Εκλογικά Παραμύθια

Εκλογικά παραμύθια.

 

Του Άρη Πετράκη

10-7-2023

 

Οι εκλογές, τόσο του Μαΐου με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής όσο και του Ιουνίου με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, πέρασαν και επανήλθαμε στην καθημερινότητα. Για άλλη μία φορά κατά την παρατεταμένη διπλή προεκλογική περίοδο ακούστηκαν τα γνωστά παραμύθια για το πολίτευμα, για το εκλογικό σύστημα, για την αποχή κλπ, τα οποία θα προσπαθήσω να αποδομήσω.

 

Παραμύθι  1ο (με διάφορες παραλλαγές): Δεν υπάρχει δημοκρατία, η δημοκρατία πάσχει κλπ.

Λάθος! Tο πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία και βάσει του ισχύοντος συντάγματος η διάταξη περί της μορφής του πολιτεύματος δεν αναθεωρείται. Επομένως,  αυτή τη δημοκρατία έχουμε, δεν διορθώνεται όσο κι αν χτυπιέστε και με αυτή θα πορευθούμε μέχρι να πεθάνει ο Highlander. Προσπάθησαν και άλλοι να την διορθώσουν - ανεπιτυχώς - αλλά πέθαναν πριν από τον Highlander. Αν δεν σας αρέσει η δημοκρατία, ψάξτε να βρείτε καλύτερο πολίτευμα αλλά να προσέχετε…μην σας πουν φασίστες!

 

Παραμύθι 2ο: Η ποσόστωση υπέρ των γυναικών προωθεί τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική.

Λάθος! Υπάρχουν τόσα κόμματα που οποιαδήποτε γυναίκα ήθελε να είναι υποψήφια βουλευτής θα μπορούσε να βρει θέση σε κάποιο ψηφοδέλτιο. Η ποσόστωση υπέρ των γυναικών δυσχεραίνει κυρίως τα μικρά κόμματα στην εξεύρεση γυναικών υποψηφίων, επομένως στην κάθοδο στις εκλογές. Επίσης, αποτρέπει τη δημιουργία, για παράδειγμα, ενός αποκλειστικά γυναικείου κόμματος, επομένως περιορίζει υπό αυτή την έννοια την ελευθερία των γυναικών να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή. Τέλος, η ποσόστωση υπέρ των γυναικών μπορεί να είναι προπομπός περαιτέρω ποσοστώσεων, για παράδειγμα υπέρ ατόμων που ανήκουν στην κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ+. Φανταστείτε σε λίγα χρόνια για να κατεβεί ένα κόμμα στις εκλογές, εκτός από άνδρες και γυναίκες (που δεν είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις) να είναι αναγκασμένο να έχει «δηλωμένους» υποψήφιους από τις διάφορες κατηγορίες ΛΟΑΤΚΙ+, τα 10, 20, 100 ή 500 φύλα των δικαιωματιστών κ.ο.κ. Θα υπάρξει τότε μικρό κόμμα που θα μπορέσει να συμμετάσχει σε εκλογές τηρώντας όλες αυτές τις ποσοστώσεις; Αυτά προς το παρόν μην τα πείτε παραέξω για να… μην σας πουν φασίστες!

 

Παραμύθι 3ο: Το καλύτερο εκλογικό σύστημα είναι η ενισχυμένη αναλογική γιατί οδηγεί σε σταθερές κυβερνήσεις.

Λάθος! Πόσες σταθερές κυβερνήσεις θυμόσαστε από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ως αποτέλεσμα εκλογών με ενισχυμένη αναλογική; Υποτίθεται ότι στη δημοκρατία πρέπει να υπάρχει πολυφωνία. Στην πραγματικότητα η πολυφωνία ακυρώνεται όταν υπάρχει «σταθερή κυβέρνηση» γιατί η «φωνή» του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος καλύπτει τις «φωνές» των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Θα μπορούσαμε να το πούμε και δημοκρατική μονοφωνική πολυφωνία. Εν τέλει, αν η σταθερή κυβέρνηση είναι το ζητούμενο τότε αναζητήστε άλλα πολιτεύματα, αλλά προσοχή…μην σας πουν φασίστες!

 

Παραμύθι 4ο: Το καλύτερο εκλογικό σύστημα είναι η απλή αναλογική γιατί οδηγεί σε πολυφωνία, κυβερνήσεις συνεργασίας κλπ.

Εν μέρει σωστό! Στην πραγματικότητα, το πιο δίκαιο εκλογικό σύστημα στην δημοκρατία είναι η απλή αναλογική χωρίς τους περιορισμούς με τους οποίους μας την σερβίρουν. Η σωστή απλή αναλογική δεν πρέπει να έχει κανένα αυθαίρετο όριο για είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή (π.χ. 3%). Είναι κοινό μυστικό ότι το όριο του 3% τέθηκε για να μην μπορούν να εκπροσωπηθούν οι μουσουλμανικές μειονότητες της Θράκης από δικό τους μουσουλμανικό κόμμα. Με την αύξηση όμως του ποσοστού των μουσουλμάνων, κυρίως λόγω της απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλογενείς, κάποια στιγμή το όριο θα πρέπει να αυξηθεί για να επιτευχθεί ο ίδιος δημοκρατικός στόχος, που μειώνει την πολυφωνία. Για παράδειγμα, αν οι μουσουλμάνοι φτάσουν στο 20% των ψηφοφόρων, το εκλογικό όριο θα πρέπει να γίνει 25%; Ομοίως στην απλή αναλογική δεν πρέπει να υπάρχει ποσόστωση ανδρών-γυναικών ούτε ξεχωριστά υποψήφιοι βουλευτές στις εκλογικές περιφέρειες και στην επικράτεια. Πρέπει οι εκλογές να γίνονται με ενιαία λίστα υποψηφίων όλων των κομμάτων για όλη την επικράτεια. Στην περίπτωση που ισχύσουν όλα τα ανωτέρω, όποιος υποψήφιος βουλευτής λάβει ποσοστό 0,33% πανελλαδικώς εκλέγεται βουλευτής. Αυτό όμως είναι πολύ δημοκρατικό για να το αντέξουν οι δημοκράτες, οπότε εφηύραν διάφορους περιορισμούς, αλλά κανείς…δεν τους είπε φασίστες! Άλλωστε, με τους ίδιους περιορισμούς οι δημοκράτες μπορούν να θέσουν, δημοκρατικά πάντα, εκτός μάχης τους φασίστες (π.χ. με εκλογικό όριο 15% ή 20%).

 

Παραμύθι 5ο (με διάφορες παραλλαγές): Αν υπάρξει μεγάλη αποχή των ψηφοφόρων ακυρώνονται οι εκλογές ή μένουν κενές κάποιες θέσεις βουλευτών κλπ.

