Η οικονομία ως μέσο καταστροφής της πατρίδας
Γράφει ο Ι. Κουριαννίδης
Η οικονομία ως μέσο καταστροφής της πατρίδας
Οι ευθύνες και η στάση πατριωτών και εθνικιστών
Θεωρητικά οι τράπεζες είναι πυλώνες της εθνικής οικονομίας. Αρκεί, βεβαίως, να υφίσταται εθνική οικονομία και να μη έχει εκχωρηθεί η λειτουργία της σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως συμβαίνει στην πατρίδα μας μετά την ένταξή της στην Ε.Ε.
Η λειτουργία των τραπεζών εντάσσεται στο γενικότερο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που σύμφωνα με τον Σαράντη – Ευάγγελο Λώλο («ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ») «έχει να επιτελέσει πέντε συγκεκριμένες λειτουργίες:
- να προωθεί τη διάχυση, την αντιμετώπιση, την αποφυγή του κινδύνου,
- να αριστοποιεί την κατανομή των πόρων,
- να παρακολουθεί τη διοίκηση των εταιριών και να ελέγχει τις επιχειρήσεις,
- να κινητοποιεί τις αποταμιεύσεις, και
- να διευκολύνει την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών».
Το κατά πόσον ίσχυσαν και τηρήθηκαν όλα αυτά, αλλά και το τί συνέβη στην Ελλάδα μετά την υπογραφή των «μνημονίων» (όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται η σύμβαση δανεισμού της πατρίδας μας με το διεθνές τοκογλυφικό σύστημα), περιγράφεται αναλυτικά στην ιστοσελίδα www.sofokleous10.gr (18-9-2012): «Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από την αρχή του 2010 έως και το τέλος του 2011, οι ελληνικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία, η ίδια η ΤτΕ και αρκετοί ιδιώτες αποταμιευτές, αγόρασαν πολύ μεγάλο αριθμό ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου (αύξηση 51,2%). Την ίδια ώρα μειώθηκε εντυπωσιακά το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο των αλλοδαπών τραπεζών (από 141 δισεκατομμυρίων € την αρχή του 2010 σε 45,9 δισεκατομμύρια € στο τέλος του ίδιου έτους και σε 35 δισεκατομμύρια € το τέλος του 2011). Υπενθυμίζεται ότι, εκείνη την περίοδο η τότε κυβέρνηση ήταν αντίθετη με την επιλογή της αναδιάρθρωσης (PSI) του ελληνικού χρέους - την οποία όμως αργότερα ψήφισε, με συνεργό την αξιωματική αντιπολίτευση. Το ερώτημα είναι: γιατί οι ελληνικές τράπεζες και ιδίως τα ασφαλιστικά ταμεία δέχονταν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, δεδομένης της πανθομολογούμενης επισφάλειας τους; Οι μελλοντικές τιμές αυτών των ομολόγων θα ήταν, ούτως ή άλλως, πολύ χαμηλότερες καθώς πιθανολογούνταν (σε βαθμό σχεδόν βεβαιότητας) η πτώχευση του ελληνικού κράτους. Η απάντηση θα ήταν το ότι, οι τράπεζες ενθαρρύνθηκαν από τον αναμενόμενο ερχομό του ΔΝΤ, το οποίο δεν θα τις άφηνε να πτωχεύσουν - ενώ τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων τα χειρίστηκε η ίδια η ΤτΕ, χωρίς να λογοδοτεί σε κανέναν. Ταυτόχρονα, η αγορά ομολόγων συγκρατούσε (χειραγωγούσε;) την άνοδο των spreads (σ.σ.: δλδ την διαφορά των τιμών αποδόσεών τους) - πράγμα που επιθυμούσε η κυβέρνηση, επειδή έτσι διαμόρφωνε ένα ευνοϊκό υπέρ αυτής κλίμα, παρέχοντας την περαιτέρω πίστωση χρόνου. Οι διαδικασίες αυτές οδήγησαν σε μια ελληνοποίηση του χρέους, πράγμα που σήμαινε ότι το PSI (σ.σ.: η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάρθρωση κρατικού χρέους) επέδρασε κυρίως στα στοιχεία του ενεργητικού των ελληνικών (αλλά και των κυπριακών) τραπεζών – τις απώλειες των οποίων θα έπρεπε είτε να αναπληρώσουν με δικά τους κεφάλαια, είτε να αποφασισθεί η ανακεφαλαιοποίηση τους με τη βοήθεια της ΕΕ, είτε να χρεοκοπήσουν, είτε να εκποιηθούν σε ξένες...».
