 3.500 περίπου άνδρας, εκτός των 13.500 νεκρών του Ελληνοϊταλικού πολέμου, και διετέλεσε υπό κατοχήν επί 3 ½ έτη (29 Απριλίου 1941 - 12 Οκτωβρίου 1944). Τμήμα της Βορείου Ελλάδος (Ανατολική Μακεδονία, μετά της Καβάλας, Δυτική Θράκη) κατελήφθησαν υπό των Βουλγάρων, προβάντων εις αφαντάστους ωμότητας, καταστροφάς και προσπάθειαν αφελληνισμού. Η υπόλοιπος Ελλάς κατελήφθη υπό των γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων, υποστάσα απώλειαν του 1/10 του τότε πληθυσμού της (7.000.000) και σχεδόν ολικήν απώλειαν του πλούτου της. Επείνασεν φρικωδώς ιδίως κατά τον χειμώναν 1941-1942. Ηναγκάσθη να αντισταθή ενόπλως κατά των Γερμανών, με αποτέλεσμα ομαδικάς σφαγάς και εκτελέσεις (Καλάβρυτα, Δίστομον, Κάνδανος, Κομμένο Άρτης, εκτελέσεις ομήρων κ.α.). Το σπουδαιότερον πάντως είναι ότι η γερμανική κατοχή εδίχασεν τον ελληνικόν λαόν και επέτρεψε την δημιουργίαν του Κ.Κ.Ε.-Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ., το οποίον κατέσφαξε δεκάδες χιλιάδας Ελλήνων κατά την κατοχήν, προέβη εις τα κινήματα της Μέσης Ανατολής εις βάρος της Ελλάδος, εις το Κίνημα του Δεκεμβρίου 1944 δι’ αφαντάστων σφαγών και βασανισμών επίσης και τελικώς εις τον συμμοριτοπόλεμον 1946-1949, ο οποίος επεσώρευσεν νέα δεινά μετά την αποχώρησιν των Γερμανών. Μόνον οι νεκροί του συμμοριτοπολέμου επί του πεδίου της μάχης ανήλθαν περίπου εις 13.500, όσοι και οι νεκροί εκ του ελληνοϊταλικού πολέμου, πλην των νεκρών κομμουνιστών, των απωλειών της υπαίθρου και του παιδομαζώματος. Ουσιαστικώς η Ελλάς διετέλεσεν εν πολέμω καθ’ όλην την δεκαετίαν 1940-1950 και ήρξατο να ανασυγκροτήται μόλις από του έτους 1951»[27].

 

ΠΗΓΕΣ

 α) Βιβλία

  • Βακαλόπουλος Α., Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Βελλιάδης Α., Κατοχή, γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-1944, Αθήνα 2008.
  • Ζολώτας Α., Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του Ελληνοϊταλικού πολέμου: Η προσπάθεια της Γερμανίας προς τερματισμόν του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Κακώς απερίφθη;, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Κοραντής Α., Αλέξανδρος Παπάγος και ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941, Αθήνα 1995.
  • Νικολάου Μ., Όψεις του δωσιλογισμού στη Θράκη, Κομοτηνή 2012.
  • Παπαφλωράτος Ι., Νυρεμβέργη 1945, Η Δίκη που σφράγισε το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, Αθήνα 2010.
  • Τσολάκογλου Γ., Απομνημονεύματα, Αθήναι 1959.

 β) Άρθρα

  • Παπαφλωράτος Ι., «Τα επακόλουθα της προελάσεως των γερμανικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2/2012 (Μαρ.-Απρ.).
  • Φραγκίστας Χ., «Νομικά ζητήματα μετά την βουλγαρικήν κατοχήν», Αρμενόπουλος, 1948.

 γ) Νομοθεσία

  • Σύμβασης της Χάγης IV του 1907 «περί των νόμων και εθίμων του κατά ξηράν πολέμου».
  • Β.Δ. της 28-10-1940 «Περί κηρύξεως γενικής επιστρατεύσεως» (ΦΕΚ Α΄ 337/28-10-1940).
  • Β.Δ. της 28-10-1940 «Περί επιστρατεύσεως του κατά θάλασσαν Στρατού και του Λιμενικού Σώματος» (ΦΕΚ Α΄ 337α/28-10-1940).
  • Β.Δ. της 28-10-1940 «Περί θέσεως της Βασιλικής Αεροπορίας εις Εμπόλεμον κατάστασιν» (ΦΕΚ Α΄ 340/28-10-1940).
  • Α.Ν. 2606/1940 «Περί κηρύξεως της Επικρατείας εις κατάστασιν πολιορκίας» (ΦΕΚ Α΄ 338/28-10-1940).
  • Β.Δ. της 10-11-1940 «περί ορισμού ως εχθρικών Κρατών κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ’ αριθ. 2636/1940 της Ιταλίας και Αλβανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς τα κράτη ταύτα των διατάξεων του ανωτέρου Νόμου» (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940).
  • Α.Ν. 2636/1940 «περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών» (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940).
  • Β.Δ. της 9-4-1941 «περί ορισμού ως εχθρικού κράτους κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ’ αριθ. 2636/40 της Γερμανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς το κράτος τούτο των διατάξεων του ανωτέρω Νόμου» (ΦΕΚ Α΄ 118/12-4-1941).
  • Κ.Δ. της 11-8-1941 «περί κηρύξεως της λήξεως της εμπολέμου καταστάσεως» (ΦΕΚ Α΄ 272/13-8-1941).
  • Ν. 2703/1999, άρθρο 4 παρ. 1 (ΦΕΚ  Α΄ 72/8-4-1999).