Λάθος! Η αποχή δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν για την εκλογή των βουλευτών, όπως δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν τα άκυρα και τα λευκά ψηφοδέλτια. Με απλά λόγια, ακόμα κι αν προσέλθει μόνο ένας ψηφοφόρος στην κάλπη και όλοι οι υπόλοιποι ψηφοφόροι απέχουν (ή ψηφίσουν με λευκό ή άκυρο ψηφοδέλτιο), κι αυτός ψηφίσει με έγκυρο ψηφοδέλτιο, θα έχουμε μονοκομματική βουλή με ποσοστό του μοναδικού κόμματος 100%. Πολύ ενδιαφέρουσα θα ήταν και η περίπτωση να βρεθούν μόνο δύο έγκυρα ψηφοδέλτια διαφορετικών κομμάτων, καθένα εκ των οποίων θα έχει λάβει το 50% των ψήφων, δηλαδή θα έχουμε ισοπαλία. Η μόνη περίπτωση να έχει νόημα η αποχή είναι να φτάσει το 100%, επομένως να μην εκλεγεί κανείς. Η πιθανότητα αυτή είναι σχεδόν μηδενική. Και σ’ αυτή την περίπτωση όμως, η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα και μάλλον θα προκηρυχθούν νέες εκλογές, μέχρι να ψηφίσει έγκυρα έστω και ένας ψηφοφόρος. Άλλη περίπτωση αποτυχίας των εκλογών λόγω αποχής, υπό το ισχύον εκλογικό σύστημα, θα ήταν να μοιραστούν οι έγκυρες ψήφοι σε κόμματα εκ των οποίων κανένα δεν θα ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 3%, επομένως να μην εκλεγεί κανένας βουλευτής. Και αυτή η πιθανότητα είναι σχεδόν μηδενική. Συνεπώς, όσοι σας προτείνουν αποχή (ή άκυρο ή λευκό) θέλουν να αποφασίζουν άλλοι για εσάς, δημοκρατικά πάντα.

 

Παραμύθι 6ο (με διάφορες παραλλαγές): Μην ψηφίζεις κόμματα που δεν θα περάσουν το εκλογικό όριο του 3% γιατί η ψήφος σου είναι χαμένη ή ευνοεί το πρώτο κόμμα κλπ.

Κανείς δεν γνωρίζει πριν από τις εκλογές ποιό κόμμα θα περάσει το 3%. Ακόμα και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων δεν ανακοινώνονται ή ανακοινώνονται «πειραγμένα» με σκοπό την χειραγώγηση του εκλογικού σώματος. Τρανό παράδειγμα οι εκλογές της 25ης Ιουνίου, κατά τις οποίες «μικρά» αντισυστημικά κόμματα μπήκαν στη Βουλή προς έκπληξη - δήθεν - κάποιων δημοσιογράφων, πολιτικών, αναλυτών και λοιπών λωποδυτών. Επομένως, μην γίνεσαι θύμα της προπαγάνδας. Ψήφισε αυτό που σε εκφράζει γιατί «στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό», αλλά να προσέχεις…μην σε πουν φασίστα οι προαναφερθέντες!

 

Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.

Η επόμενη σελίδα της ιστορίας

05/07/23

της Δώρας Τραϊανού

 

Η επόμενη σελίδα της ιστορίας

Ίσως κάποιος να έλεγε ότι προτρέχουμε να πανηγυρίσουμε για την άνοδο των εθνικιστών και πατριωτών στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Και καλώς πράττουμε, διότι μπορεί το συνολικό ποσοστό των ψήφων σε πατριωτικά κόμματα να έχει ιστορικό προηγούμενο (π.χ. ΑΝ.ΕΛ., ΛΑ.Ο.Σ. κ.ά), όμως τώρα ψηφίστηκαν κόμματα με ατζέντα πιο ριζοσπαστική σε αρκετά θέματα. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Οι Έλληνες ψήφισαν δυνάμεις που αντιτίθενται ξεκάθαρα στο παγκόσμιο “woke” πρόγραμμα της συστημικής  “ελίτ”, δηλώνοντας έμπρακτα  ότι είναι υπέρ της Ελλάδας, της εθνικής κυριαρχίας, της παράδοσης και των αξίων που διέπουν αυτόν τον λαό. Ό,τι κι αν συμβεί την επόμενη μέρα των εκλογών αυτών, το αποτέλεσμα θα μείνει στην ιστορία ως απάντηση στην επιμονή κάποιων να μας ωθήσουν σε ένα δρόμο αντίθετο με αυτόν που χάραξαν οι πρόγονοί μας κι άφησαν παρακαταθήκη σε εμάς όχι μόνο να συνεχίσουμε αλλά και να αναπτύξουμε.

 

Τα μονοψήφια ποσοστά του κάθε “δεξιού” κόμματος μεμονωμένα μοιάζουν αποθαρρυντικά , θα έπρεπε όμως να λάβουμε υπόψιν και κάποιες παραμέτρους. Αρχικά, οτιδήποτε έφερε πάνω του την υποψία εθνικισμού η έστω ένα “ψεγάδι” συντηρητισμού, σε αρχικό στάδιο γινόταν αντικείμενο χλευασμού και σε δεύτερο στάδιο αποκλείονταν από κάθε μέσο ενημέρωσης. Η παράνομη και αντιδημοκρατική λογοκρισία από τη μεριά των “φιλελευθέρων”, “προοδευτικών” και  “ δημοκρατικών” δημοσιογράφων προοικονομούσε το σημερινό αποτέλεσμα. Ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος του συστήματος που χρησιμοποίησε κάθε θεμιτό κι αθέμιτο μέσο προκειμένου να βγάλει στο περιθώριο όχι μόνο τα εθνικιστικά κόμματα αλλά και πάνω από 250.000  Έλληνες πολίτες. Δόθηκε ελάχιστος ή μηδαμινός τηλεοπτικός χρόνος  και σε ό,τι αφορά το διαδίκτυο, δεν είναι λίγες οι φορές που συγκεκριμένες δημοσιεύσεις έμπαιναν  αυτόματα σε “χαμηλή ροή”  με αποτέλεσμα πολλοί συμπολίτες μας να μην λάβουν καν γνώση για την ύπαρξη κάποιων κομμάτων πόσο μάλλον και για τις προσωπικότητες οι οποίες συμμετείχαν στην στελέχωση αυτών. Βεβαίως, η αρνητική διαφήμιση κι οι αποκλεισμοί στελεχών, εν τέλει λειτούργησαν ενάντια στους εμπνευστές τους.

 

Μεγάλη είναι η απορία πολλών από εμάς ποιοι είναι οι ψηφοφόροι του 40 % και του 17.8% των δυο πρώτων κομμάτων , δηλαδή της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα. Μιλώντας με γνωστούς και φίλους την ημέρα των εκλογών διαπιστώσαμε, ότι σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας και κυρίως της επαρχίας, τα δύο αυτά κόμματα όρισαν ως εκλογικούς αντιπροσώπους ως επί το πλείστον Ρομά και μετανάστες.  Εάν λοιπόν αυτές οι ομάδες ψηφοφόρων είναι φιλικά προσκείμενες προς αυτά τα κόμματα κι αν αναλογιστούμε τις  τάχιστες διαδικασίες με τις οποίες νομιμοποιήθηκαν “εν μία νυκτί” λαθρομετανάστες, φανταστείτε ποιο ποσοστό του ποσοστού του 40% η του 17.8 % ανήκει σε αυτές τις “γκετοποιημένες” ομάδες οι οποίες μαζικά τους ψήφισαν, έχοντας να λαμβάνουν μελλοντικά προνόμια, τα οποία σαφώς ο Έλληνας φορολογούμενος δε θα έχει το δικαίωμα ούτε καν να φανταστεί. Τώρα αν συμπεριλάβουμε στην προσέγγισή μας και τους ηλικιωμένους οι οποίοι ψηφίζουν με τελείως διαφορετικά κριτήρια από αυτά των νέων και προσθέσουμε και τον υπαρκτό, οπαδικό σχεδόν, πυρήνα αυτών των κομμάτων, τα ποσοστά είναι απολύτως λογικά.