Όλα αυτά, όμως, δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας αφελληνισμού του τραπεζικού συστήματος, μία μεθοδευμένη και στοχευμένη προσπάθεια καταστροφής της ελληνικής οικονομίας μέσω των τραπεζών.
Τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν πολύ παλαιότερα, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεφε από το Νταβός το 1988. Είχε συναντήσει εκεί και τον τότε πρόεδρο της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ και όλοι οι δημοσιογράφοι έσπευσαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού μόλις πάτησε το πόδι του στο έδαφος, ζητώντας του μία δήλωση για τη συνάντηση αυτή. Προς γενική κατάπληξη, ο τότε πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε στη συνάντηση με τον Οζάλ, αλλά η πρώτη του φράση ήταν: «Η Ελλάδα πρέπει να γίνει χώρα παροχής υπηρεσιών»! Από εκείνη τη στιγμή μπήκαν τα θεμέλια της καταστροφής της πρωτογενούς παραγωγής στη χώρα μας, ώστε σύντομα να φτάσει να μη παράγει τίποτε. Κάθε γωνία και ένα τραπεζικό κατάστημα, κάθε όροφος και μία ασφαλιστική εταιρεία, κάθε δεύτερο κατάστημα και μία κινητή τηλεφωνία! Αυτή ήταν η εικόνα όχι μόνο στις ελληνικές μεγαλουπόλεις, αλλά και σε κάθε κωμόπολη της ελληνικής περιφέρειας! Αξίζει νομίζω να σημειωθεί ότι ο ιδρυτής τού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ τού Νταβός, το 1971, είναι ο Γερμανός καθηγητής Οικονομικών Κλάους Σβαμπ, που έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό πρόσφατα, με το βιβλίο του «Η μεγάλη επανεκκίνηση». Συμπτώσεις…
Πρώτα ξεπουλήθηκαν οι Τράπεζες. Ο σχεδιασμός προέβλεπε μεν τον σταδιακό αφελληνισμό τους, αλλά κυρίως την εκτροπή τους από τον ρόλο που διαδραμάτιζαν στην ανάπτυξη της χώρας. Από πυλώνες της εγχώριας οικονομίας μετατράπηκαν ραγδαία σε πωλητές καταναλωτικών προϊόντων. Όσες δεν ξεπουλήθηκαν είτε σε ξένες τράπεζες είτε σε εγχωρίους «επενδυτές» που ποτέ δεν έκαναν τον κόπο να μας πουν πού βρήκαν ξαφνικά τόσα χρήματα για τις «επενδύσεις» τους, αντικατέστησαν με ταχύτατους ρυθμούς το ανώτατο στελεχικό δυναμικό τους με «συμβούλους από την αγορά». Το έμπειρο και καταρτισμένο προσωπικό τους που προερχόταν από τα σπλάχνα τους και γνώριζε τους κανόνες των τραπεζικών εργασιών ώστε να συνδράμουν στην ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, αντικαταστάθηκε, με κύματα δελεαστικών εθελουσιών, από γιάπηδες και «golden boys», με παχυλές προσαυξήσεις μισθών (μπόνους), που υπερφόρτωσαν τα ελληνικά νοικοκυριά με δάνεια που γνώριζαν πολύ καλά ότι ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν.
Παράλληλα, το χρήμα που εισέπρατταν κατά τα πρώτα χρόνια από την ανακύκλωση των δανείων που αφειδώς χορηγούσαν (διακοποδάνεια, φοροδάνεια, μετοχοδάνεια, αλλά και στεγαστικά, επισκευαστικά, παγίων κ.λπ.) διοχετευόταν αφειδώς σε θαλασσοδάνεια «ημετέρων», συνήθως με πιεστικές πολιτικές παρεμβάσεις, αφού οι δανειολήπτες κάθε άλλο παρά τηρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις φερεγγυότητας.
Κάποια στιγμή, βεβαίως, οι τράπεζες άρχισαν να έχουν πλέον σοβαρά εισπρακτικά προβλήματα, αφού αφενός τα νοικοκυριά δεν μπορούσαν πια λόγω του υπερδανεισμού να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους και αφετέρου οι «αναπτυξιακές επιχειρήσεις», που είχαν δανειοδοτηθεί ως «επενδυτικές», δεν επρόκειτο φυσικά να πληρώσουν ούτε ένα ευρώ, αφού οι ιδιοκτήτες τους είχαν φροντίσει να «επενδύσουν» τα εκατομμύρια σε βίλες, πολυτελή αυτοκίνητα, σκάφη και φυσικά πολλές καταθέσεις στο εξωτερικό! Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός το ... Δημόσιο!...