 δ) Διαγγέλματα

  • «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 103/6-4-1941).
  • «Διάγγελμα του Πρωθυπουργού Α. Κοριζή προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 104/6-4-1941).
  • «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 22-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 139/23-4-1941).
  • «Διάγγελμα του Προέδρου της Κυβερνήσεως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 23-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 140/23-4-1941).
  • «Προκήρυξις προς τον ελληνικόν λαόν» του Προέδρου της Κυβερνήσεως Στρατηγού Γ. Τσολάκογλου (ΦΕΚ Α΄ 146/29-4-1941).

 

 

[1] Στο εξής Β΄ ΠΠ.

[2] Βακαλόπουλος  Α., Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 411 και Παπαφλωράτος Ι., Νυρεμβέργη 1945, Η Δίκη που σφράγισε το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, Αθήνα 2010, σελ. 7.

[3] βλ. Β.Δ. της 28-10-1940 (ΦΕΚ Α΄ 337/28-10-1940) «Περί κηρύξεως γενικής επιστρατεύσεως», Β.Δ. της 28-10-1940 (ΦΕΚ Α΄ 337α/28-10-1940) «Περί επιστρατεύσεως του κατά θάλασσαν Στρατού και του Λιμενικού Σώματος» και Β.Δ. της 28-10-1940 (ΦΕΚ Α΄ 340/28-10-1940) «Περί θέσεως της Βασιλικής Αεροπορίας εις Εμπόλεμον κατάστασιν».

[4] Α.Ν. 2606/1940 (ΦΕΚ Α΄ 338/28-10-1940) «Περί κηρύξεως της Επικρατείας εις κατάστασιν πολιορκίας».

[5] Β.Δ. της 10-11-1940 (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940) «περί ορισμού ως εχθρικών Κρατών κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ’ αριθ. 2636/1940 της Ιταλίας και Αλβανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς τα κράτη ταύτα των διατάξεων του ανωτέρου νόμου»

[6] Α.Ν. 2636/1940 (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940) «περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών».

[7] Τσολάκογλου Γ., Απομνημονεύματα, Αθήναι 1959, σελ. 61.

[8] Κοραντής Α., Αλέξανδρος Παπάγος και ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941,  Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1995, σελ. 301.

[9] Χολέβας Ι., Οι πολεμικές αποζημιώσεις – Οι δίκαιες ελληνικές οικονομικές διεκδικήσεις από την Ομοσπονδιακή Γερμανία, Αθήνα 1995, σελ. 17.

[10] Ζολώτας Α., Γερμανικαί προτάσεις ειρήνης διαρκούντος του Ελληνοϊταλικού πολέμου: Η προσπάθεια της Γερμανίας προς τερματισμόν του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Κακώς απερίφθη;, εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 208.

[11] βλ. «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 103/6-4-1941) και διάγγελμα του Πρωθυπουργού Α. Κοριζή «Προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 6-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 104/6-4-1941).

[12] Ζολώτας Α., ό.π., σελ. 210.

[13] ΦΕΚ Α΄ 118/12-4-1941.

[14] Α.Ν. 2636/1940 (ΦΕΚ Α΄ 379/10-10-1940) «περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών».

[15] Βελλιάδης Α., Κατοχή, γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-1944, Αθήνα 2008, σελ. 47.

[16] Χολέβας Ι., ό.π., σελ. 19.

[17] Παπαφλωράτος Ι., «Τα επακόλουθα της προελάσεως των γερμανικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941», Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 2/2012 (Μαρ.-Απρ.), σελ. 84 επ.

[18] Κοραντής Α., ό.π., σελ. 303-304.

[19] βλ. «Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 22-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 139/23-4-1941) και «Διάγγελμα του Προέδρου της Κυβερνήσεως προς τον Ελληνικόν Λαόν» της 23-4-1941 (ΦΕΚ Α΄ 140/23-4-1941).

[20] «Προκήρυξις προς τον ελληνικόν λαόν» του Προέδρου της Κυβερνήσεως Στρατηγού Γ. Τσολάκογλου (ΦΕΚ Α΄ 146/29-4-1941).

[21] Φραγκίστας Χ., «Νομικά ζητήματα μετά την βουλγαρικήν κατοχήν», Αρμενόπουλος, 1948, σελ. 49.

[22] Νικολάου Μ., Όψεις του δωσιλογισμού στη Θράκη, Κομοτηνή 2012, σελ. 23-25.

[23] ΦΕΚ Α΄ 272/13-8-1941.

[24] Βακαλόπουλος  Α., ό.π., σελ. 434.

[25] Φραγκίστας Χ., ό.π., σελ. 49.

[26] βλ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.  2703/1999 (ΦΕΚ  Α΄ 72/8-4-1999).

[27] Ζολώτας Α., ό.π., σελ. 234-235.

NOTE! This site uses cookies and similar technologies.

If you not change browser settings, you agree to it. Learn more

I understand