 

Τέλος, δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο διαχρονικό μειονέκτημα του Έλληνα εθνικιστή, ο οποίος είναι πάντα επιρρεπής στις εσωτερικές προστριβές. Λίγες μέρες πριν τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, υπήρξε τόσο μεγάλη και διάσπαρτη αναταραχή  στον εθνικιστικό χώρο, με αποτέλεσμα να ξεχάσουμε ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλος και να στραφούμε συναγωνιστής ενάντια σε συναγωνιστή, έτοιμοι να λιθοβολήσουμε ο ένας τον άλλον. Κι όπως ήταν λογικό, όλη αυτή η κατάσταση μας απέσπασε την προσοχή σε τέτοιο βαθμό ώστε να αφήσουμε  χρόνο ανεκμετάλλευτο. Παρ’ όλα αυτά έστω και την τελευταία στιγμή, το μεγαλύτερο μέρος των εθνικά σκεπτόμενων έπραξε με γνώμονα τη λογική, αφήνοντας κατά μέρους τις όποιες αντιπαραθέσεις και έδωσε τη λαϊκή εντολή στην πατριωτική κι εθνικιστική πτέρυγα να τους αντιπροσωπεύσει στη Βουλή των Ελλήνων την επόμενη τετραετία.

 

Είναι πλέον γεγονός ότι μια νέα πολιτική πορεία χαράζεται στην χώρα μας. Μια πορεία που παρά τον πόλεμο τον οποίο υφιστάμεθα αδιαλείπτως και πολυμετωπικά, η ίδια η η φύση βρήκε τον τρόπο να μας υποδείξει, αποδομώντας οτιδήποτε επιχειρήσει να της πάει κόντρα και προσπαθώντας να κρατήσει υγιείς ισορροπίες. Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω μέσα από αυτό το άρθρο την μεγίστη χαρά μου για το 20 % των νέων ηλικίας 18-24, οι οποίοι συνειδητοποιημένα στήριξαν σε αυτές τις εκλογές με την ψήφο τους εθνικιστικά κόμματα. Γιατί όταν έχεις το μέλλον της Ελλάδας στο πλευρό σου δεν μπορείς παρά να είσαι αήττητος!

 

 Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.

 

 

Περί Εκλογών

Γράφει ο Θ. Σιώζος

Το κείμενο αυτό γράφεται μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου, αλλά σκοπίμως επιλέγεται να δημοσιευθεί μετά το πέρας των αναμετρήσεων αυτών, ώστε να μη θιχτεί οποιοσδήποτε -ουρανοκατέβατος ή μη- πολιτικός σχηματισμός που έλαβε μέρος στις εκλογές, και αυτό γιατί, την παραμονή των εκλογών πολλοί ανακαλύπτουν τη μια και μοναδική αλήθεια, η οποία είναι η συμμετοχή ή στήριξη στον Α η Β πολιτικό σχηματισμό κατηγορώντας όσους διαφωνούν ως αναχώματα ή συστημικούς. Οι ίδιοι ζηλωτές με ευκολία καθίστανται ακραιφνείς υποστηρικτές ενός άλλου σχηματισμού από αυτόν τον οποίον υποστήριζαν μετά από π.χ. μια εκλογική αποτυχία, καθώς αυτή είναι η φύση του κομματικού οπαδισμού.

                Το πιο καίριο σημείο που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν είναι πως οι εκλογές αποτελούν μια μάχη, ένα στιγμιότυπο του αγώνα και πολύ πιθανόν όχι το σημαντικότερο στην παρούσα φάση. Ο πρώτος λόγος είναι πως δεν νοείται να ελπίζουμε πως με μια ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια θα επιφέρουμε τις ριζοσπαστικές αλλαγές που επιθυμούμε. Οι εκλογές αποτελούν ένα -ακόμη- επιβοηθητικό μέσο για τη διάδοση των ιδεών μας στην κοινωνία, από κορυφαίο πολιτικό επίπεδο βεβαίως. Για να καταστεί όμως η ανωτέρω διαδικασία λυσιτελής πρέπει να προηγηθεί μια ιδεολογική και πολιτική δράση, μεταπολιτική ίσως επί το ορθότερο, η οποία τόσα χρόνια στη χώρα μας, από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από το εμβρυικό στάδιο. Εν ελλείψει δε, της παραπάνω ιδεολογικής σποράς, την οποία θα θέριζε κάποιος πολιτικός σχηματισμός, έχουμε τα εκλογικά πυροτεχνήματα των τελευταίων είκοσι ετών, τα οποία, προς ώρας τουλάχιστον, δεν έχουν θετικό πρόσημο όσον αφορά τη διάδοση και την επικράτηση των ιδεών μας. Θα πρέπει επομένως οι εκλογές να τίθενται στο πραγματικό τους πλαίσιο και να μην καθίστανται ο πρωταρχικός σκοπός μας.

                Ένα έτερο ζήτημα που ανακύπτει από τον κομματικό φανατισμό είναι η χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ των μελών διαφόρων κομμάτων, επειδή ακριβώς ο καθένας θεωρεί πως «είδε το φως το αληθινό» με την ένταξή του σε ένα κόμμα. Θα ήταν αστείο να συζητάμε γιατί ο ένας έχει «στραβώσει» με τον άλλον , αλλά επειδή είμαστε πεπερασμένοι, δεν έχουμε την πολυτέλεια να δημιουργούμε επί πλέον έριδες μεταξύ μας. Σε τελική ανάλυση, μετά τη διάλυση ενός κόμματος ή ενός σωματείου οι ίδιοι άνθρωποι θα πλαισιώσουμε το επόμενο κόμμα και το επόμενο σωματείο. Πρέπει να καλλιεργήσουμε μια νοοτροπία αλληλοστηρίξεως μεταξύ μας, η οποία δεν θα εξαρτάται από τη συμπόρευση του ενός με το τάδε κόμμα και τη συστράτευση του άλλου με τον άλλο φορέα. Προφανώς δεν μιλάω για αποδοχή ή και ανοχή συστημικών επιλογών που κατά καιρούς ενδύονται τον εθνικοπατριωτικό και αντισυστημικό μανδύα. Η σύμπραξη με φορείς διαφορετικούς από αυτούς στους οποίους ο καθένας μας ανήκει καλλιεργεί την πολυπόθητη  ενότητα, η οποία θα βοηθήσει έκαστο εξ ημών να επιτελέσει το καθήκον του τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, σε αντίθεση δε με την ψευδεπίγραφη κομματική ενότητα η οποία επιχειρείται να μας επιβληθεί κάθε τέσσερα χρόνια για τον εκάστοτε υπέρ πάντων αγώνα. Την επαύριο των εκλογών οι ίδιοι θα είναι κυβερνώντες, τα ίδια προβλήματα θα παραμείνουν, η ιδέα θα βρίσκεται στο ίδιο εν σπαργάνοις επίπεδο.