Σωρεία πλέον οι υπουργικές αποφάσεις για ρύθμιση των δανείων. «Μη φοβάστε τραπεζίτες. Εδώ είμαστε εμείς. Το Ελληνικό Δημόσιο εγγυάται σε ποσοστό 80% τα δάνεια των επενδυτικών επιχειρήσεων». Και, φυσικά, προκειμένου οι τράπεζες να χάσουν το 100% των χρημάτων τους, αποδέχθηκαν την εγγύηση του Δημοσίου (όλων ημών των κορόιδων δηλαδή!), ώστε να χάσουν μόνο το 20%, αφού ήταν δεδομένο ότι οι «επενδυτές» δεν επρόκειτο να πληρώσουν τίποτε, όπως και έγινε.
Μετά την εξάντληση των απανωτών ρυθμίσεων με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, έφτασε επιτέλους η ώρα της «τελικής λύσης». Τον Απρίλιο του 2012, με υπουργική απόφαση (και πάλι!) άλλαξε ο Νόμος που όριζε τις προϋποθέσεις για την πτώχευση των επιχειρήσεων. Το κλειδί στην όλη ιστορία ήταν ένα άρθρο που έδινε πλέον το δικαίωμα στο Δημόσιο, να υποκαθιστά τα πιστωτικά ιδρύματα και να έρχεται απευθείας σε συμφωνία με τον επιχειρηματία, σε περίπτωση που οι οφειλές τού τελευταίου προς το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσοστό του 20% των συνολικών οφειλών του, δεσμεύοντας με την όποια συμφωνία μαζί του και τους λοιπούς δανειστές! Το ποσοστό αυτό, βεβαίως, για όλους αυτούς τους ασυνεπείς λαδιάρηδες εξαπατητές («λαμόγια»), ήταν ασήμαντο, αφού το σύνολο σχεδόν των οφειλών τους ήταν προς το Ελληνικό Δημόσιο, είτε άμεσα από φόρους είτε έμμεσα μέσω των εγγυημένων πλέον από το Δημόσιο δανείων τους! Έτσι, το Ελληνικό Δημόσιο από εγγυητής έγινε πλέον ... δανειστής των «επενδυτών» και έρχεται πλέον σε άμεση συμφωνία μαζί τους, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του τα τραπεζικά και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά ακόμη και τους λοιπούς πιστωτές των «επενδυτών»!
Έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας περιπτώσεις επιχειρήσεων που τα δάνειά τους κουρεύτηκαν προκλητικά (μέχρι και σε ποσοστό 90%!), με αποτέλεσμα εν δυνάμει έσοδα δισεκατομμυρίων για το Ελληνικό Δημόσιο να χαρίζονται και να δημιουργούνται έτσι μαύρες τρύπες στον προϋπολογισμό και στα ταμεία του κράτους, την ίδια στιγμή που αναζητούνταν τότε 11,5 δισεκατομμύρια από το υστέρημα του ελληνικού λαού, αλλά και την ίδια στιγμή που σπεύδαμε ως ικέτες στους διεθνείς τοκογλύφους για να δεχθούν να περιορίσουν το επιτόκιο δανεισμού τους κατά 0,1%! Παράλληλα, επλήγησαν βεβαίως καίρια και οι τράπεζες, αφού η περίφημη εγγύηση του Δημοσίου φυσικά θα περιοριζόταν πλέον στο κουρεμένο ποσό των δανείων, δηλαδή στο 80% του 10% των αρχικών δανείων, δηλαδή θα εισέπρατταν τελικά μόλις το 8% του κεφαλαίου τους!
Ο επίβουλος σχεδιασμός σε βάρος της εθνικής μας οικονομίας πέτυχε, λοιπόν, με τον τρόπο αυτόν, «μέ έναν σμπάρο δύο τρυγόνια». Και τα κρατικά ταμεία στέρησε από έσοδα πολλών δισεκατομμυρίων και στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών κατάφερε ένα αποφασιστικό χτύπημα. Έτσι έδεσε ακόμη περισσότερο την πατρίδα μας στο άρμα των μνημονίων των διεθνών τοκογλύφων, εκτροχιάζοντας την όποια προσπάθεια συμμαζέματος των χρεωστικών μας ανοιγμάτων και οδηγώντας μας πιο βαθιά στην άβυσσο της χρεωκοπίας.