                Από την άλλη υπάρχουν και αυτοί οι οποίοι μέμφονται όσους συμμετέχουν στις εκλογές φωνάζοντας πως η συμμετοχή καθιστά το κόμμα συστημικό και πως μόνο η αποχή μπορεί να διατηρήσει αγνή και αμόλυντη την ιδέα και τους κοινωνούς της. Η απάντηση δε, παραμένει η ίδια: οι εκλογές αποτελούν απλώς ένα ακόμη πεδίο μάχης, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η εκπροσώπηση σε βουλευτικό επίπεδο δεν είναι αυτοσκοπός, είναι όμως ένα καλό εφαλτήριο για να μπορούμε να επικοινωνήσουμε τους προβληματισμούς και τις λύσεις μας. Οι αγωνιστές ενός κόμματος δεν καθίστανται συστημικοί επειδή συμμετέχουν σε κόμμα. Η επιχειρηματολογία αυτή οδηγεί σε αφορισμούς οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, καταλήγουν στην απραξία και στο μεσσιανισμό. Θα ήταν καλό να ανοίξει η συζήτηση γύρω από την ιδεολογική καθαρότητα , αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως όταν η τελευταία δε δοκιμάζεται παραμένει γράμμα κενό. Άλλως, με όρους αποτελεσματικότητος, πρέπει να υπάρχει συμμετοχή στις εκλογές -καθ’ οιαδήποτε ιδιότητα- καθώς όπως σε κάθε μάχη, έχουμε να κερδίσουμε κάτι. Σαφώς, κατά πως φαίνεται, έχουμε να χάσουμε επίσης, μεγάλες νίκες όμως δεν επιτυγχάνονται χωρίς τη λήψη ρίσκων.            

                Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε λοιπόν, κατ’ εμέ, είναι να δουλέψουμε σε επίπεδο βάσεως και να δημιουργήσουμε γερά θεμέλια και δομές (πρόσωπα και φορείς), και όχι να κυνηγούμε μετ’ επιτάσεως το εκλογικό αποτέλεσμα. Έχει αποδειχθεί πλέον ότι υπάρχει μια μερίδα κόσμου η οποία τείνει ευήκοον ους στις απόψεις μας και έχει ριζοσπαστικοποιηθεί. Η ύπαρξη της διακριτής αυτής ομάδος προσελκύει και τους εκλογικούς αλεξιπτωτιστές. Το «μάντρωμα» αυτού του κόσμου σε ένα κόμμα, χωρίς να έχει προϋπάρξει η απαιτουμένη προεργασία δεν αποτελεί πανάκεια, γιατί απλώς, δεν έχουμε τι να τον κάνουμε αυτόν τον κόσμο. Αυτήν την ετερόκλητη μάζα δεν μπορούμε να την καταστήσουμε κοινωνό των ιδεών μας σε πολιτικό επίπεδο, γιατί οι απόψεις μας δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί σε πολιτικό επίπεδο. Δεν αναφέρομαι στην πολιτική επιστήμη, ούτε στη  φιλοσοφία και τη θέαση της ιστορίας. Αναφέρομαι σε πρακτικά ζητήματα, της καθημερινότητος ή και της δεκαετίας, για τα οποία σε πολιτικό επίπεδο δεν έχουμε να επιδείξουμε τίποτα παρά τσιτάτα. Το παραπάνω «μάντρωμα» λοιπόν, όταν δε σκοπεύει (και στην παρούσα φάση ΔΕΝ μπορεί να σκοπεύει) στη δημιουργία νέων αγωνιστών, αποκτά ένα χαρακτήρα αυτοαναφορικό.

                Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας είναι ευκταία, αλλά στο εγγύς μέλλον δε φαίνεται πιθανή. Η πολιτική δε εκπροσώπηση ημών (εθνικιστών, ακροδεξιών, υπερσυντηρητικών, πατριωτών ή όπως άλλως μας βαφτίσουν) φαντάζει πιθανή, αλλά απευκταία για όλους τους προαναφερθέντες λόγους. Το πώς σκοπεύουμε να κατακτήσουμε την πολιτική εξουσία, μέσω ενός μονολιθικού κόμματος ή ενός κόμματος με πιο ευρεία περίληψη ιδεών, με ό,τι κάθε επιλογή συνεπάγεται, είναι επίσης ένα ζήτημα μείζονος σημασίας το οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε.

 

Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.

 

Απόπειρα πολιτικού «ξεπλύματος» της κυβέρνησης της Ν.Δ. για τη μη καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών

Απόπειρα πολιτικού «ξεπλύματος» της κυβέρνησης της Ν.Δ. για τη μη καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών.

 

Του Χρήστου Μπίσδα

3-7-2023

 

Πριν λίγες ημέρες έπεσε στα χέρια μου το τεύχος 106 του περιοδικού «Ελληνικό Παρατηρητήριο», που εκδίδεται από την «Ομάδα 21 Μακεδονίας-Θράκης». Από τα άρθρα του περιοδικού μου τράβηξαν την προσοχή δύο που αναφέρονται στη συμφωνία των Πρεσπών. Το πρώτο, με τίτλο «“Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας” και συμφωνία των Πρεσπών», έχει γραφεί από τον Άγγελο Συρίγο και τον Ευάνθη Χατζηβασιλείου, καθηγητές πανεπιστημίου, και το δεύτερο, με τίτλο «Μπορεί να καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών;», έχει γραφεί από τον Αναστάσιο Βέντζιο, αξιωματικό του Νομικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Στα δύο άρθρα διατυπώνονται εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το αν είναι δυνατό να καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών από την Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, ο Άγγελος Συρίγος και ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, με αφορμή την πρόσφατη αναγνώριση σωματείου με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα» και έδρα τη Φλώρινα, γράφουν τα εξής: «[…] στις αρχές του 2019, λίγο πριν από την κύρωση από τη Βουλή της συμφωνίας των Πρεσπών, στο βιβλίο μας “Η συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό”, είχαμε διατυπώσει και πάλι αυτήν ακριβώς τη θέση, τονίζοντας αυτό που έλεγαν και πολιτικές δυνάμεις τότε, ότι δηλαδή μετά την επικύρωση της συμφωνίας δεν υπήρχε τρόπος απεμπλοκής από αυτήν: θα δέσμευε τη χώρα, ανεξαρτήτως μελλοντικών κυβερνήσεων. Με τις ρυθμίσεις περί γλώσσας, θα είναι δυνατή η χρήση του όρου “μακεδονικός”, μέσα στο ελληνικό κράτος, για να δηλώσει κάτι μη ελληνικό. Είχαμε επίσης προειδοποιήσει ότι κάτι τέτοιο ήγειρε τον κίνδυνο ενός εθνικιστικού ξεσπάσματος μέσα στην ίδια την Ελλάδα»[1]. Στο τέλος του άρθρου καταλήγουν στο ότι: «Η συμφωνία, από τη στιγμή που επικυρώθηκε, δεν μπορεί να αλλάξει»[2].

Αντιθέτως, ο Αναστάσιος Βέντζιος, εξετάζοντας τη δυνατότητα καταγγελίας της Συμφωνίας των Πρεσπών βάσει του διεθνούς δικαίου - και ειδικότερα της Συνθήκης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών - υποστηρίζει ότι είναι νομικά δυνατή. Γράφει, μεταξύ άλλων, ότι: «Το πιο στερεό επιχείρημα […] κρίνεται ότι παρέχεται βάσει του άρθρου 60 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης, στο οποίο ορίζεται ότι ουσιώδης παραβίαση διμερούς συνθήκης εκ μέρους ενός των μερών παρέχει το δικαίωμα στο έτερο μέρος να επικαλεσθεί την παραβίαση αυτή ως λόγο λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει. Βάσει της παραγράφου 3 του παραπάνω άρθρου, ως ουσιώδης παραβίαση της συνθήκης τυγχάνει η παραβίαση διάταξης ουσιώδους για την πραγματοποίηση του αντικειμένου ή του σκοπού της σύμβασης». Ο αρθρογράφος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «τα Σκόπια έχουν προβεί, σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο, σε ουσιώδεις παραβιάσεις της συμφωνίας των Πρεσπών, οι οποίες μας παρέχουν το δικαίωμα επίκλησής των, ως λόγο λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει.»[3].

Κατά τη γνώμη μου, η άποψη του Αναστάσιου Βέντζιου περί της δυνατότητας καταγγελίας της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι ορθή και νομικά τεκμηριωμένη. Στο ίδιο συμπέρασμα είχα καταλήξει σε άρθρο μου με τίτλο «Μόνο μία εθνικιστική κυβέρνηση μπορεί να ακυρώσει την Συμφωνία των Πρεσπών», που δημοσιεύθηκε το 2021 στην ιστοσελίδα του Κέντρου Φ[4]. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: γιατί οι δύο καθηγητές πανεπιστημίου ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τρόπος απεμπλοκής της Ελλάδας από τη Συμφωνία των Πρεσπών; Δεν έχουν υπ’ όψιν τους τη Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών; Προφανώς την έχουν - ειδικά ο Άγγελος Συρίγος, ως καθηγητής διεθνούς δικαίου - αλλά αποφεύγουν να αναφερθούν στις διατάξεις της διότι τότε θα ήταν αναγκασμένοι να προσχωρήσουν σε άποψη που δεν τους βολεύει πολιτικά. Έτσι, αντί να επικαλεστούν κανόνες του διεθνούς δικαίου για να στηρίξουν τη θέση τους, επικαλούνται απόψεις πολιτικών δυνάμεων που συμφωνούν με τη θέση τους. Παραλείπουν όμως να αναφέρουν ότι υπάρχουν όχι μόνο πολιτικές δυνάμεις αλλά και επιστήμονες (νομικοί, διεθνολόγοι κ.ά.), που διαφωνούν με τη θέση τους.

Περαιτέρω, για να «ξεπλύνουν» πολιτικά - και μάλιστα προκαταβολικά - την κυβέρνηση της Ν.Δ., στην οποία αμφότεροι πρόσκεινται, και οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση που θα εφαρμόσει και δεν θα καταγγείλει την Συμφωνία των Πρεσπών, σπεύδουν να ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα απεμπλοκής από τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία δεσμεύει την Ελλάδα, ανεξαρτήτως μελλοντικών κυβερνήσεων. Εμμέσως δηλαδή κατηγορούν την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την υπογραφή και εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών και κάνουν τα στραβά μάτια για την κυβέρνηση της Ν.Δ. και όσες άλλες κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να την εφαρμόζουν.

Στην πραγματικότητα, οι δύο καθηγητές και γενικότερα τα στελέχη της Ν.Δ. γνωρίζουν ότι νομικά είναι δυνατή η καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως και κάθε συνθήκης, αλλά αποτελεί πολιτική απόφαση της κυβέρνησης της Ν.Δ. να μην την καταγγείλει. Δεν συμφέρει όμως την κυβέρνηση της Ν.Δ. να δηλώσει δημοσίως ότι ενώ μπορεί να την καταγγείλει δεν θα το κάνει, διότι αφενός θα «κάψει» το επιχείρημα ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τους έφερε προ τετελεσμένου αφετέρου το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο για τη Ν.Δ.. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο των δύο καθηγητών γράφηκε πριν από τις εκλογές του Ιουνίου 2023, επομένως είναι μία σοβαρή ένδειξη ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. και οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση συστημικών κομμάτων δεν πρόκειται να καταγγείλει την Συμφωνία των Πρεσπών. 

Το κερασάκι στην τούρτα αποτελεί η προειδοποίηση των δύο καθηγητών για τον κίνδυνο ενός εθνικιστικού ξεσπάσματος στην Ελλάδα. Δεν φαίνεται να τους ενοχλεί η εκχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας στα Σκόπια όσο η πιθανή άνοδος τους εθνικισμού στην Ελλάδα, λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, που αποτελεί γι’ αυτούς κίνδυνο που πρέπει να αποτραπεί. Όπως φάνηκε από τις εκλογές του Ιουνίου 2023, οι προειδοποιήσεις των δύο καθηγητών δεν έπιασαν τόπο και υπήρξε εθνικιστικό ξέσπασμα, όπως το χαρακτηρίζουν, εξαιτίας και της στάσης των συστημικών κομμάτων στο Μακεδονικό ζήτημα.    

Η θέση των δύο καθηγητών - και γενικότερα όσων συνδέονται με συστημικά κόμματα - για τη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν απόλυτα προβλέψιμη για τους εθνικιστές. Ήδη από το 2021 στην ιστοσελίδα του Κέντρου Φ έγραψα ότι: «Μέχρι σήμερα, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστημίου και άλλοι “ειδήμονες” προσπαθούν να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι δεν υπάρχει τρόπος ακύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών. Μάλιστα, καραδοκούν να βρουν τον κατάλληλο πολιτικό χρόνο για να ψηφίσει η βουλή και τους εφαρμοστικούς νόμους της Συμφωνίας των Πρεσπών»[5]. Δεν μας κάνει καθόλου εντύπωση ότι η προπαγάνδα υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η δική μας θέση παραμένει ομοίως σταθερή και αταλάντευτη: «[…] καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών μπορεί να γίνει μόνο από αυτούς που δεν την ψήφισαν, ποτέ δεν την αποδέχθηκαν και πάντοτε θα αντιτίθενται στην παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας μας στα Σκόπια. Αυτοί είναι οι Έλληνες εθνικιστές, που στο ζήτημα αυτό εκφράζουν ξεκάθαρα το αίσθημα της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού»[6].