Συγχρόνως είχαν ήδη διατυπωθεί αφενός το αφήγημα περί δήθεν αδυναμίας πληρωμών μισθών και συντάξεων και αφετέρου η καταστροφολογία από μία ενδεχόμενη παύση πληρωμών των χρεών μας προς τους τοκογλύφους. Προσπάθησαν και τελικά έπεισαν τον λαό ότι υπήρχε μία διεθνής συνωμοσία κερδοσκόπων σε βάρος της χώρας μας, που είχε επενδύσει πάνω στην πτώχευσή της, έχοντας στα χέρια της τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και περίμενε πώς και πώς να τα εισπράξει από τις μεγάλες ξένες επενδυτικές τράπεζες που τα είχαν εκδώσει. Πιθανότατα υπήρχε αυτή η διεθνής των κερδοσκόπων που σαν τα κοράκια περίμενε να αρπάξει τα κέρδη από την επένδυσή της. Τα κέρδη, όμως, που προσδοκούσαν, δεν θα ήταν από την απομύζηση του μόχθου και του ιδρώτα του ελληνικού λαού, αλλά από τα αποθεματικά των ξένων διεθνών τραπεζών. Τους λόγους που οδηγούσαν τις «δωσιλογικές» κυβερνήσεις της μνημονιακής εποχής στην έντονη επιθυμία και βιασύνη («πρεμούρα») για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ξένων τραπεζών, τους αντιλαμβάνεται ή έστω τους υποθέτει κανείς εύκολα. Αυτούς, όμως, που οδήγησαν τους «Έλληνες πατριώτες» να πράξουν το ίδιο, θα πρέπει να μας το εξηγήσει κάποιος αναλυτικά όσο και πειστικά.
Στο κάτω της γραφής, η διεθνής των κερδοσκόπων με τα CDS είχε επενδύσει τα χρήματά της χωρίς καμμία διασφάλιση, στοιχημάτισε στον θάνατο μιας οικονομίας και περίμενε να «κονομήσει»! Γιατί άραγε αυτοί να είναι οι «κακοί», οι «κερδοσκόποι», οι «αδίστακτοι» και όχι οι άλλοι, δηλαδή οι δανειστές μας; Αυτοί οι τελευταίοι δεν ήταν που μας δάνεισαν με τοκογλυφικά επιτόκια; Αυτοί δεν ήταν που μας ζήτησαν για 110 δισεκατομμυρίων (τόσο ήταν τότε το χρέος και σήμερα έχει υπερτριπλασιαστεί!) να δεσμεύσουμε υπέρ τους όλο τον εθνικό μας πλούτο; Αυτοί δεν ήταν που είχαν το δικαίωμα βάσει της σύμβασης δανεισμού να εκχωρήσουν τα δικαιώματά τους σε τρίτες χώρες; Αυτοί δεν ήταν που μας ανάγκασαν να δεχτούμε την εκ των προτέρων παραίτησή μας από οποιοδήποτε ένδικο μέσο σε περίπτωση άσκησης των νομικών τους δικαιωμάτων εναντίον μας; Αυτοί δεν ήταν που επέβαλαν, σε περίπτωση αντιδικίας μας, η δίκη να γίνει με βάση το ευνοϊκό για τους δανειστές αγγλικό δίκαιο; Αυτοί δεν ήταν που θα εισπράξουν ακόμη και διαφυγόντες τόκους, σε περίπτωση που βρούμε τα χρήματα και τους ξεπληρώσουμε τα δανεικά νωρίτερα;...
Αυτοί οι τζάμπα μάγκες, γιατί, αλήθεια, να είναι οι «καλοί», οι «εταίροι μας», οι «σωτήρες μας»; Γιατί σ᾽ αυτούς που εξακολουθούν να αρμέγουν από την ελληνική αγελάδα όσο γάλα ακόμη μπορεί να παράγει μέχρι τον βιολογικό θάνατό της, θα πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη; Εν κατακλείδι, μήπως και οι μεν και οι δε είναι τα ίδια πρόσωπα, τα μέλη της ίδιας «win–win» εγκληματικής συμμορίας που διαχρονικώς λυμαίνεται όλους τους λαούς της γης;
Η κατάκτηση της πατρίδας μας, με όπλο την οικονομία και θύτες τους διεθνείς παράγοντές της, συντελείται με ταχείς ρυθμούς πλέον. Ο αγώνας για την ανατροπή του σχεδιασμού είναι πλέον πολυμέτωπος και κάθε μέρα που περνά γίνεται όλο και πιό δύσκολος, αφού οι συσχετισμοί γίνονται όλο και δυσμενέστεροι για τους ενεργούς και συνειδητοποιημένους πολίτες της χώρας μας.