 

Πηγές:

- Συρίγος Άγγελος & Χατζηβασιλείου Ευάνθης, «”Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας” και συμφωνία των Πρεσπών», Ελληνικό Παρατηρητήριο, τ. 106 (Μάρτιος-Μάιος 2023), σελ. 16.

- Βέντζιος Αναστάσιος, «Μπορεί να καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών;», Ελληνικό Παρατηρητήριο, τ. 106 (Μάρτιος-Μάιος 2023), σελ. 33-34.

- Μπίσδας Χρήστος, «Μόνο μία εθνικιστική κυβέρνηση μπορεί να ακυρώσει την Συμφωνία των Πρεσπών», Κέντρο Φ, 4-7-2021,

https://www.kentrofi.gr/αρθρα-μελετεσ-blog/μόνο-μία-εθνικιστική-κυβέρνηση-μπορεί-να-ακυρώσει-την-συμφωνία-των-πρεσπών

 

[1] Συρίγος Άγγελος & Χατζηβασιλείου Ευάνθης, «“Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας” και συμφωνία των Πρεσπών», Ελληνικό Παρατηρητήριο, τ. 106 (Μάρτιος-Μάιος 2023), σελ. 16.

[2] Συρίγος Άγγελος & Χατζηβασιλείου Ευάνθης, ό.π., σελ. 16.

[3] Βέντζιος Αναστάσιος, «Μπορεί να καταγγελθεί η Συμφωνία των Πρεσπών;», Ελληνικό Παρατηρητήριο, τ. 106 (Μάρτιος-Μάιος 2023), σελ. 34.

[4] Μπίσδας Χρήστος, «Μόνο μία εθνικιστική κυβέρνηση μπορεί να ακυρώσει την Συμφωνία των Πρεσπών», Κέντρο Φ, 4-7-2021.

[5] Μπίσδας Χρήστος, ό.π.

[6] Μπίσδας Χρήστος, ό.π.

 

Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.

Με αφορμή τις εκλογές, σκέψεις για το μέλλον.

 

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ, ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
 
Γράφει ο Γ. Σαγιάς
 
Οι βουλευτικές εκλογές τής 21ης Μαΐου 2023 τελείωσαν. Εθνικές φωνές έγιναν βορά συστημικών κομμάτων.
Το λεγόμενο σύστημα, χαρακτηριζόμενο και δημοκρατικό, έδειξε για άλλη μια φορά το πραγματικό του πρόσωπο: τα δικά μας δικά μας και τα δικά σας δικά μας.
Και στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές τού 2019 αλλά και στις αντίστοιχες τωρινές, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων απείχε της εκλογικής διαδικασίας. 42,22% το 2019 και σχεδόν 40% το 2023. Πέρα από εύκολες και επιφανειακές αναλύσεις για ένα μικρό ποσοστό που όντως δεν μπορούσε να ψηφίσει (λόγω π.χ. μη πλήρους εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων ή θεμάτων υγείας, αποστάσεως ή εκτάκτων περιστατικών), η αποχή φαίνεται να συγκινεί πολλούς πολίτες και αυτό είναι σοβαρό στοιχείο προς περαιτέρω διερεύνηση. Δεν είναι μόνο ωχαδερφιστές και αδιάφοροι κάποιοι που επιλέγουν να μην ψηφίζουν αλλά είναι και άνθρωποι προβληματισμένοι, απογοητευμένοι ή και μη βρίσκοντες κόμμα που να τους ικανοποιεί για να εκφραστούν και με την ψήφο τους. Αξίζει να τονιστεί πως η αποχή (αν και κατά τι μειωμένη σε σχέση με τις προηγούμενες βουλευτικές) συναγωνίζεται το πρώτο κόμμα. Είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό για να υπάρχει τόση -επιμελημένη- σιωπή γι' αυτό.
Από την άλλη πλευρά, εάν υποθέσουμε ότι η αποχή ήταν 50% (αυτή η στρογγυλοποίηση γίνεται αυθαίρετα για λόγους ευκολότερης εξαγωγής συμπερασμάτων), στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα, το άλλο 50% ανάγεται σε 100% ώστε να καλυφθούν όλα τα έδρανα τού Κοινοβουλίου. Πράγμα που σημαίνει πως η αποχή (συνεκτιμώμενη -στην πράξη- με λευκά και άκυρα και πέρα από την νομική ερμηνεία τού τι σημαίνει το καθ' ένα), επιτρέπει στα κόμματα να διπλασιάζουν (στο παράδειγμά μας) τα ποσοστά τους.
Επειδή μάλιστα κυκλοφορούν λανθασμένες φήμες πως εάν το ποσοστό τής αποχής ξεπεράσει το 50%, οι εκλογές είναι άκυρες, οφείλουμε για άλλη μια φορά να τονίσουμε πως αυτό σαφώς και δεν ισχύει στην χώρα μας. Ακόμη κι αν ψήφιζε ένα μικρό μέρος των πολιτών (οποιοδήποτε ποσοστό, π.χ. 20%), αυτό θα ήταν ικανό και αρκετό ώστε να γεμίσει το σύνολο των εδράνων τής Βουλής. Ναι, ίσως θα εντείνονταν περισσότερο η συζήτηση πως οι πολίτες "γυρίζουν την πλάτη στα κόμματα και στο πολιτικό σύστημα", όμως με 300 γεμάτες έδρες και τα μμε "ταϊσμένα", ποιος από αυτούς νοιάζεται ιδιαιτέρως γι' αυτό;
Έρμαιο των εισερχομένων κομμάτων στην Βουλή, εξαιτίας τού εκλογικού νόμου, αναλογικώς, γίνονται και πολλές έδρες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν κερδηθεί από συνασπισμούς κομμάτων, τα οποία όμως προτίμησαν αυτόνομη κάθοδο ή σε μικρούς συνασπισμούς, αθροιζόμενα έτσι τα όποια ποσοστά τους στα εκτός Βουλής κόμματα.
Πιο συγκεκριμένα, με την "απλή αναλογική" με κατώτατο όριο 3%, σε αυτές τις βουλευτικές εκλογές, τα εκτός Βουλής κόμματα, ξεπερνούν το 16%. Αυτό, με απλά λόγια, μπορεί να ειπωθεί και ως εξής: περίπου 48 - 55+ έδρες, "χαρίζονται", μοιράζονται αναλογικώς στα κόμματα που εισέρχονται στην Βουλή. Πιο αναλυτικά, αναφέρεται η εξής υπόθεση εργασίας: Εάν αυτό το 16% μοιράζονταν σε 5 συνασπισμούς κομμάτων ("δεξιούς", "κεντρώους", "αριστερούς", με την τρέχουσα αδόκιμη ορολογία οι όροι) και ο καθ' ένας έπαιρνε για παράδειγμα ~3,2%, τότε κάθε ένας συνασπισμός θα εξέλεγε περίπου 10-12 βουλευτές. Όμως, προτιμήθηκε η παρουσία 36 διαφορετικών κομμάτων ή συνασπισμών κομμάτων. Συνεπεία αυτού, εισέρχονται στην παρούσα Βουλή 5 κόμματα και στις εκλογές που ακολουθούν αυτά μπορεί να αυξηθούν (πιθανό σενάριο) ή και να μείνουν ίδια, ακόμη και να μειωθεί ο αριθμός τους (αν και αυτό το σενάριο εξετάζεται μόνο μαθηματικώς). Η παρουσία πολλών μικρών κομμάτων και η πολιτική διασπορά τους, εκ του αποτελέσματος ευνόησε το λεγόμενο "κυρίαρχο πολιτικό σύστημα". Και αν κάποια από αυτά εισέλθουν στην Βουλή στις αμέσως επόμενες εκλογές, οπότε και θα έχουν λόγους ικανοποίησης, τα περισσότερα μένουν εκτός Βουλής εάν επιλέξουν να συνεχίσουν την αδιέξοδη πολιτική τους. Συνεπώς, θεωρείται πιθανό να επιχειρηθούν ευρύτερες συσπειρώσεις από μικρότερα κόμματα (ή και άλλα που δεν είχαν και ενδεχομένως να θελήσουν να έχουν συμμετοχή), που όμως για το μέγεθος τού πλήθους τους και της διασποράς τους καθώς και για "στρατηγικές", "μεθόδους" και "τακτικές" αλλά και για στάσεις ή συμπεριφορές τους, χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση, όμως δεν είναι στο πνεύμα τού παρόντος κειμένου.
Βεβαίως, δεν θα μπορούσε κάποιος αναλυτής να παραβλέψει πως η έκφραση μεγαλύτερης δυναμικής από πιθανούς συνασπισμούς κομμάτων, θα μπορούσε εν τέλει να μην οδηγήσει στο πολυπόθητο -γι' αυτούς- 3% και συγχρόνως να στερήσει το ίδιο πολυπόθητο 3% από άλλον/άλλους σχηματισμό/σχηματισμούς, γεγονός που θα λειτουργούσε (και αυτό) υπέρ όσων κομμάτων εισέρχονται στην Βουλή. Όμως, τα ανωτέρω, δεν παύουν να είναι παρά απλώς στοιχεία μιας ανάλυσης και μάλιστα με σημεία αναφοράς τόσο στα λεγόμενα "αριστερά" όσο και στα λεγόμενα "δεξιά" κόμματα ή και συνασπισμούς κομμάτων.
Το λεγόμενο σύστημα λοιπόν, σαφώς για την ώρα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις τεράστιες αδυναμίες πατριωτικών και εθνικιστικών κομμάτων -και όχι μόνο.
Δεν είναι σκοπός αυτού τού κειμένου μια εσωστρεφής αναζήτηση και επίρριψη ευθυνών, αλλά η τοποθέτηση κάποιων ακόμη ψηφίδων σκέψης για το μέλλον τού πατριωτικού και εθνικιστικού κινήματος, στην προοπτική ενός ευρέως πατριωτικού μετώπου χωρίς αγκυλώσεις και αποκλεισμούς. Ένα από τα στοχευόμενα σημεία τού ορίζοντα, είναι και μελλοντικές εκλογικές αναμετρήσεις σε βάθος χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί πως οι εκλογές δεν αντιμετωπίζονται ως πανάκεια αλλά ως ένα ακόμη μέσον στην κατεύθυνση τής σκοπούσης εθνικής αφυπνίσεως, ανατάξεως και διακυβέρνησης. Αυτό όμως ερμηνεύεται και ως εξής: η σοβαρή ενασχόληση με αυτές, δεν είναι λόγος να μην υλοποιούνται εκπαιδευτικές διαδικασίες κατάρτισης στελεχών (βλέπε και "Ακαδημία Φ" τού Κέντρου Φ), η πολυεπίπεδη διείσδυση στην κοινωνία (π.χ. αυτοδιοίκηση, πολιτισμός, αθλητισμός, φορείς, συλλογικότητες), προσπάθεια δημιουργίας παράλληλων δομών εντός των προβλέψεων των νόμων για υποστήριξη απανταχού συνελλήνων και σύμπαντος τού ελληνισμού (π.χ. σύλλογοι, σωματεία, ομογενειακός ελληνισμός), η μελέτη και διερεύνηση τρόπων ακύρωσης αρνητικών κατεστημένων και η αντικατάστασή τους με δομές υπέρ έθνους και λαού (π.χ. προσεγγίσεις για δημοψηφίσματα σε εθνικό επίπεδο μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, σύμπηξη μετώπων απέναντι σε καθεστωτικές αυθαιρεσίες και αθλιότητες), καθώς και άλλες ενέργειες που συγκλίνουν ή και θα μπορούσαν να συγκλίνουν σε μια νέα θέση υπέρ Ελλάδος και ελληνισμού, σύγχρονη, ελκυστική, τεκμηριωμένη και υλοποιήσιμη.