Κάποιοι έχουν μείνει στον παράνομο μικροπωλητή και στον νομιμοποιηθέντα αλλοδαπό κουρέα της γειτονιάς, που δεν κόβουν αποδείξεις! Η λαθρομετανάστευση είναι σίγουρα, από μόνη της, ένα σοβαρότατο πρόβλημα που διαλύει τον κοινωνικό ιστό της πατρίδας μας, επιβαρύνει την εγκληματικότητα σε μεγάλο βαθμό και δημιουργεί πολλά προβλήματα εθνικών και κοινωνικών προεκτάσεων. Ο μεγάλος κίνδυνος όμως βρίσκεται στους θεσμικούς φορείς της χώρας, που έχουν αλωθεί πλέον σε συντριπτικό ποσοστό από τους πράκτορες των διεθνών συμφερόντων και τοκογλύφων.
Ο αγώνας στο επίπεδο αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει με ανέξοδη μαγκιά και ακτιβισμό εντυπώσεων, τύπου «κίνημα δεν πληρώνω». Απαιτείται ένα συγκροτημένο πατριωτικό κίνημα με σαφή εθνικιστικά χαρακτηριστικά, που να μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αντιμετωπίσει με σθένος, με προτάσεις, με θέσεις και προπαντός με προοπτική διακυβέρνησης αυτής της χώρας, τις προκλήσεις των καιρών.
Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε δυστυχώς το 2010, όταν το πατριωτικό κίνημα ενώ έδειχνε να αναπτύσσεται με τέτοιες προοπτικές, εξαιτίας ατολμίας, προδοσιών και εθελοτύφλωσης, κατάντησε τελικά ουρά του συστήματος που μέχρι εκείνη τη στιγμή λοιδορούσε, θέτοντας την υπογραφή του στη σύμβαση δανεισμού της χώρας, δίπλα σε αυτήν των καταστροφέων της.
Όσα, όμως, είχαν κερδηθεί τότε με κόπο, δεν πρέπει να οδηγηθούν στην πολιτική απαξίωση, καταλήγοντας στα σαγόνια του πληγωμένου και γι᾽ αυτό πολλαπλά επικίνδυνου συστήματος. Η υπευθυνότητα πρέπει να κυριαρχήσει στην πολιτική σκέψη και πρακτική πατριωτών και εθνικιστών, σε πείσμα της μικροκομματικής σκοπιμότητας και των προσωπικών επιδιώξεων. Τα φαινόμενα προσωπικής ιδιοτέλειας πρέπει να στιγματιστούν και να αποτελέσουν όνειδος και ντροπή για όσους τους χαρακτηρίζουν.
Το νέο πελατειακό κράτος χτίζεται πια πάνω στα απομεινάρια της υλικής και ηθικής κληρονομιάς μας, από τους συνεχιστές ενός πολιτικού καρτέλ, μιας κομματικής συμμορίας, που γνωρίζει ότι έχει απέναντί της μία άβουλη και ανίκανη συμμωρία ψηφοφόρων, που νομιμοποιεί το διαβρωτικό έργο τους με τη συμμετοχή της στο παιχνίδι τους.
Το παρηγορητικό στην όλη κατάσταση είναι ότι αυτή η συμμωρία βαίνει συνεχώς μειούμενη αριθμητικά. Όλο και μεγαλύτερο είναι πλέον το πλήθος των πολιτών που γυρίζει την πλάτη στο στημένο παιχνίδι των εξουσιαστών. Κι αν ακόμη δεν έχουν βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο αντίδρασης, είναι σαφές ότι όλους τους συνδέει ένας κοινός σκοπός, ένας κοινός πόθος: Η αναγκαιότητα για απονομή δικαιοσύνης. Μια δικαιοσύνη που θα απονέμεται ισότιμα για όλους, θα αγγίζει όλους, θα γίνεται αισθητή από όλους, θα την εμπιστεύονται όλοι. Η απονομή της και η τιμωρία των ενόχων, όλων των ενόχων, σε κάθε βαθμίδα των λειτουργών του πολιτεύματος, όλων όσοι διαχειρίστηκαν τις τύχες της πατρίδας μας τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, είναι το πρώτο ζητούμενο. Τα υπόλοιπα θα πάρουν τον δρόμο τους.
Και δυστυχώς, έχουμε ήδη αργήσει πολύ...
Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
Σημείωση "φ": Υπεύθυνος για το άρθρο είναι αποκλειστικά ο αρθρογράφος. Οι θέσεις του είναι προσωπικές και τίθενται σε δημόσιο διάλογο σε πνεύμα ελευθερίας.