Οι όποιες εναλλακτικές προτάσεις κατατίθενται από τους εθνικιστές, πέρα από επιφανειακές, ανεπαρκώς προετοιμασμένες και ατελείς, εξαιτίας τού τρόπου συντάξεώς των και παρουσιάσεώς των προκαλούν συχνά φόβο, ανησυχία και ανασφάλεια, στοιχείο που σαφώς ενισχύει τους αντιπάλους τους. Η πλειονότητα τού κόσμου, άνθρωποι καθημερινοί και τρωτοί καθ' όλα, τίθενται στην γωνία από ένα δάχτυλο που τους δείχνει ως συνενόχους, αντί να βρουν μια ζεστή αγκαλιά που θα τους επιπλήττει μεν για τις όποιες λάθος στάσεις και συμπεριφορές τους, θα τους δίνει όμως διέξοδο για αλλαγή και σύνταξη με ένα νέο όραμα μέσω μιας νέας δημιουργικής πορείας.
Σε μια κοινωνία με βαθιά ρήγματα, στο έλεος των συμφερόντων των λίγων, όσο κι αν οι πολιτικές δοσοληψίες, το "ρουσφέτι", καθώς και οι "εξυπηρετήσεις", το "κλείσιμο των ματιών", το "βόλεμα", λειτουργούν ως βαλβίδα εκτόνωσης και μηχανισμός συνενοχής, υπάρχει ένα κοινό που επιθυμεί αξιοκρατία, δικαιοσύνη, πρόοδο, ανάπτυξη αλλά και ένα κοινό που πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία (παρά τις πομπές του) να περάσει σε αυτό το στρατόπεδο. Αυτό καθίσταται πολύ δύσκολο εξαιτίας αλαζονικών και προσβλητικών συμπεριφορών καθώς και με την επίσειση απειλών και την δημιουργία φόβου. Μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται έτσι, γιατί οι "τρωτοί" συσπειρώνονται ως συνεργοί γύρω από τους πολιτικά εν αδίκω τελούντες. Σημειώνεται όμως πως εάν οι υγιείς δυνάμεις φτάσουν σε σημείο να διεκδικούν με αξιώσεις την διακυβέρνηση και την εξουσία, τότε μια κατηγορία τού αφηγήματός τους θα μπορούσε ίσως να θεωρείται έως και απειλητική από τους απέναντί της ταγμένους, λειτουργώντας αποσυσπειρωτικά για τους αντιπάλους τους και δημιουργώντας γέφυρες μετατόπισης φοβισμένων για να επιτύχουν ευνοϊκή μεταχείριση και "άφεση αμαρτιών" από τους δυνάμει νέους νικητές.
Σε αυτό το σημείο, μπορεί να λειτουργήσει επικουρικά και με αναμενόμενα σημαντικά ωφέλη, η πολιτική στοχοποίηση ενός συγκεκριμένου αντιπάλου, ο οποίος να εγείρει, να εξεγείρει, να θυμώνει, να οργίζει, εν τέλει να συσπειρώνει άθελά του ευρύτερες μάζες εναντίον του. Θα μπορούσε να πει κάποιος: "κι αν ακόμη δεν υπάρχει τέτοιος αντίπαλος, πρέπει να επινοηθεί και να παρουσιαστεί ένα αποκρουστικό πρόσωπό του, το οποίο να καθίσταται ικανό να οδηγήσει σε αντίθετες δυναμικές συσπειρώσεις ομαδώσεων με κάποιο/α κοινό/ά στοιχεία συνοχής και συνεννόησης". Αυτό δεν φαίνεται ηθικό, όμως η πραγματικότητα δίνει την λύση, διότι αυτό το "πρόσωπο" υπάρχει. Στην προσπάθεια αυτή, οι έννοιες δεξιά, κέντρο, αριστερά, πέραν τού ότι δεν είναι δόκιμοι όροι, είναι και μη χρήσιμοι. Ναι, ο αντίπαλος υπάρχει: είναι το διεφθαρμένο, σάπιο, αναξιοκρατικό, αντεθνικό και αντιλαϊκό καθεστώς, και μάλιστα εκφράζεται από δυνάμεις όλου τού πολιτικού φάσματος, οι οποίες αποτελούν τις άλλες όψεις τού ίδιου νομίσματος. Ενότητα όλων απέναντι σε αυτό το άθλιο καθεστώς, από το ένα σημείο τού πολιτικού χάρτη έως το άλλο, με υπόσχεση δίκαιης μεταχείρισης των μεγάλων ενόχων, μεγαλόψυχη συγχώρεση και αγκάλιασμα των πολλών παραπλανημένων οπαδών τους και σαφές όραμα αλλά και τρόπους μεταβάσεως σε αυτό.
Στο σημείο αυτό, ως σημείο σύγκλισης, γέφυρα μετάβασης και προοπτική τού νέου, φαντάζει ο εθνομελλοντισμός (για τον οποίο θα γίνει εκτενέστερη επεξηγηματική αναφορά σε ξεχωριστο κείμενο).
Γενικά πάντως, ο μέσος ψηφοφόρος, προτιμά τον εκτιμώμενο ως νικητή. Πόσω δέ μάλλον όταν υπάρχουν ξεκάθαρες θέσεις για όλα, με συγκεκριμενοποίηση των βημάτων, κοστολογήσεις, χρονοδιαγράμματα, πειστικές απαντήσεις στις εικαζόμενες ως αρνητικές παραμέτρους, εν άλλαις λέξεσι, πολιτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης μελετημένο, σοβαρό και υπεύθυνο. Είτε πρόκειται για επαναστατικές προτάσεις ρήξεων και ανατροπών, είτε για προτάσεις αλλαγών και μετασχηματισμών, οι θέσεις πρέπει να είναι καθαρές, διαφανείς, συγκεκριμένες και να αναφέρεται και ο τρόπος μεταβάσεως από το "παρόν κατεστημένο" στο "ιδεατό προτεινόμενο", χωρίς να παραγνωρίζονται η τρέχουσα κατάσταση, οι υπάρχουσες δεσμεύσεις, οι διεθνείς σχέσεις και συγκυρίες και -πάνω απ' όλα- το εθνικό συμφέρον -που συγχρόνως πρέπει να ταυτίζεται κατά το δυνατόν και με το ατομικό συμφέρον τής συντριπτικής πλειονότητας. Ο αγώνας πρέπει να γίνεται με βάση ένα μεγάλο όραμα, το οποίο να επιτρέπει ευρύτερες προσεγγίσεις και συσπειρώσεις έναντι ενός ονοματισμένου και αποκρουστικού αντιπάλου.
Στην πορεία αυτή, είναι αναγκαίες οι συγκλίσεις ακόμη και λογιζόμενων ως ετερογενών δυνάμεων. Ο ορισμός όρων, κανόνων και προϋποθέσεων συνεργασιών, καθίσταται άμεσα απαραίτητος και αναγκαίος. Ίσως έτσι καταστεί εφικτή η ταχεία σύνταξη και παρουσίαση ενός εναλλακτικού σχεδίου διακυβερνήσεως με ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες προτάσεις, ένα σε βάθος μελετημένο και κοστολογημένο Εθνικό Σχέδιο.
Εκτιμάται πως υπάρχουν ανά την επικράτεια τα κατάλληλα στελέχη για τον σκοπό αυτό. Αρκετά αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή από διάφορες και διαφορετικές επάλξεις, άλλα βρίσκονται παροπλισμένα αλλά με σπίθα ενεργή, άλλα βρίσκονται σε ξεχωριστά πολιτικά στρατόπεδα αναμένοντας ένα σοβαρό νεύμα ειλικρινούς συνέργειας, με ενωτικό στοιχείο την Ελλάδα, τον ελληνισμό και μια αντικαθεστωτική θεώρηση, σε μια ηθική εθνική και κοινωνική πολιτική. Και, ειδικά για όλους και όλες οι οποίοι αγωνίστηκαν και αγωνίζονται από κάθε έπαλξη τον ωραίο υπέρ πατρίδος αγώνα, αξίζουν συγχαρητήρια για το σθένος και την μαχητικότητά τους και προσφορά βελτιόδοξης προοπτικής νικηφόρων αγώνων.
Το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης παύει να υπάρχει όταν πράττεις με βάση την θεωρία σου. Κοσμοθεωρία υπάρχει, ιδεολογία υπάρχει, βασικές ενωτικές πολιτικές θέσεις υπάρχουν, καθετοποιημένες εξειδικευμένες πολιτικές θέσεις για κάθε θέμα ήδη δημιουργούνται από Τομείς Εργασίας (βλέπε και την κοινότητα σκέψης: Κέντρο Μελετών & Προώθησης Εθνικών Ιδεών Φ), προσπάθειες για ανάδειξη στελεχών γίνονται ποικιλοτρόπως. Εάν προσπεραστούν εγωισμοί, αλαζονικές συμπεριφορές, αρχομανία και γραφικότητες και δημιουργηθούν δικλείδες ασφαλείας κατά εγκαθέτων συστημικών εισοδιστών αλλά και ενεργούμενων ξένων χωρών ή και πολιτικών, υπάρχει πεδίο συνεννόησης.
 
Όλοι μαζί, μπορούμε καλύτερα.
 
Γεώργιος Σαγιάς
 
Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.

NOTE! This site uses cookies and similar technologies.

If you not change browser settings, you agree to it. Learn more

I understand